Στα
μέσα τού Β΄αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να υποχωρούν οι ενθουσιαστικές τάσεις στις
χριστιανικές κοινότητες που εκφράζονταν κατά κύριο λόγο από διάφορους
χαρισματούχους (προφήτες, γλωσσολαλούντες κ.λ.π.), η εσωτερική οργάνωση τής
εκκλησίας εξελίσσεται και λαμβάνει διαφορετική μορφή. Από τις ιστορικές και
εκκλησιαστικές μαρτυρίες που έχουμε προκύπτει, ότι οι τρεις βαθμοί τής
ιεροσύνης – επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος – σταθεροποιούνται πλέον.
Προϊόντος τού χρόνου εξαφανίζονται παντελώς τα αξιώματα που συνδυάζονταν με τις
ενθουσιαστικές τάσεις και αναπτύσσονται στην εκκλησία νέες υπηρεσίες τις οποίες
αναλαμβάνουν ορισμένοι πιστοί...
Σημαντική θέση αρχίζουν να καταλαμβάνουν
πλέον στις χριστιανικές κοινότητες οι διάκονοι
ένεκα της υπηρεσίας που πρόσφεραν στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας καθώς
επίσης επειδή είχαν αναλάβει την φροντίδα για τους πτωχούς και τοιουτοτρόπως
αποτελούσαν τον σύνδεσμο μεταξύ των επισκόπων και του ποιμνίου. Πολλές φορές
μάλιστα παρά τον πρεσβύτερο βρίσκονταν και διάκονος, γι’ αυτό και όταν ελλείπει
ο επίσκοπος, διευθύνουν αυτοί την εκκλησία. Επικράτησε και η συνήθεια να
υπάρχουν στις πόλεις 7 διάκονοι σύμφωνα
με την ιστορία των Πράξεων των Αποστόλων: «Διάκονοι
επτά οφείλουσιν είναι κατά τον Κανόνα, καν πάνυ μεγάλη η, η πόλις. Πεισθείση δε
από της βίβλου των Πράξεων» Κανόνας ΙΕ΄(15), της Νεοκαισαρείας τοπικής
συνόδου. Καθιερώθηκε και ο θεσμός των υποδιακόνων,
επτά πάλι στον αριθμό όσους είχε και ο Ρώμης Φαβιανός (236 – 250 μ.Χ.). Καθένας
από αυτούς βοηθούσε ένα διάκονο στο έργο του και είχαν και αυτοί σαν βοηθό
τους, τούς ακόλουθους.
Εκ της λατρείας προκύπτει το λειτούργημα
του εξορκιστή, ο οποίος στο
βάπτισμα και στους ασθενείς διάβαζε τις εξορκιστικές ευχές, τις οποίες έπρεπε
να διαβάζουν οι κληρικοί. Εφορκιστές και εξοριστές ονομάζονταν οι κατηχητές τών
εις την χριστιανική πίστη προσερχομένων απίστων ή αιρετικών, επειδή κατηχούντες
αυτούς, εξόρκιζαν τα εις αυτούς κατοικούντα πονηρά πνεύματα, εις το όνομα τού
Κυρίου, για να φύγουν από αυτούς. Σύμφωνα δε με το βιβλίο των Αποστολικών
Διαταγών κεφάλαιο ΚΣ΄(26), οι εξορκιστές είχαν το χάρισμα των ιαμάτων, όχι από
χειροτονία αλλά από αποκάλυψη που φανερώνονταν από το Θεό για το ποιοι θα
είναι.
Η ανάγνωση τών Γραφών στην εκκλησία
δημιούργησε το αξίωμα τού αναγνώστη,
γιατί έπρεπε να είναι κανείς εξασκημένος για να μπορεί να διαβάζει τους
κώδικες. Ο τίτλος του αναγνώστη παρελήφθη από την χριστιανική Εκκλησία, από τον
ιδιωτικό βίο των Ρωμαίων. Σ’ αυτούς οι αναγνώστες (lectores)
ήταν εγγράμματοι δούλοι, τους οποίους τα αφεντικά τους είχαν γι’ αυτό ακριβώς
τον σκοπό, δηλαδή να τους διαβάζουν είτε όταν έτρωγαν στο τραπέζι είτε όταν
ξεκουράζονταν. Ο Αύγουστος είχε αναγνώστη, ο οποίος του διάβαζε όταν είχε
αϋπνίες. Αναγνώστες είχαν επίσης και άλλοι σπουδαίοι Ρωμαίοι όπως ο Πλίνιος ο
πρεσβύτερος, ο Αττικός και άλλοι.
