Μερικές
δεκαετίες μετά το Σχίσμα (1054) μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, ο
παπισμός καθίσταται η μοναδική κοσμική και θρησκευτική δύναμη της Ευρώπης, αφού
καταφέρνει μετά από πολύχρονους αγώνες να επικρατήσει των κοσμικών ηγεμόνων και
αυτοκρατόρων. Μέσα λοιπόν στο γενικό πνεύμα της εξυψώσεως του παπισμού και του
κλήρου, αναπτύσσεται και η θεία λατρεία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας...
Καθορίσθηκε
λοιπόν πως η χάρη του Θεού δεν έρχεται αδιάκριτα στους ανθρώπους αλλά
αποκλειστικά και μόνο μέσω των μυστηρίων της εκκλησίας. Αυτά διακρίθηκαν από
τις υπόλοιπες μυστηριακές πράξεις τις αποκαλούμενες sacramentalia και καθορίστηκε ο αριθμός του σε επτά από τον Πέτρο τον Λομβάρδο (1164). Αν και η γνώμη αυτή περί
του αριθμού των μυστηρίων επικράτησε χωρίς να προβληθεί κάποια αντίρρηση επ’
αυτού, έγινε και επίσημη θέση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας από την σύνοδο της
Φλωρεντίας το 1439. Σύμφωνα με αυτή, κάθε μυστήριο αποτελείται από δύο στοιχεία
τα οποία καθορίζονται με αριστοτελικούς όρους δηλαδή από το είδος και την ύλη
καθώς επίσης και με τα λόγια της επίκλησης της θείας χάρης. Όταν οι όροι αυτοί
εκπληρώνονται, το μυστήριο φέρει την χάρη κατά την αποδοχή του, αυτό που στη
Δυτική εκκλησία αποκαλείται ex opere operato.
Όταν
τελούνταν η Θεία Ευχαριστία η
αναγνωρισμένη θεωρία περί της παρουσίας του Χριστού σ’ αυτή, ήταν η διδαχθείσα
από το πρώτο μισό του ΙΒ΄αιώνα που ονομάζονταν μετουσίωση (transubstantiatio). H θεωρία αυτή έγινε δεκτή ως δόγμα από την
ΙΒ΄οικουμενική σύνοδο του Λατερανού (1215). Σύμφωνα με αυτή, όταν απαγγέλλονται
τα λόγια της καθοσιώσεως από τον ιερέα, τότε ενώ οι “ιδιότητες” (σχήμα, γεύση
κ.λ.π.) παραμένουν αμετάβλητες, η “ουσία” μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα του
Κυρίου. Επίσης έγινε δεκτή και η γνώμη του μεγάλου δογματικού της Δυτικής
εκκλησίας Θωμά Ακινάτη, πως ολόκληρο το σώμα του Κυρίου περιέχεται και στα δύο
στοιχεία δηλαδή το ψωμί και το κρασί. Αυτό συνέβη, επειδή οι λαϊκοί
μεταλάβαιναν μόνο από το ψωμί. Απέφευγαν να μεταλαμβάνουν από το αγιασμένο
κρασί από φόβο μήπως αυτό βεβηλωθεί επειδή πιθανόν να χυθεί από το στόμα. Λόγω
αυτού του φόβου προήλθε και η χρήση της γνωστής “όστιας” (ένας μικρός πλακέ
στρογγυλός δίσκος από άζυμο ψωμί) αντί για τεμάχιο ψωμιού. Μεσούντος του
ΙΓ΄αιώνα, επικράτησε οι λαϊκοί να μεταλαμβάνουν μόνο από το ψωμί. Επίσης,
εξαιτίας του ίδιου φόβου επικράτησε κατά τον ΙΒ΄και ΙΓ΄αιώνα, να αποκλείονται
τα νήπια από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η μεσαιωνική ευσέβεια και
λατρεία έφθασε στο υψηλότερο σημείο της όσον αφορά το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας, γι’ αυτό και σε ορισμένο σημείο της λειτουργίας υψώνονταν από τον
ιερέα στο ναό η αγιασμένη όστια και ο λαός την προσκυνούσε γονατίζοντας.
Συνήθεια η οποία καθορίσθηκε και επίσημα πλέον το 1217 από τον πάπα Ονώριο Γ΄.
Το
βάπτισμα επίσης λαμβάνει διαφορετική
μορφή, αφού δεν τελείται πλέον δια καταδύσεως στο νερό αλλά δια ραντισμού. Το
μυστήριο του χρίσματος χωρίστηκε από
το βάπτισμα και τελούνταν μόνο από τον επίσκοπο στα παιδιά ηλικίας 10 – 12
ετών, οπότε τους έδιναν και για πρώτη φορά τη θεία κοινωνία, ισχυριζόμενοι πως
ο άνθρωπος πρέπει να αντιλαμβάνεται την δωρεά του αγίου Πνεύματος που λαμβάνει.
Ως προς το μυστήριο του Ευχελαίου,
αυτό θεωρήθηκε σαν τελευταίο εφόδιο της μέλλουσας ζωής για τον άνθρωπο, γι’ αυτό
και δίδονταν μόνο στους ετοιμοθάνατους.
Το
μυστήριο της Εξομολόγησης ήταν από τα
κυριότερα και πιο σπουδαία από τα μυστήρια, γιατί η μετάνοια θεωρήθηκε πως έχει
πρωταρχική σημασία για τον άνθρωπο, και τούτο διότι η μεσαιωνική σκέψη θεωρούσε
τη θρησκευτική ζωή του ανθρώπου συγκεντρωμένη σε δύο σημεία, την χάρη και την
αρετή. Συνεπώς η μετάνοια ήταν απαραίτητη για την συγχώρεση των αμαρτιών μετά
το βάπτισμα. Θεωρούσαν την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό σαν μια δοσοληψία
χρέωσης και πίστωσης, μιας πίστωσης όμως, που είχε βάση τη χάρη του Θεού. Οι
Σχολαστικοί Θεολόγοι επεξεργάσθηκαν θεολογικά τις λαϊκές αυτές αντιλήψεις και
δοξασίες. Η σύνοδος του Λατερανού (1215) συνέστησε στους λαϊκούς να
εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Έτσι η Εξομολόγηση απέβη νόμος
και ο αριθμός των θανάσιμων αμαρτημάτων αυξήθηκε. Ο Θεός αν και συγχωρεί αυτόν
που μετανοεί και χαρίζει την αποφυγή της αιώνιας τιμωρίας, εν τούτοις οι
προσωρινές ποινές παραμένουν ως αποτέλεσμα της αμαρτίας. Οι προσωρινές αυτές
τιμωρίες ικανοποιούν τον Θεό για τα ανθρώπινα αμαρτήματα και καθιστούν τον
άνθρωπο ικανό να αποφεύγει την αμαρτία, επειδή είναι “καρποί μετανοίας”. Ο
ιερέας επιβάλλει τις “ικανοποιήσεις” αυτές, οι οποίες αν δεν είναι αρκετές σ’
αυτή τη ζωή δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού θα συμπληρωθούν στο καθαρτήριο πυρ της μέλλουσας. Έτσι όταν ο αμαρτωλός έδειχνε λύπη
για την αμαρτία, εξομολογούνταν και ήταν πρόθυμος να δώσει ικανοποίηση, ο
ιερέας τον συγχωρούσε. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι κληρικοί εξασκούσαν έλεγχο πάνω
στους λαϊκούς, γιατί χωρίς συγχώρεση από τον ιερέα κανείς πιστός που ήταν
ένοχος θανάσιμου αμαρτήματος μπορούσε να πετύχει την σωτηρία του.
Τώρα,
όσον αφορά την ιδέα των “ικανοποιήσεων” ή των “τιμωριών” αυτών, οι οποίες
επιβάλλονταν σ’ αυτούς που μετάνιωναν, παρατηρήθηκαν διάφορες μεταβολές. Διότι
υπήρχε η δυνατότητα να επιτευχτεί απαλλαγή μερικώς ή ολικώς των προσωρινών
αυτών τιμωριών. Αυτή ονομάστηκε “indulgentia” δηλαδή άφεση,
και επισκίασε με την πάροδο του χρόνου την συγχώρεση των αμαρτιών, που ήταν και
το ουσιωδέστερο σημείο. Σαν αντιστάθμισμα της απαλλαγής από τις τιμωρίες αυτές,
μπορούσε να θεωρηθεί η υπερβολική λύπη που ένιωθε ο πιστός για το αμάρτημα που
είχε διαπράξει, η δωρεά γαιών στη μονή ή την εκκλησία καθώς επίσης και η
συμμετοχή στις σταυροφορίες. Οι πάπες και οι επίσκοποι έδιναν αφέσεις και με
πιο εύκολους όρους, όπως αποδημίες σε ιερούς τόπους, συνεισφορά διά καλών έργων,
λόγου χάρη ανέγερση ναού. Οι οικονομικές δυνατότητες των αφέσεων, έγιναν από
πολύ νωρίς αντιληπτές γι’ αυτό και υπήρξε και ανάλογη εκμετάλλευση. Εφόσον οι “προσωρινές”
ποινές περιλάμβαναν και αυτές που επιβάλλονταν στο καθαρτήριο πυρ τής μετά
θάνατον ζωής, η αξία της άφεσης ήταν τεράστια και η τάση να υποκαταστήσει αυτή,
την πραγματική μετάνοια αρκετά ισχυρή, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κλίνουν
σφοδρά υπέρ αυτής. Μάλιστα είχε σχηματιστεί και η πίστη, πως ήταν δυνατόν να
σωθούν από τις ποινές του καθαρτήριου πυρός και αυτοί που είχαν πεθάνει.
Μεγάλοι
δε θεολόγοι της Δυτικής εκκλησίας όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης και πριν απ’ αυτόν ο
Αλέξανδρος του Hales και ο Ούγος του
Σαιντ Σαιρ, έδωσαν στις ιδέες αυτές θεολογική ερμηνεία. Κατ’ αυτούς οι αγαθές
πράξεις του Χριστού και των αγίων που περισσεύουν σχηματίζουν ένα θησαυρό καλών
έργων από τον οποίο ένα μέρος μπορεί να μεταβιβαστεί διά της εξουσίας που κατέχει
η εκκλησία, και η οποία ενεργείται από τους αξιωματούχους αυτής και ιδιαίτερα
διά του πάπα, στον έχοντα ανάγκη τούτων αμαρτωλό άνθρωπο. Αυτά μπορούν να
ωφελήσουν τους πραγματικά μετανοούντες και να άρουν τις τιμωρίες και στην
παρούσα ζωή ή στο καθαρτήριο πυρ. Προς άρση παρεξηγήσεως, πρέπει να τονιστεί,
πως η άφεση δεν ήταν άδεια για την διάπραξη αμαρτημάτων. Μπορεί η εκκλησία να
χορηγούσε τα συγχωροχάρτια, έγγραφα δηλαδή στα οποία δηλώνονταν πως αφέθηκαν οι
τιμωρίες στην παρούσα ζωή ή στο καθαρτήριο πυρ, η άφεση όμως των αμαρτιών
παρέχονταν από τον εξομολόγο βάσει του συγχωροχαρτίου. Από την εποχή του πάπα
Βονιφάτιου Η΄στον τόπο της πώλησης των συγχωροχαρτίων παρευρίσκονταν και
εξομολόγος, ο οποίος έδινε την άφεση των αμαρτιών. Προϊόντος του χρόνου τονίζονταν
μόνο η ανάγκη απόκτησης του συγχωροχαρτίου και παραμελήθηκε εντελώς το ουσιώδες
στοιχείο, δηλαδή η άφεση των αμαρτιών, γι’ αυτό το λόγο άλλωστε επικράτησε η
αντίληψη στο λαό, πως με την αγορά των συγχωροχαρτίων εξαγοράζονταν οι ποινές
και η συγχώρηση των αμαρτιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιωάννης Ε. Αναστασίου:
Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Β΄, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1969ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου