Γράφει ο
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Το αληθές θέμα ολοκλήρου της Αγίας Γραφής
είναι ο Χριστός και η Εκκλησία του και όχι τα έθνη ή αι κοινωνίαι ούτε ο
ουρανός και η γη. Ο παλαιός Ισραήλ απετέλεσε τον “τύπον” του νέου, δηλαδή της
οικουμενικής Εκκλησίας, και όχι κάποιου ιδιαίτερου ή τυχαίου έθνους … Μετά τον
Χριστόν δεν υπάρχει παρά ένα μόνον έθνος, το Χριστιανικόν, το genus Christianum – κατά την αρχαϊκήν έκφρασιν “το τρίτον γένος” (tertium genus) – ήτοι ακριβώς η Εκκλησία,
ο μόνος λαός του Θεού. Ουδεμία άλλη εθνικότης ημπορεί να διεκδικήση πλέον
οιονδήποτε βιβλικήν επίκλησιν. Αι εθνικαί διαφοραί ανήκουν εις την τάξιν της
φύσεως και είναι άσχετοι προς την τάξιν της χάριτος» (Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις σσ. 35 – 36)...
Τον εθνοφυλετισμό – ο οποίος μάλιστα έχει καταδικαστεί από την Ορθοδοξία
με την Μεγάλη Σύνοδο του 1872 ως αίρεση – αυτή τη «γάγγραινα» στο σώμα της
Ορθόδοξης Εκκλησίας καταγγέλλει ο μεγάλος Ρώσος Θεολόγος του 20ου
αιώνα π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, στο παραπάνω κείμενό του, θυμίζοντας πως είναι
διαστροφή του χριστιανικού μηνύματος, όταν κάποια Εθνική Εκκλησία θεωρεί τον
εαυτό της πως είναι κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με τις υπόλοιπες, αφού για τον
Χριστό δεν υπάρχει παρά μόνο ένα έθνος το Χριστιανικό.
Το ίδιο ακριβώς σημειώνει και ο Σέρβος όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, τονίζοντας την οικουμενικότητα και
καθολικότητα της Εκκλησίας η οποία ενώνει όλους τους ανθρώπους στο μυστήριο της
Θείας Ευχαριστίας κάνοντάς τους αδέλφια μεταξύ τους πέρα και πάνω από σύνορα
και έθνη. Στηλιτεύοντας στη συνέχεια τον εθνικισμό των πολλών τοπικών Ορθόδοξων
Εκκλησιών προτείνει στους κληρικούς ανώτερους και κατώτερους να πάψουν να είναι
δούλοι και υπηρέτες του εθνικισμού και να γίνουν αρχιερείς και ιερείς της Μιας,
Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να
πει, πως όποιος δεν υπηρετεί αυτό τον σκοπό δεν είναι από τον Χριστό αλλά από
τον αντίχριστο!
Γνωρίζει άλλωστε ο Σέρβος όσιος την εκκλησιολογική παρεκτροπή που ισχύει
ακόμη και σήμερα στις διάφορες Μητροπόλεις τής ανά τον κόσμο Ορθόδοξης
διασποράς, αφού σε κάθε Μητρόπολη αντί να υπάρχει μόνο ένας επίσκοπος όπως
ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, να υπάρχει πληθώρα Εθνικών Επισκόπων (Έλληνας, Σέρβος,
Βούλγαρος, Ρουμάνος κ.λ.π) που βέβαια ως κρατικοί υπάλληλοι αντί να προωθούν τα
συμφέροντα της Εκκλησίας για την σωτηρία του ανθρώπου, προωθούν τα στενά εθνικά
τους συμφέροντα:
«Η Εκκλησία είναι οικουμενική, καθολική,
θεανθρωπίνη, αιωνία, δια τούτο αποτελεί βλασφημίαν, ασυγχώρητον βλασφημίαν
εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, το να κάμωμεν την Εκκλησία ένα
εθνικόν ίδρυμα (instituto), να την στενεύωμεν μέχρι
των μικρών, πεπερασμένων, χρονικών εθνικών σκοπών και μεθόδων. Ο σκοπός της
είναι υπερεθνικός, οικουμενικός, πανανθρώπινος: να ενώση εν τω Χριστώ όλους
τους ανθρώπους, όλους άνευ εξαιρέσεων εθνικότητος ή φυλής ή κοινωνικού
στρώματος … Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας συνθέτει και ορίζει και αποτελεί
την μέθοδον του Χριστού και το μέσον δια την ένωσιν όλων των ανθρώπων … Εις την
πορείαν των δια μέσου της ιστορίας πολλαί τοπικαί Εκκλησίαι περιωρίζοντο εις
τον εθνικισμόν, εις σκοπούς και μεθόδους εθνικάς. Πολλαί Εκκλησίαι, και μεταξύ αυτών και η ιδική μας …
Είναι πλέον καιρός, είναι η ενδεκάτη ώρα, να παύσουν οι εκκλησιαστικοί μας
αντιπρόσωποι να είναι αποκλειστικά δούλοι του εθνικισμού, και να γίνουν
αρχιερείς και ιερείς της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας …
Κάθε μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι πρόσωπον καθολικόν, πρόσωπον αιώνιον,
και θεανθρώπινον … Είναι του Χριστού και δια τούτο αδελφός όλων των ανθρώπων,
και διάκονος όλων των ανθρώπων και των κτισμάτων. Αυτός είναι ο από Χριστού
δεδομένος σκοπός της Εκκλησίας˙ κάθε άλλος σκοπός δεν είναι από τον Χριστόν
αλλ’ από τον αντίχριστον. Δια να είναι η τοπική μας Εκκλησία, Εκκλησία του
Χριστού, Εκκλησία καθολική, πρέπει να πραγματοποιή συνεχώς αυτόν τον σκοπόν εις
τον λαόν μας» (Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σσ. 55 – 56)
Αλλά και ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Λ. Ψαριανός σε ομιλία
που εκφώνησε ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, κατά τη θεία
Λειτουργία για τα εγκαίνια του Πατριαρχικού μεγάρου στην Αλεξάνδρεια, τον
Νοέμβριο 1971 με τίτλο «Η οικουμενικότης
και η δύναμις της Ορθοδοξίας», θυμίζει στους Ορθόδοξους ποιμένες τα λόγια
του απόστολου Παύλου, κάτι που μάλλον έχουν ξεχάσει; πως «δεν υπάρχει Ιουδαίος ή Έλληνας …» αλλά όλοι είναι ίσοι απέναντι
στο Χριστό:
«Ταύτην, την υπέρ πάντα τόπον και χρόνον, την υπέρ
τα έθνη και τας φυλάς των ανθρώπων, την επέκεινα της Ιστορίας και επί τα τέλη
των αιώνων φέρουσαν ημάς ενότητα και κοινωνίαν, ήτις εκφράζει την θείαν ουσίαν
και την υπερεθνή διάστασιν της Εκκλησίας, οφείλομεν ίνα φυλάξωμεν ο ορθόδοξος
λαός και οι τη Ορθοδοξία διακονούντες ποιμένες. Το “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ
Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι βάρβαρος, Σκύθης … πάντες γαρ
ημείς είς εστε εν Χριστώ” ήλθομεν ήδη επί τον καιρόν, ίνα οι ορθόδοξοι λαοί
κηρύξωμεν πρώτον εις εαυτούς, ως εν τη πρώτη εκείνη ημέρα, ότε ηκούσθη εκ
στόματος του μακαρίου Παύλου εν καθαρά και ειλικρινεί καρδία. Η μία, αγία, καθολική
και αποστολική Εκκλησία αύτη εστίν η επί παν το πρόσωπον της γης Ορθοδοξία, μη
διαιρουμένη, μηδέ διασπωμένη εξ αιτίας τοπικών αποστάσεων ή φυλετικών
διακρίσεων ή εθνικών διενέξεων ή τυχόν άλλων ανθρωπίνων αδυναμιών, αίτινες
εμφιλοχωρούσιν εν τω φιλελευθέρω επισκοπικώ και συνοδικώ συστήματι διοικήσεως
αυτής και λυμαίνονται την ενότητα και την ειρήνην της θείας ταύτης κοινωνίας» (περιοδικό «Σύναξη», σ. 6, τεύχος 100).
Ο Παντελής Καλαϊτζίδης
επικεντρώνεται στα γενεσιουργά αίτια του εθνοφυλετισμού στην Ελλαδική Εκκλησία
και στην ταύτιση έθνους και θρησκείας, που σκοπό είχε να υπηρετήσει την τόσο
καταστροφική όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων «Μεγάλη Ιδέα» του Ελληνισμού. Ο
Ελληνικός λαός είναι πλέον ο νέος περιούσιος λαός του Θεού, που αν τύχει και
χαθεί θα σημάνει την καταστροφή του κόσμου και της Ορθοδοξίας, όπως κατά κόρον
ακούμε ανελλιπώς και αφελώς από τους άμβωνες των ιερών ναών ανά την Ελλαδική
επικράτεια:
«Εκατόν ογδόντα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821
και την αρχή του τέλους της “κενωτικής” περιόδου για την Εκκλησία (όταν η
τελευταία, λόγω εξαιρετικών ιστορικών συνθηκών, εκτρέπεται της κυρίως αποστολής
της και αναλαμβάνει τη διάσωση του έθνους), η Εκκλησία στην Ελλάδα μοιάζει να
μην μπορεί να απαλλαγεί από το σύνδρομο της ταύτισης με το έθνος, αδυνατεί να
δει το έργο της και την εν γένει ιστορική της πορεία ξέχωρα από την πορεία του
έθνους. Φαίνεται να παραμένει μάλιστα ανυποψίαστη για το ότι η ταύτιση με το
έθνος και την εθνική ιδεολογία τής επιβλήθηκε από το κράτος για την εξυπηρέτηση
των δικών του σκοπών (Μεγάλη Ιδέα) που βαθμιαία έγιναν και δικοί της. Έτσι, για
τον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι ένα και το αυτό
(βλ. “Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία”!), τα όρια της Εκκλησίας συγχέονται με τα όρια
του έθνους, ενώ ο ελληνικός λαός θεωρείται ο νέος περιούσιος λαός του Θεού,
καθώς ερμηνεύεται με φυλετικά κριτήρια και ιστορικούς αναχρονισμούς το
“ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου” (Ιω. 12,23) της συνάντησης του
Ιησού με τους Έλληνες. Όσο μάλιστα το ελληνικό εθνικό κράτος κάνει βήματα
προσαρμογής στο διεθνές περιβάλλον και προβαίνει σε κινήσεις κλεφτοπολέμου με
απώτερο σκοπό το διαζύγιο με την Εκκλησία, τόσο η τελευταία αμύνεται και
καταφεύγει στο παρελθόν και στην προσφορά της στους “αγώνες του έθνους”,
προκειμένου να κρατήσει ζωντανή τη συμπόρευση και την αποκλειστική σχέση με το
έθνος. Και όσο το ελληνικό κράτος, ως αποτέλεσμα των ευρύτερων ανακατατάξεων
που οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα,
αποεθνικοποιείται σταδιακά, τόσο η Εκκλησία της Ελλάδος επανεθνικοποιείται όλο
και περισσότερο, νοιώθοντας ανασφαλής και μετέωρη χωρίς την ειδική σχέση με το
κράτος και την αποκλειστική σχέση με το έθνος» (περιοδικό “Σύναξη”, σσ. 59 – 60, τεύχος 79)
Συνεχίζοντας ο Παντελής
Καλαϊτζίδης τονίζει την εκκλησιαστική παρεκτροπή αφού πλέον τα γεγονότα
της θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρώπου εντάσσονται στα Ελλαδικά
μέτρα. Γιορτές σταθμοί στο θείο σχέδιο, ταυτίζονται με σημαντικά Ελλαδικά
γεγονότα και σταθμούς της νεότερης Ιστορίας μας. Έτσι π.χ. η Ανάσταση του
Χριστού με την Ανάσταση του έθνους από τα 400 χρόνια της σκλαβιάς! Ακόμη και τα
ιερά σύμβολα του Χριστιανισμού ταυτίζονται με εθνοφυλετικά σύμβολα και οι
νεομάρτυρες με τους εθνομάρτυρες:
«Στον κατεστημένο εκκλησιαστικό λόγο όμως τα
γεγονότα – σταθμοί της ιστορίας της θείας οικονομίας όχι μόνο δεν εντάσσονται
στην προοπτική υπέρβασης των συνεπειών της αμαρτίας και πραγματοποίησης της
σωτηρίας και της υπέρ τα έθνη ενότητος, αλλά συνδέονται συμβολικά και
φορτίζονται συναισθηματικά με γεγονότα και περιπέτειες του εθνικού μας
πεπρωμένου, στην πραγματοποίηση του οποίου φαίνεται να κατατείνουν … Δεν
υπάρχει δεσποτική ή θεομητορική εορτή, εορτή αγίου ή μάρτυρα που να μην
σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιο σημαντικό εθνικό γεγονός ή με
κάποιον εθνικοπατριωτικό συμβολισμό: ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου με την 25
Μαρτίου 1821˙ η Ανάσταση του Χριστού με την Ανάσταση του έθνους από τα 400
χρόνια της σκλαβιάς˙ η κοίμησις της Θεοτόκου με τη γιορτή των Ενόπλων Δυνάμεων˙
η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού με την επέτειο της Μικρασιατικής καταστροφής˙ η
εορτή της Αγίας Σκέπης με την επέτειο του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου˙ η
εορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ με τη γιορτή της πολεμικής Αεροπορίας˙
η εορτή της αγίας Βαρβάρας με τη γιορτή του πυροβολικού … Σταματάμε εδώ γιατί ο
κατάλογος μοιάζει ατελείωτος … Το τραγικό σε τούτη την ιστορία είναι ότι η
Εκκλησία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτή την τάση (πολλές από
τις “διπλές γιορτές” καθιερώθηκαν πρόσφατα), αλλά μοιάζει να ευνοεί αυτήν την
εξέλιξη πιστεύοντας ίσως πως έτσι βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και
πως ασκεί αποτελεσματικότερη ποιμαντική!
Σύμφωνα με αυτή τη λογική τα ιερά και τα όσια της
πίστης (Θ. Λειτουργία, σύμβολα, εκκλησιαστικές εορτές αγίων και μαρτύρων, άγια
λείψανα κ.λ.π.) θεωρούνται αυτόχρημα ως ιερά και όσια της φυλής. Έτσι ο
Σταυρός, το σύμβολο της μίμησης του σταυρικού ήθους του Χριστού και της
παραίτησης από το εγώ και από κάθε κοσμική ασφάλεια, είναι και θρησκευτικό και
εθνικό σύμβολο˙ οι εθνομάρτυρες συγχέονται συχνά με τους νεομάρτυρες, ενώ οι
περίφημες “διπλές γιορτές” καταλήγουν – κάτω από τον καταιγισμό των
χειροκροτημάτων, του Εθνικού Ύμνου και των βερμπαλιστικών εθνικοπατριωτικών
κηρυγμάτων – σε παρωδία και του έθνους και της Εκκλησίας, με κυρίως χαμένη
βέβαια την εκκλησιαστική διάσταση της εορτής, καθώς δεν καθορίζει αυτή και δεν
εκκλησιοποιεί το εθνικό αλλά καθορίζεται από αυτό. Ο επίσημος εν Ελλάδι
εκκλησιαστικός λόγος δεν κηρύσσει “Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον (Α΄
Κορ. 2,2), “Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν” (Α΄ Κορ. 1,23), αλλά
έναν Χριστό χρήσιμο στην κρατούσα εθνικοθρησκευτική ιδεολογία. Επόμενο είναι
πολύ συχνά το εκκλησιαστικό κήρυγμα να θυμίζει περισσότερο μάθημα
“πατριδολογίας”, όπως έλεγε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης
Διονύσιος Λ. Ψαριανός, παρά να αναγγέλλει το ευαγγέλιο της σωτηρίας» (περιοδικό “Σύναξη”, σσ. 62 – 63, τεύχος 79)
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
κάνει μια σπουδαία επισήμανση. Πως η τοπικότητα της Εκκλησίας δεν είναι κατ’
ανάγκη κακή αφού η αποκάλυψη του Θεού τελείται σε ιστορικό χώρο και σε
χειροπιαστούς τόπους, θυμίζοντας την σάρκωση του Χριστού στον Ιουδαϊκό χώρο. Όταν
όμως η τοπικότητα αποκτά την πεποίθηση αυτάρκειας και απεμπολεί την
οικουμενικότητα του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας τότε εκτρέπεται σε
εθνοκεντρικό Χριστιανισμό:
«Η συνάντηση Θεού και ανθρώπου ούτε σε εξωγήινο
χώρο πραγματοποιείται, ούτε και αξιώνει από τους πιστούς να δραπετεύσουν από το
χρόνο. Και η αποκάλυψη του Θεού και η οικοδόμηση της Εκκλησίας λαμβάνουν χώρο
μέσα στον ιστορικό χώρο και σε χειροπιαστούς τόπους. Η τοπικότητα είναι
σημαντικό στοιχείο της Εκκλησίας και δεν είναι τυχαίο ότι κάθε τοπικής
ευχαριστιακής συνάξεως προΐσταται επίσκοπος, ότι όλοι οι επίσκοποι είναι
ομόβαθμοι και δεν υπάρχει ένας σούπερ επίσκοπος με παγκόσμια δικαιοδοσία.
Ωστόσο υπάρχει μια ένταση (και, πολύ συχνά,
αντίθεση) μεταξύ τοπικότητας και παγκοσμιότητας. Αυτή η ένταση μπορεί να
αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά υπό το φως του αντινομικού μυστηρίου της σάρκωσης,
παρ’ όλο που δεν πρόκειται να λυθεί οριστικά όσο ακόμη η ιστορία προχωρεί και η
Βασιλεία εκκρεμεί.
Ο Χριστός σαρκώθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο έθνος,
έζησε τον πολιτισμό του, μίλησε τη γλώσσα του, άσκησε ένα από τα επαγγέλματά
του κ.λ.π. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν διαστάσεις της ανθρώπινης
πραγματικότητας, η οποία προσλήφθηκε από τον Υιό. Αν τυχόν αυτά τα συγκεκριμένα
στοιχεία τοπικότητας αφαιρεθούν, αυτό που απομένει μπορεί σίγουρα να είναι
φάντασμα, όχι όμως σαρκωμένος Θεός. Με άλλα λόγια, η τοπικότητα εγγυάται το πραγματικό
και το συγκεκριμένο.
Ταυτόχρονα, όμως, η τοπικότητα εκ φύσεως εγκυμονεί
έναν κίνδυνο, στον οποίο έχουμε αναφερθεί και αλλού: την πεποίθηση αυτάρκειας.
Για τούτο είναι εκκλησιαστικώς νόμιμη μόνο όταν συνυφαίνεται με την οικουμενικότητα.
Μια τοπική εκκλησία που είτε θα θεωρήσει τον εαυτό της κατά κάποιον τρόπο
«περισσότερο εκκλησία» από άλλες, ή θα υποτιμήσει την ευχαριστιακή και τη
συνοδική κοινωνία της με τις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες, μπορεί να καταντήσει
γκέττο. Κοντολογίς, η ιστορική σάρκα του Χριστού, την οποία υφαίνει το Πνεύμα,
δεν θα πρέπει να καταλήγει σε φυλακή του Χριστού.
Αυτό σημαίνει, συν τοις άλλοις ότι η καθολικότητα
δεν υπάρχει με έναν αυτόματο τρόπο. Το εκκλησιαστικό σώμα χρειάζεται να
συγκροτείται, να αναπνέει και να πράττει με τον τρόπο της καθολικότητας, ώστε η
καθολικότητα να είναι όντως χαρακτηριστικό του. Δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι,
επειδή αποτελούμε εκκλησία, είμαστε όντως εκκλησία. Έτσι, λοιπόν, η
καθολικότητα εξατμίζεται αν οι χριστιανοί, συν τοις άλλοις, μείνουν αδιάφοροι προς
την προοπτική της συμμετοχής όλων των εθνών και πολιτισμών στο γεγονός της
Εκκλησίας.
Μία από τις ψηλαφητές απειλές κατά της
καθολικότητας είναι ο εθνικισμός, ένας χρόνιος πλέον καρκίνος στα σπλάχνα των
Ορθόδοξων Εκκλησιών. Ο εθνοκεντρικός Χριστιανισμός είτε απορρίπτει την έννοια
της ιεραποστολής, είτε ασκεί την ιεραποστολή σαν αυτή να ανήκει στη δικαιοδοσία
ενός εκκλησιαστικού Υπουργείου Εξωτερικών ή Υπουργείου Εμπορίου!
Ως γνωστό, η πιο παραπλανητική ίσως διατύπωση είναι
η χρήση του κτητικού «του/της» (όταν αυτή προσδίδει χροιά ιδιοκτησίας ή
προϊόντος ) στις επίσημες ονομασίες πολλών τοπικών εκκλησιών μας.
Εκκλησιολογικά δεν μπορεί να υπάρχει «η εκκλησία των Αθηνών», παρά μόνο η «εν
Αθήναις εκκλησία του Θεού» (Βλ. Α΄ Κορ. 1:2, Β΄ Κορ. 1:1, Γαλ. 1:2, Εφεσ. 1:1).
Το ζητούμενο είναι η γέννηση και ανάπτυξη πραγματικής τοπικής εκκλησίας, κι όχι
η ίδρυση παραρτήματος στο στυλ παραρτημάτων των πολυεθνικών εταιριών. Η
ιεραποστολή αναμφίβολα δημιουργεί προκεχωρημένα φυλάκια. Φυλάκια όμως της
Βασιλείας.» («Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται», σσ. 84 – 87)
Ως κατακλείδα όλων των παραπάνω που αναφέρθηκαν, πιστεύοντας πως πιθανόν
να γίνουν αιτία για νηφάλια σκέψη και προβληματισμό σε κάθε πιστό μακριά από
φανατισμούς και μισαλλοδοξίες κλείνουμε με την απόφαση που πήρε η Μεγάλη Σύνοδος του 1872 για τον εθνοφυλετισμό:
«Αποκηρύσσουμε, μεμφόμαστε και καταδικάζουμε το
φυλετισμό, δηλαδή τη διάκριση μεταξύ φυλών, τα εθνικά μίση, τις εθνικές
εχθρότητες και διχόνοιες μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, ως αντίθετες προς τη
διδασκαλία του Ευαγγελίου και προς τους ιερούς κανόνες των μακαρίων πατέρων
μας, που “στηρίζουν την αγία Εκκλησία και ολόκληρη τη Χριστιανική οικουμένη,
την κοσμούν και την οδηγούν στη θεία αγιότητα”»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου: Η Εκκλησία γίνεται όταν
ανοίγεται, Εκδόσεις «Εν πλω»
Περιοδικό “Σύναξη”, τεύχος 79
Περιοδικό “Σύναξη”, τεύχος 100ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
1 σχόλιο:
Διαχρονικό και επίκαιρο. Ορίζει και διαχωρίζει την τοπικότητα και την παγκοσμιότητα στην Εκκλησία, με σαφή τρόπο. Πολύ καλό Χρήστο.
Δημοσίευση σχολίου