Όχι σπάνια ανατίθετο σ’ αυτούς και η
ερμηνεία αυτών που διάβαζαν. Ο αναγνώστης κατείχε επίσημη θέση στον
εκκλησιαστικό οργανισμό, γι’ αυτό και υπάρχουν αρκετοί κανόνες που αναφέρονται
στην κατάσταση αυτών και τάξη όπως λ.χ. ο ΙΘ΄(19) κανόνας τής εν Καρθαγένη
τοπικής συνόδου που ορίζει πως οι αναγνώστες όταν φθάσουν στην ηλικία των 14
ετών να αναγκάζονται ή να παντρεύονται ή να υπόσχονται ότι επιθυμούν να
φυλάξουν παρθενία και αγαμία: «ήρεσεν,
ώστε τους Αναγνώστας, εις τον καιρόν τής ήβης ερχομένους, αναγκάζεσθαι, ή
συμβίους αγάγεσθαι, ή εγκράτειαν ομολογείν». Πάντως για τον συγκεκριμένο
κανόνα ο Ιωάννης Ζωναράς (περίπου 12ος αιώνας μ.Χ.), έχει την άποψη
πως επικρατούσε στην Αφρική και όχι σε άλλους τόπους. Τα οφίκια μάλιστα της 7ης,
8ης, και 9ης πεντάδας θεωρούνται ως οφίκια του αναγνώστη.
Τους αναγνώστες αναφέρει ήδη ο απολογητής και μάρτυρας Ιουστίνος ο φιλόσοφος
περί το 165 μ.Χ.
Οι Οστιάριοι
ήταν οι θυρωροί ή και γενικώτερα επιμελητές στις συνάξεις τών πιστών. Το
εκκλησιαστικό αυτό αξίωμα δίδονταν στους ψάλτες ή τους αναγνώστες, μερικές δε
φορές και στους διακόνους, αλλά και στους πρεσβύτερους. Τα καθήκοντά τους ήταν
τα εξής: α) Να στέκονται μπροστά από
τις πόρτες τού ναού και να εμποδίζουν την είσοδο σ’ αυτόν στους ασεβείς καθώς
και την έξοδο τών πιστών πριν από το τέλος τής θείας λατρείας, η οποία γίνονταν
κατά τους χρόνους των διωγμών, οπότε καθίσταντο οστιάριοι από τον επίσκοπο
αυτοί οι οποίοι ειδοποιούσαν κρυφά τούς πιστούς για τον τόπο και τον χρόνο τής
τέλεσης τής θείας λατρείας. Επιπλέον ξεχώριζαν τους πιστούς από τους
κατηχούμενους, έβγαζαν έξω από το ναό τους άπιστους και έκλειναν τις πόρτες
του, μετά το τέλος τής λειτουργίας των πιστών και των κατηχούμενων. β) Να κρατούν την ράβδο του αρχιερέα γ) Να στέκονται στην πόρτα του ναού κατά
την εκλογή τού επισκόπου και την προχείρισή του. Οι οστιάριοι οι οποίοι ήταν
δύο ή τρεις μπορούσαν να τιμηθούν και με άλλο εκκλησιαστικό αξίωμα, όπως αυτό
του εξάρχου.
Όλες αυτές οι εκκλησιαστικές «υπηρεσίες» (λειτουργήματα)
ήταν προβαθμίδες για την είσοδο κάποιου πιστού στον κλήρο ή το πρεσβυτέριο.
Στην Ανατολή δεν υπήρχε το λειτούργημα του ακόλουθου, αναφέρονται όμως οι ψάλτες. Επίσης υπήρχε ιδίως στην
Αίγυπτο το λειτούργημα τών διδασκάλων,
οι οποίοι θεωρήθηκαν γνωστικοί και πνευματικοί, επειδή ζούσαν βίο ασκητικό και
ασχολούνταν με πνευματικές μελέτες. Αυτοί δίδασκαν και τους κατηχουμένους (την
πρωτοχριστιανική τάξη των δόκιμων πιστών που δεν είχαν βαπτιστεί ακόμα), και
επειδή ανήκαν στον κλήρο και εξομολογούσαν τους πιστούς, το όνομα πνευματικός
έμεινε για να σημαίνει εφεξής στην εκκλησία τούς εξομολογητές.
Το τέλος τού Β΄αιώνα μ.Χ. βρήκε και την
ανύψωση τού μορφωτικού επιπέδου των κληρικών, αφού πλέον διδάσκονταν στις
κατηχητικές σχολές που είχαν δημιουργηθεί, ενώ πρώτα ήταν αυτοδίδακτοι.
Συντηρούνταν από την εργασία τους, όταν δε τα καθήκοντά τους αυξήθηκαν και δεν
μπορούσαν να εργάζονται άρχισαν να δέχονται εισφορές από τους πιστούς. Έγινε
και προσπάθεια να επιβληθεί στους πιστούς η δεκάτη, κατά το πρότυπο του
Ιουδαϊκού λαού που απέδιδε το 10% από τις σοδειές του στους Ιερείς, αλλά
απέτυχε γι’ αυτό και πολλοί κληρικοί εξακολουθούσαν να ασκούν το επάγγελμά
τους. Για τους επισκόπους δεν θεωρήθηκε σωστό να ασκούν το επάγγελμα τού
έμπορα, γιατί όπως λέει ο Κυπριανός ταξίδευαν σε ξένες επαρχίες και εργάζονταν
σαν έμποροι. Η σύνοδος τής Ελβίρας τής Ισπανίας επέτρεψε στους κληρικούς να
εμπορεύονται εκτός της επαρχίας τους μόνο. Και η σύνοδος τής Καρχηδόνος (398
μ.Χ.) επιτρέπει στους κληρικούς να ασκούν χειρωνακτική εργασία.
Γάμος
κληρικών
Σύμφωνα με την πρώτη επιστολή προς
Τιμόθεο 3:2 του Αποστόλου Παύλου δεν χειροτονούνταν επίσκοπος κάποιος που είχε
νυμφευθεί δύο φορές: «ο επίσκοπος πρέπει
να είναι άμεμπτος, σύζυγος μιας γυναίκας, νηφάλιος, σώφρων …». Αυτό ίσχυε
στην Ρώμη στις αρχές τού Γ΄αιώνα μ.Χ., γι’ αυτό και ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον
Κάλλιστο πως μετέβαλε την συνήθεια αυτή. Ομοίως ο Ιππόλυτος θεωρούσε σαν
καθιερωμένη συνήθεια, πως όσοι είχαν χειροτονηθεί και ήταν άγαμοι δεν
επιτρέπονταν να νυμφεύονται. Οι σύνοδοι τής Αγκύρας (314 μ.Χ.) και της
Νεοκαισαρείας απειλούν με αφορισμό όσους το κάνουν αυτό. Μόνο στους διακόνους επιτρέπονταν
να νυμφεύονται μετά την χειροτονία, αφού όμως το είχαν δηλώσει προηγουμένως: «Διάκονοι όσοι καθίστανται παρ’ αυτήν την
κατάστασιν, ει εμαρτύραντο και έφασαν χρήναι γαμήσαι, μη δυνάμενοι ούτω μένειν˙ούτοι
μετά ταύτα γαμήσαντες, έστωσαν εν τη υπηρεσία, δια το επιτραπήναι αυτούς υπό
του Επισκόπου. Τούτο δε, εί τινές σιωπήσαντες, και καταδεξάμενοι εν τη
χειροτονία μένειν ούτω, μετά ταύτα ήλθον επί γάμον, πεπαύσθαι αυτούς της
Διακονίας» Κανόνας Ι΄(10), της
Αγκύρας τοπικής συνόδου. Πότε καθιερώθηκε η απαγόρευση αυτή μας είναι άγνωστο.
Ήταν γενικά αποδεκτό ότι οι νυμφευόμενοι χειροτονούνταν και επίσκοποι, είχαν
όλα τα δικαιώματα με τους άγαμους επισκόπους, και μπορούσαν να αποκτήσουν
τέκνα.
Όμως περί το τέλος τού Γ΄αιώνα μ.Χ., σημειώθηκε
μεταβολή. Και ο λόγος ήταν ο εξής. Επικρατούσε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η ιδέα
πως οι λειτουργικές πράξεις τών ιερέων είναι αποτελεσματικές, όταν αυτοί
συγκρατούνται και απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις. Η ιδέα αυτή επέδρασε και
επί της εκκλησίας. Στην Ανατολή οι κληρικοί έπρεπε να απέχουν από τις
σεξουαλικές σχέσεις προτού να τελέσουν την Θεία Λειτουργία κατά τις ορισμένες
μέρες. Στη Δύση όμως επειδή τελούνταν καθημερινά η Θεία Λειτουργία, επιβλήθηκε
η πλήρης αποχή και εγκράτεια στην σύνοδο τής Ελβίρας τής Ισπανίας δια του 33ου
κανόνος, με τον οποίο ορίζονταν να απέχουν από τις συζύγους και να μη γεννούν
τέκνα. Η γνώμη ήταν πως η υπηρεσία τού μυστηρίου είναι ασυμβίβαστη προς τις
φυσικές σχέσεις τού γάμου. Ο επίσκοπος
Όσιος Κορδούης θέλησε να επιβάλλει τις γνώμες αυτές και στην Ανατολή
κατά την διάρκεια της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, συνάντησε όμως την αντίδραση του
ασκητή Παφνούτιου, ο οποίος αντέδρασε κατά της ιδέας τής αγαμίας τών κληρικών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννη Ε. Αναστασίου: Εκκλησιαστική
Ιστορία, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1975
2. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
3. Νικόδημου Αγιορείτη:
Πηδάλιο, Εκδόσεις Βασ. ΡηγόπουλουΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου