Ο
Άντολφ φον Χάρνακ (1851 – 1930) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Γερμανούς
Εκκλησιαστικούς ιστορικούς του Προτεσταντισμού. Επηρεασμένος από τον δάσκαλό
του Α. Ρίτσλ παραμέρισε παντελώς την εκκλησιαστική δογματική και υποστήριξε πως
τα εκκλησιαστικά δόγματα, αλλοίωσαν και συσκότισαν την πραγματική ουσία του
Χριστιανισμού, αφού σχηματίσθηκαν εξ επιδράσεως τής αντίληψης περί Μεσσία τής
Παλαιάς Διαθήκης, αλλά κυρίως της ελληνικής φιλοσοφίας...
Στην
πραγματικότητα δηλαδή ο Χάρνακ φρονεί, πως εξαιτίας της ελληνικής φιλοσοφίας
έχουμε ένα εξελληνισμό του Χριστιανισμού, αφού ο Χριστιανισμός αλλοτριώθηκε
υποτασσόμενος σε ελληνικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές κατηγορίες σκέψης και
πράξης, χάνοντας έτσι την γνησιότητά του. Ισχυρίζονταν μάλιστα επί λέξει στις
περίφημες παραδόσεις του περί της “ ουσίας του Χριστιανισμού”, πως το
χριστιανικό δόγμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά “έργο του ελληνικού πνεύματος σε ευαγγελικό έδαφος”.
Βέβαια η συλλογιστική
αυτή του Χάρνακ και όλης της προτεσταντικής θεολογίας είναι δικαιολογημένη και
ευνόητη, αφού βασίζεται στον “χρυσό κανόνα” του Προτεσταντισμού “sola scriptura
(μόνο η Γραφή)”, με τον οποίο η Αγία Γραφή απολυτοποιείται και γίνεται το
αποκλειστικό κριτήριο τής παράδοσης και της ζωής τής Εκκλησίας και την οποία
μπορεί ο κάθε πιστός να ερμηνεύει όπως αυτός επιθυμεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τον
Χάρνακ αλλά και των οπαδών του προτεσταντικού φιλελευθερισμού ο Χριστιανισμός
έστω και τώρα οφείλει να απαλλαγεί από τις επιδράσεις της ελληνικής φιλοσοφίας,
να απαλύνει τον δογματισμό της χριστιανικής παράδοσης και να ανακαλύψει το “απλό
Ευαγγέλιο” και τον ηθικό πυρήνα του, που κήρυξε και αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός.
Όμως η Ορθόδοξη
Θεολογία υποστηρίζει, σε αντίθεση με τον Χάρνακ και τον προτεσταντικό
φιλελευθερισμό, πως το δόγμα τής Εκκλησίας κάθε άλλο παρά αποτελεί καρπό του
ελληνικού πνεύματος, γιατί ήδη βρίσκεται σπερματικά διατυπωμένο, δηλαδή σε
διάφορα σημεία, μέσα στην Αγία Γραφή. Απλώς η ελληνική φιλοσοφία το βοηθάει να
αναπτυχτεί σε επίπεδο μορφής και έκφρασης, αφού κατά το περιεχόμενο του
παρέμεινε πάντα το ίδιο, είτε στο ξεκίνημά του ως σπερματική βιβλική διατύπωση
μέχρι και την πιο αναπτυγμένη εκκλησιαστική μορφή του. Έτσι όταν οι Πατέρες τής
Εκκλησίας χρησιμοποιούν την ελληνική φιλοσοφία στη διατύπωση και διαμόρφωση του
δόγματος δεν αλλοιώνουν και δεν παραχαράσσουν το βιβλικό του περιεχόμενο,
επειδή η διατύπωση αυτή περιορίζεται αυστηρά και μόνο σε επίπεδο μορφολογικό,
δηλαδή σε επίπεδο ορολογίας.
Άλλωστε, κάτι
ανάλογο, παρατηρείται ήδη μέσα στην Αγία Γραφή, όπως λόγου χάρη στο βιβλίο 2
Μακκαβαίων 7:28, όπου γίνεται λόγος για τη δημιουργία του κόσμου “εξ ουκ όντων
(εκ του μηδενός)”: “αξιώ σε, τέκνον,
αναβλέψαντα εις τον ουρανόν και την γην και τα εν αυτοίς πάντα ιδόντα, γνώναι
ότι εξ ουκ όντων εποίησεν
αυτά ο Θεός και το των ανθρώπων γένος ούτως γεγένηται”. Αυτό είναι δάνειο
από την ελληνική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης μιλώντας για τις θεωρίες
που διατύπωσαν ο Ησίοδος και οι άλλοι φιλόσοφοι για τη δημιουργία του κόσμου
γράφει: “Πολλοί δε και έτεροι είναι μεν
ουδέν φασίν, γίγνεσθαι δε πάντα, λέγοντες εξ
ουκ όντων γίνεσθαι τα γενόμενα. Ώστε τούτο μεν δήλον, ότι ενίοις γε
δοκεί και εξ ουκ όντων αν
γενέσθαι.” Αριστοτέλης “Περί Ξενοφάνους” 1.1.14”
Αλλά και ο ευαγγελιστής
Ιωάννης στο ευαγγέλιο του 1:1 “Εν αρχή ήν
ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος”, αποκαλεί τον Υιό
του Θεού “Λόγο”, ορολογία δανεισμένη από την ελληνική φιλοσοφία. Πρώτος που
χρησιμοποίησε την λέξη «Λόγος», ήταν ο προσωκρατικός Έλληνας φιλόσοφος
Ηράκλειτος (535 – 475 π.Χ.). Κατ’ αυτόν «Λόγος» σημαίνει την ομιλία (προφορικός
λόγος), αλλά και την ρυθμιστική αρχή που διέπει το σύνολο τής πραγματικότητας
και συνδέει με σχέσεις αναλογίας τα πάντα. Μετέπειτα οι οπαδοί της «Στοάς»
(στωικοί), αποκαλούν «Λόγο» τον Θεό τους, τον οποίο θεωρούν ως μια απρόσωπη
δύναμη που συνέχει το σύμπαν και είναι πανταχού παρούσα. Οι πλατωνιστές των
Ελληνιστικών χρόνων όπως ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης, ο Πλούταρχος κ.λ.π.
χρησιμοποιούν την ονομασία «Λόγος» για να χαρακτηρίσουν εκείνες τις θείες
δυνάμεις που γεφυρώνουν το οντολογικό χάσμα μεταξύ του υπερβατικού Θεού και του
παχυλού υλικού κόσμου. Τέλος ο Ιουδαίος εκλεκτικός φιλόσοφος Φίλωνας υιοθέτησε
τον όρο στην εβραϊκή φιλοσοφία. Κατ’ αυτόν «Λόγος» είναι η ανώτερη από όλες
εκείνες τις θείες δυνάμεις, με τις οποίες ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης
δημιουργεί τον κόσμο και επικοινωνεί με αυτόν.
Άλλωστε δεν πρέπει
να διαφεύγει της προσοχής μας, πως δεν ήταν οι Πατέρες εκείνοι, οι οποίοι
χρησιμοποίησαν πρώτοι την ελληνική φιλοσοφία στην διδασκαλία τους αλλά οι
αιρετικοί. Οπότε έπρεπε και αυτοί να απαντήσουν με τα ίδια όπλα, στην
προσπάθειά τους να διαφυλάξουν άθικτες και αναλλοίωτες τις αλήθειες του
Ευαγγελίου από τις αιρετικές παραχαράξεις και να παρουσιάσουν – όπως και οι
αιρετικοί –με τα ίδια μορφολογικά φιλοσοφικά στοιχεία, την Ορθόδοξη διδασκαλία.
Αν, επί
παραδείγματι, αναγκάστηκαν για να διασώσουν την Θεότητα του Υιού – Λόγου
(Χριστού), να τον χαρακτηρίσουν “ομοούσιο με τον Πατέρα”, χρησιμοποιώντας έτσι
ένα μη βιβλικό αλλά φιλοσοφικό όρο για τη σχέση Πατέρα και Υιού, αυτό το έκαναν
γιατί πρώτος ο Άρειος χαρακτήρισε τον Υιό “αλλότριο
… και ανόμοιο κατά πάντα τής του Πατρός ουσίας”, παραχαράσσοντας έτσι τη
διδασκαλία τής Αγίας Γραφής για το πρόσωπο του Υιού – Λόγου (Χριστού).
Ουσιαστικά λοιπόν
το Ορθόδοξο δόγμα καθ’ όλες τις φάσεις της ανάπτυξης και διαμόρφωσης του,
διατυπώθηκε από τους Πατέρες τής Εκκλησίας ως απάντηση στην πρόκληση των
αιρέσεων με αποκλειστικό σκοπό την διασφάλιση του αποκεκαλυμμένου βιβλικού
μηνύματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν δεν εμφανίζονταν οι διάφορες αιρέσεις
που απείλησαν την πίστη τής Εκκλησίας, όπως αυτή ήταν διατυπωμένη αρχικά μέσα
στη Βίβλο, οπωσδήποτε δεν θα υπήρχε μια τόσο αναπτυγμένη μορφή στη διατύπωση
του Ορθόδοξου δόγματος. Τότε πράγματι πολύ δύσκολα το δόγμα τής Εκκλησίας θα
μπορούσε να διακριθεί από τη διδασκαλία τής Αγίας Γραφής.
Συνεπώς είναι
λάθος λόγω των μορφολογικών κριτηρίων και της χρήσης τής φιλοσοφικής ορολογίας
και έκφρασης να υποστηρίξουμε πως η Αγία Γραφή αυτονομείται και
αποστασιοποιείται από το Ορθόδοξο δόγμα και τη δογματική θεολογία. Γιατί αν
δεχόμασταν κάτι τέτοιο, τότε και η θεολογική ενότητα που παρατηρείται στα
βιβλία τής Αγίας Γραφής θα τινάζονταν στον αέρα. Επειδή η θεολογική ενότητα τής
Γραφής, δεν στηρίζεται στην εξωτερική μορφή των βιβλίων της, αλλά στο
αποκεκαλυμμένο μήνυμα στην ιστορία της Θείας Οικονομίας. Παρόμοιο λοιπόν
κριτήριο ενότητας πρέπει να αναζητήσουμε μεταξύ Αγίας Γραφής και Ορθόδοξου
δόγματος, που δεν είναι βέβαια η εξωτερική μορφή τους, αλλά αν το θείο μήνυμα
διασώζεται ανόθευτο μέσα στην Εκκλησία.
Άλλωστε – σύμφωνα
με την Ορθόδοξη θεολογία – η ίδια
θεοπνευστία που διακρίνει τα βιβλία τής Αγίας Γραφής, χαρακτηρίζει και
τα συγγράμματα των Πατέρων τής Εκκλησίας. Διότι η θεοπνευστία αυτή δεν ήταν μια
έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που έγινε μόνο στους συγγραφείς τής Αγίας
Γραφής, αλλά είναι μια διαρκής παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα
στην Εκκλησία, έτσι ώστε να καθοδηγεί αδιακρίτως τόσο τους αποστόλους όσο και
τους Πατέρες, δηλαδή ολόκληρη την Εκκλησία, “εις
πάσαν την αλήθειαν”. Ιωάννης 16:13
Το ότι Ορθόδοξο
δόγμα έτσι όπως είναι διατυπωμένο στα συγγράμματα των Πατέρων ή στα σύμβολα και
στους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων, στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου στην Αγία Γραφή,
όχι μόνο στην Καινή αλλά και την Παλαιά Διαθήκη, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Γιατί,
για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τις διάφορες αιρέσεις, οι οποίες στήριζαν τις
διάφορες κακοδοξίες τους στην Γραφή, έπρεπε και αυτοί να απαντήσουν με τα ίδια
όπλα. Και αυτό έπραξαν. Κατέφυγαν στην Βίβλο.
Ανάλογα λοιπόν με
ποια αίρεση αντιμετώπιζαν κάθε φορά, κατάρτιζαν ολόκληρες λίστες με χωρία
(κομμάτια) τής Αγίας Γραφής, πάνω στα οποία θεμελίωναν την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως στηρίζονταν σε μεμονωμένα και ασυνάρτητα βιβλικά
χωρία. Γιατί για τους Πατέρες όχι τα χωρία καθεαυτά αλλά το όλο πνεύμα και η
θεολογία της Γραφής, αποτελούν το υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας τους.
Αν λόγου χάρη αναζητήσει
κάποιος την πηγή και το υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας των Πατέρων, ότι ο
Λόγος (Χριστός) είναι το πρόσωπο των διαφόρων παλαιοδιαθηκικών θεοφανειών και
το κλειδί της ορθής κατανόησης τής Παλαιάς Διαθήκης, θα διαπιστώσει την
καθοριστική σημασία που είχε για τη δογματική αυτή διδασκαλία των Πατέρων, η
Ιωάννεια και η Παύλεια συσχέτιση του προσώπου του Χριστού με ιστορικά γεγονότα
τής Παλαιάς Διαθήκης. Παραθέτουμε τα χωρία για να γίνουμε κατανοητοί.
Αναφερόμενος ο Ιωάννης πως στο όραμα που είδε τον Θεό ο προφήτης Ησαΐας, το
πρόσωπο αυτό ήταν ο Χριστός, γράφει: “αυτά
είπε ο Ησαΐας, όταν είδε την δόξα του και μίλησε γι’ αυτόν” Ιωάννης 12:41.
Ομοίως και ο Παύλος θέλοντας να δείξει πως ο Χριστός ήταν αυτός που βοηθούσε
παντοιοτρόπως τους Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο αναφέρει: “διότι έπιναν από πνευματική πέτρα που τους
ακολουθούσε, η δε πέτρα ήταν ο Χριστός” 1 Κορινθίους 10:4.
Επίσης αν διαβάσει
κανείς τα δογματικά έργα του Μεγάλου Αθανασίου ή του Μεγάλου Βασιλείου,
διαπιστώνει πως οι Πατέρες αυτοί στην προσπάθειά τους να αποδείξουν έναντι των
Αρειανών και των Πνευματομάχων το άκτιστο (αδημιούργητο) της φύσης του Υιού και
του Πνεύματος χρησιμοποιούν μια θεολογική μέθοδο την οποία θεμελιώνουν εξ
ολοκλήρου πάνω στην Αγία Γραφή. Ποια είναι αυτή; Η εξής: Επιστρατεύουν όλα
εκείνα τα χωρία τής Αγίας Γραφής, όπου γίνεται λόγος είτε για τις κοινές
ενέργειες είτε για τα κοινά ονόματα των προσώπων της Αγίας Τριάδας (όπως λ.χ. η
λέξη Πνεύμα που είναι κοινή και στα τρία πρόσωπα) και υποστηρίζουν πως, αφού ο
Υιός και το Πνεύμα έχουν κοινές ενέργειες και κοινά ονόματα με τον Πατέρα, δεν
είναι δυνατό παρά να έχουν και κοινή με αυτόν φύση, δηλαδή άκτιστη
(αδημιούργητη). Έτσι ολόκληρη η δογματική διδασκαλία τους θεμελιώνεται πάνω σ’
ένα ακλόνητο βιβλικό υπόβαθρο.
Αυτή λοιπόν την ενότητα τής βιβλικής,
πατερικής και δογματικής θεολογίας διακηρύσσει με εμφατικό και πανηγυρικό τρόπο
το Συνοδικό της Ορθοδοξίας που
διαβάζεται στους Ναούς την Α΄Κυριακή των Νηστειών: “Οι Προφήτες ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως
παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν … ο Χριστός ως εβράβευσεν˙ούτω
φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν …”
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος Μαρτζέλλος: Ορθόδοξο Δόγμα
και Θεολογικός Προβληματισμός
2. Εγκυκλοπαίδεια των
Θρησκειών
3. Ελληνική Βικιπαίδεια (Wikipedia) ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου