«Γεροντικό» ή «Λειμωνάριο»
ή «Πατερικό» ή «Αποφθέγματα αγίων γερόντων» ή «Βίβλος
των αγίων γερόντων, ο λεγόμενος Παράδεισος» ή «Βίβλος περιέχουσα αποφθέγματα, διηγήσεις τε και πράξεις αγίων και
μεγάλων γερόντων» ονομάζεται μια ανώνυμη συλλογή, η οποία περιέχει ρήματα
(= λόγια) και κατορθώματα διαφόρων αναχωρητών και ασκητών της
Αιγύπτου κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα. Η ονομασία είναι
συμβολική, γιατί το βιβλίο παρομοιάζεται με περιβόλι που είναι γεμάτο από
μυρωμένα άνθη...
Η
συλλογή αυτή έχει διασωθεί μέχρι σήμερα σε διάφορες παραλλαγές και διασκευές.
Οι πρώτοι συλλογείς των Αποφθεγμάτων αυτών ήσαν προφανώς μαθητές των μεγάλων
γερόντων της ερήμου, Αντωνίου του Μεγάλου, Αμμωνά, Αρσένιου, Αγάθωνα, Αμμούν
του Νιτριώτη, Βενιαμίν, Βησσαρίωνα, Δανιήλ, Δουλά, Παμβώ, Ποιμένος κ.λ.π., οι
οποίοι μας διέσωσαν την διδασκαλία τους για την εν Χριστώ ζωή και για τη
μοναχική πολιτεία.
Είναι
βέβαιο πως τα Αποφθέγματα, μας προσφέρουν σήμερα, χωρίς καμιά απολύτως
λογοτεχνική παρέμβαση μια εικόνα της ζωής των Αιγυπτίων ασκητών. Η απλότητα της
γλώσσας, η αφέλεια του ύφους και το απέρριτο της σύνθεσης είναι τα κύρια
χαρακτηριστικά τους. Περιέχουν βέβαια παραδοξολογίες, υπερβολές και κάποιες
αινιγματικές εκφράσεις, περιέχουν όμως και την διδασκαλία περί «πράξεως και
θεωρίας» των αγίων ανδρών της ερήμου.
Κατά
τους μεταγενέστερους χρόνους (13ος μ.Χ. αιώνας), κάθε μονή φρόντιζε
να έχει το δικό της «Γεροντικό». Στις ιστορίες που παραθέτουμε έχει κρατηθεί η
ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτότυπου κειμένου.
Ακολουθούν οι δύο διδακτικές
ιστοριούλες του «Γεροντικού»
Βασάνιζαν
κάποτε, για πολύ καιρό, οι λογισμοί του τον Αββά Γελάσιο να φύγη από το κελλί
του και να πάη να μείνη πολύ βαθειά στην έρημο. Αφού είδε, πως, μ’ όλη τη
γενναία αντίστασι , δεν υποχωρούσαν, είπε ένα βράδυ στο μαθητή του:
– Ό,τι κι’ αν με ιδής να κάνω αύριο, μη
παραξενευτής, ούτε να μου μιλήσης καθόλου.
Την
άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδί του κι’ άρχισε να πηγαίνη πέρα – δώθε
μέσα στην μικρή αυλή του. Σαν κουραζόταν, καθόταν λίγο και πάλι άρχιζε το
περπάτημα. Αυτό έγινε ολόκληρη την ημέρα. Σαν βράδυασε, είπε στον λογισμό του:
– Όποιος περπατεί στην έρημο, δεν τρώγει
ψωμί, χορταίνει με αγριόχορτα. Εσύ όμως, που είσαι γέρος και ασθενικός, φάγε
λίγα λάχανα.
Έκοψε
μερικά λαχανόφυλλα, που είχε στο μικρό του περιβόλι, κι’ αφού τα έφαγε, είπε
πάλι στον εαυτό του:
– Βαθειά στην έρημο δε βρίσκεις στέγη.
Έτσι
ξάπλωσε καταγής, έξω από το κελλί του και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, καθώς και
την τρίτη, έκανε τα ίδια. Μα τόσο πολύ κουράστηκε, που έχασε τελείως τις
δυνάμεις του. Τότε είπε αυστηρά στον εαυτό του, επιτιμώντας το λογισμό που τον
βασάνιζε:
– Αφού δεν έχεις δύναμι να κάνης τα έργα
της ερήμου, τι ζητάς αναχώρησι; Κάθισε υπομενετικά στο κελλί σου και κλαίγε τις
αμαρτίες σου, για να σωθής.
***
Πηγαίνοντας
κάποτε να επισκεφθή μια σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο
φορτωμένο μ’ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνη κι’ εκείνος προς τα εκεί.
– Για πού; τον ρώτησε ο Όσιος.
– Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς,
αποκρίθηκε με αναίδεια εκείνος.
– Και τι είναι αυτά που κουβαλάς μαζί
σου;
– Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.
– Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.
– Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το
ένα, έχω άλλο έτοιμο κι’ αν δεν τους αρέση κι’ αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ’
όλα θα είναι του γούστου τους.
– Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε;
ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.
– Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήση ο διάβολος.
Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι’ ένα καλό φίλο.
– Πως ονομάζεται; ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο
Όσιος.
– Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και
τράβηξε βιαστικός το δρόμο του.
Συλλογισμένος
από όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή
υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέση στην καλύβα του. Ο Όσιος
όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήση. Σαν έφτασαν στο
κελλί του, τον ρώτησε πως περνούσε.
– Καλά με την ευχή σου, Αββά, αποκρίθηκε
εκείνος.
– Δεν σε πειράζουν οι λογισμοί;
Ο
Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώση στον Όσιο πως δεχόταν ακάθαρτους
λογισμούς.
– Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να
φανή αδιάφορος.
– Αχ, αδελφέ μου! Αναστέναξε βαθειά ο
Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια ασκητής και γερασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς
λογισμούς κι’ ας με τιμούν οι άνθρωποι.
Ο
Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του
πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε πως ν’ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς
κι’ αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίση στο κελλί του. Στο
δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.
– Τι νέα; τον ρώτησε ο Αββάς.
– Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι
οι μοναχοί μού εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι’ αυτό κι’ εγώ
ωρκίστηκα να τους αφήσω πολύ καιρό απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν
πρώτα.
Έφριξε
ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να
προφυλάει απ’ αυτή το ποίμνιό Του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Θρησκευτική και
Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ)
2. Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
3. «Γεροντικό», Θεοδώρας Χαμπάκη, ηγουμένης Ι. Μονής
Οσίου Θεοδοσίου ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου