«Θα σε ελευθερώσω από τον λαό αυτό και από τους Εθνικούς, στους οποίους εγώ σε στέλνω για να ανοίξεις τα μάτια τους ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του Σατανά στο Θεό, για να λάβουν διά της πίστεως σε μένα άφεση αμαρτιών και μερίδα μεταξύ εκείνων που ο Θεός έκανε δικούς του». Τα λόγια αυτά του Χριστού που είναι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων κεφάλαιο 26, στίχοι 17 – 18, σηματοδοτούν την ανάθεση στον Παύλο του ιεραποστολικού έργου του, δηλαδή να φέρει κοντά στο Χριστό εκτός των Ιουδαίων και τους Εθνικούς (=ειδωλολάτρες) του τότε Ελληνορωμαϊκού κόσμου...
Και εδώ μπαίνουν τα εξής ερωτήματα. Ήταν άραγε έτοιμος ο Παύλος να φέρει εις πέρας το έργο αυτό, είχε τα απαραίτητα εφόδια να κάνει κατανοητό και αποδεκτό από τους Εθνικούς το κήρυγμα του Χριστού οι οποίοι είχαν τελείως διαφορετική θέαση των πραγμάτων του κόσμου από τους Ιουδαίους; Πόσο άραγε είχε επηρεάσει τον Παύλο ο ελληνισμός και η ελληνική πνευματική παράδοση; Ας ξετυλίξουμε λοιπόν κάποια σημεία από το κουβάρι της ζωής του Παύλου για να βρούμε απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.
Ο Παύλος γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ταρσό της Κιλικίας, πόλη όχι άσημη σύμφωνα και με τον ίδιο: «Εγώ είμαι Ιουδαίος από την Ταρσό της Κιλικίας, πολίτης όχι ασήμου πόλεως» Πράξεις των Αποστόλων 21:39· στην πόλη αυτή είχε διεισδύσει βαθύτατα η ελληνική παιδεία. Σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα [1], η Ταρσός ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων, ένας από τους οποίους ήταν ο Αθηνόδωρος [2], τη δε εποχή του Παύλου υπερείχε στην ελληνική παιδεία και από την Αθήνα αλλά και από την Αλεξάνδρεια. Αν και υπάρχει το ερώτημα μεταξύ των ερευνητών, κατά πόσο έζησε τη νεότητά του στην Ταρσό ή στα Ιεροσόλυμα, η εξοικείωση που φαίνεται να έχει με την ελληνική παιδεία και προπαντός ο χειρισμός της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούν, ότι οπωσδήποτε, μεγάλο μέρος της νεότητάς του έζησε σε επαφή με την ελληνική παιδεία.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως βάση και επίκεντρο για την διαπαιδαγώγησή του υπήρξε, όπως άλλωστε και για όλους τους νέους των ιουδαϊκών παροικιών, η Συναγωγή με τη διδασκαλία του Νόμου και της ιουδαϊκής ευσέβειας. Αλλά και δεν πρέπει να λησμονούμε επίσης, ότι όχι μόνο στην εβραϊκή διασπορά, αλλά και στην ίδια την Παλαιστίνη, η ελληνική παιδεία είχε διεισδύσει στον ιουδαϊσμό και στον ιουδαϊκό τρόπο ζωής. Το ότι ο Παύλος γνώριζε την Παλαιά Διαθήκη και την χρησιμοποιούσε στις επιστολές του από την ελληνική μετάφραση των εβδομήκοντα, είναι στην περίπτωση αυτή σημαντικό.
Γενικά αξίζει να αναφέρουμε, πως πολύ λίγοι ελληνιστές Ιουδαίοι, ακόμη και εκείνοι, των οποίων γνωρίζουμε χωρίς καμιά αμφιβολία την ελληνική παιδεία, όπως ο φιλόσοφος Φίλων ο Αλεξανδρεύς [3] ή ο ιστορικός Ιώσηπος [4], μπορούν να αναμετρηθούν με τον Παύλο, στη χάρη αλλά και στη δύναμη με την οποία χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα. Αναφέρει και χρησιμοποιεί ορθά αλληγορίες και τύπους παρμένους από ονόματα, μια μέθοδος καθαρά ελληνική όπως το «αυτά είναι αλληγορικά. Οι δυο αυτές γυναίκες είναι οι δύο διαθήκες, η μία η οποία προήλθε από το όρος Σινά και γεννά παιδιά για δουλεία· αυτή είναι η Άγαρ – γιατί η λέξη Άγαρ σημαίνει το όρος Σινά στην Αραβία – αντιστοιχεί δε στη σημερινή Ιερουσαλήμ, η οποία είναι δούλη με τα παιδιά της» Γαλάτες 4:24 – 25.
Και αν ακόμη εξαιρέσουμε ως μη Παύλεια τα χωρία με την περίφημη φράση της ομιλίας του στον Άρειο Πάγο «διότι μέσα σε Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε» Πράξεις των Αποστόλων 17:28, που απαντάτε στον Επιμενίδη [5] και στον στωικό φιλόσοφο Κλεάνθη [6], καθώς και το χωρίο «είπε κάποιος απ’ αυτούς, δικός τους προφήτης: “οι Κρήτες είναι πάντοτε ψεύτες, κακά θηρία, λαίμαργοι, οκνηροί”» Τίτος 1:12, που αναφέρεται προφανώς στον Επιμενίδη ή στον Καλλίμαχο [7], παραμένει σαν δείγμα κάποιας γνώσης των Ελλήνων ποιητών από τον Παύλο – άμεσης ή έμμεσης δεν είναι σαφές – το χωρίο με την παράθεση του στίχου «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» 1 Κορινθίους 15:33, που απαντά στον Μένανδρο [8] και τον Ευριπίδη [9].
Με τον ίδιο τρόπο ο Παύλος, δανείζεται με ευχέρεια όρους που χρησιμοποιούνται στα ελληνικά γράμματα, όπως λόγου χάρη «το καλό» ως συνώνυμο του «αγαθού»: «διότι γνωρίζω πως δεν κατοικεί τίποτε αγαθό μέσα μου, δηλαδή στη σάρκα μου· απόδειξη είναι πως εγώ θέλω να κάνω το καλό, δεν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη» Ρωμαίους 7:18· δανείζεται επίσης διακρίσεις όπως «πνευματικός – ψυχικός – σαρκικός»: «διότι γνωρίζουμε πως ο νόμος είναι πνευματικός· εγώ δε είμαι σαρκικός, πουλημένος στην αμαρτία» Ρωμαίους 7:14 – 15· χρησιμοποιεί και όρους που προϋποθέτουν ακριβείς ψυχολογικές θεωρήσεις, χαρακτηριστικές της ελληνικής και όχι τόσο της εβραϊκής σκέψης όπως ο όρος «συνείδησις»: «… συγχρόνως μαρτυρεί και η συνείδησή τους» Ρωμαίους 2:15.
Δείχνει οικειότητα με ιδέες στωικές, που τις προβάλλει μάλιστα ως χριστιανικές αρετές όπως ο όρος «αρετή»: «τέλος, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα αγαπητά, όσα έχουν καλή φήμη, οιαδήποτε αρετή ή οιοσδήποτε έπαινος, αυτά να σκέπτεστε» Φιλιππησίους 4:8, και ειδικότερα τον όρο «αυτάρκεια»: «δεν εννοώ ότι στερούμε, διότι εγώ έμαθα να είμαι αυτάρκης» Φιλιππησίους 4:11. Την ίδια οικειότητα δείχνει και στον όρο «απερισπάστως» που απαντά συχνά στους σκεπτικούς φιλοσόφους και τον Επίκτητο [10]: «αυτό σας το λέω για το δικό σας συμφέρον, όχι για να σας βάλω θηλιά, αλλά για να δείξετε καλή συμπεριφορά και να μείνετε στερεοί στον Κύριο, απερισπάστως» 1 Κορινθίους 7:35.
Καταφεύγει στη λέξη «φύση» σαν δάσκαλο τού σωστού που πρέπει να εφαρμόζει ο πιστός: «και αυτή η φύση δεν σας διδάσκει πως αν ο άνδρας έχει μακριά μαλλιά, δεν είναι τιμητικό γι’ αυτόν, ενώ αν η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά, αυτό είναι δόξα γι’ αυτήν;» 1 Κορινθίους 11:14. Δεν διστάζει να δανείζεται και ευρύτερα κοσμοθεωρητικά σχήματα από την ελληνική φιλοσοφία, όπως οι αντιπαραβολές τού ιδεατού και του εμπειρικού κόσμου, των «όντων» και των «μη όντων», της «σάρκας» και του «πνεύματος» κ.λ.π.
Όλα αυτά μαρτυρούν χωρίς αμφιβολία, ότι η ελληνική παιδεία και σκέψη, όχι μόνο δεν είναι άγνωστα στον Παύλο, αλλά και χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στη διδασκαλία του. Γεννιέται, όμως το ερώτημα, σε ποιο βαθμό η χρησιμοποίηση αυτής της ελληνικής παιδείας και σκέψης από τον Παύλο αλλοιώνει την εβραϊκή νοοτροπία που του κληροδότησε η ιουδαϊκή θρησκευτικότητά του και ως ποιο σημείο έχουμε στο πρόσωπο του Παύλου έναν «εξελληνισμό» του ιουδαϊσμού και κατ’ επέκταση του αρχικού χριστιανισμού;
Το ερώτημα αυτό είναι καίριο για την ιστορία, τόσο του χριστιανισμού, όσο και του ελληνισμού και η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να δοθεί, προτού εξετάσουμε τις βασικές και εξαιρετικά λεπτές διεργασίες που συντελέσθηκαν στην ουσία του χριστιανισμού με τη διαμόρφωση κυρίως του κηρύγματος περί Χριστού στον ελληνικό χώρο. Η γνώμη που επικρατεί σήμερα στην έρευνα φαίνεται να είναι η εξής:
Παρά τη γνωριμία του Παύλου με την ελληνική παιδεία, οι ρίζες της ζωής και της σκέψης του παραμένουν πάντα εβραϊκές. Για να γίνει κατανοητό αυτό, αρκεί να αντιπαραβάλλει κανείς την σκέψη του με εκείνη ενός άλλου μεγάλου ελληνιστή Ιουδαίου, του Φίλωνα. Ο τελευταίος, ενώ παραμένει ένας ευσεβής και πιστός Ιουδαίος, προβαίνει στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης αλληγορικά δηλαδή με σχήματα πλατωνικά και μεταπλατωνικά, που τα εγκολπώνεται σαν την απόλυτη αλήθεια.
Ο Παύλος δεν φαίνεται να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Ποιος είναι ο δρόμος του Παύλου στο σημείο αυτό; Η πρόσφατη γραμματεία για τον απόστολο έχει κατακλυστεί από συνθήματα – απόψεις, που τον θέλουν έναν Ιουδαίο, και τίποτε περισσότερο, στην νοοτροπία. Στην πραγματικότητα εκείνο που συμβαίνει με τον Παύλο είναι κάτι διαφορετικό. Βέβαια, η όλη θρησκευτική του τοποθέτηση είναι βασικά εβραϊκή, αφού εκεί βρίσκονται πραγματικά οι ρίζες του. Από την άποψη αυτή ό,τι και αν γνωρίζει ή δανείζεται από τον μη ιουδαϊκό, τον ελληνικό κυρίως κόσμο, δεν είναι ικανό να αλλοιώνει ουσιαστικά τη θρησκευτική νοοτροπία του.
Υπάρχει, όμως, κάτι που πραγματικά αλλοιώνει την εβραϊκή νοοτροπία του και που χάρη στην αλλοίωση αυτή ανοίγεται ο δρόμος στον ελληνισμό για να μπει και εκείνος στη σκέψη του και να αλλοιωθεί και αυτός με τη σειρά του. Πρόκειται για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που δεν είναι μόνο «ανοησία» για τους Έλληνες, αλλά και «σκάνδαλο» για τους Ιουδαίους, όσο και αν ανήκει στο πλαίσιο των προσδοκιών του Ισραήλ. Ο Παύλος κατανοείται ορθά, μόνον αν τον προσεγγίσουμε σαν πρωτότυπο στοχαστή, που δίνει, τόσο στις εβραϊκές, όσο και στις ελληνικές κατηγορίες και λέξεις νέο περιεχόμενο και σημασία, εμπνευσμένα από το γεγονός του Χριστού και την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Όπως σωστά τοποθετεί το θέμα ο Γρηγόριος Νύσσης [11], «οίδε γαρ η σοφία του μεγάλου Παύλου προς το δοκούν κεχρήσθαι κατ’ εξουσίαν τοις ρήμασι και τω ιδίω της διανοίας ειρμώ προσαρμόζειν τας των ρημάτων εμφάσεις, καν προς άλλας τινάς εννοίας η συνήθεια την κατάχρησιν των λέξεων φέρη».
Η θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας από τη σκοπιά του Χριστού οδηγεί τον Παύλο σε μια άρνηση της «σοφίας του κόσμου τούτου», που ουσιαστικά είναι άρνηση της ελληνικής προσέγγισης του κόσμου. Αυτό φαίνεται σαν μια ανατροπή της ίδιας της βάσης του ελληνισμού από τον Παύλο – σαν να κόβει τις γέφυρες με τον ελληνισμό, αφού ο τελευταίος δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς «σοφίαν» («οι Έλληνες σοφίαν ζητούσι») και ακριβώς γι’ αυτό δεν ανέχεται την «ανοησία» του Σταυρού, δηλαδή πως είναι δυνατόν να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας Θεός.
Αλλά μια τέτοια ερμηνεία του Παύλου θα ευσταθούσε μόνον, αν στο ίδιο ακριβώς σημείο που αντιπαραθέτει το Σταυρό στην ελληνική «σοφία» δεν προχωρούσε αμέσως να πει, ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι «στους Ιουδαίους και τους Έλληνες» όχι μόνο «Θεού δύναμη» αλλά και «Θεού σοφία». Με τον τρόπο αυτό, η γέφυρα του χριστιανισμού με τον ελληνισμό διατηρείται: οι Έλληνες, οι οποίοι «ζητούν σοφία», μπορούν να την έχουν, μόνον που θα πρέπει να την αναθεωρήσουν ριζικά.
Μια τέτοια αναθεώρηση της ελληνικής «σοφίας» πραγματοποιεί ο Παύλος διαρκώς στον εαυτό του, όταν χρησιμοποιεί όρους και κατηγορίες της ελληνικής σκέψης. Στην αναθεώρηση αυτή πολλοί τέτοιοι όροι θα αγνοηθούν ως άχρηστοι, ίσως μάλιστα και επικίνδυνοι. Μπορεί να σχηματίσει κανείς πραγματικά ολόκληρο κατάλογο θεμελιωδών στωικών όρων που απουσιάζουν εντελώς – όχι βέβαια τυχαία – από το λεξιλόγιο του Παύλου, όπως λόγου χάρη «απάθεια», «Ειμαρμένη» κ.λ.π. Αλλά στην αναθεώρηση αυτή, πολλοί άλλοι όροι και κατηγορίες που αναφέραμε πιο πάνω, θα χρησιμοποιηθούν ευρύτατα από τον Παύλο, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι έτσι υιοθετείται απαράλλακτη η στωική ή άλλη ελληνική θεώρηση του κόσμου και της ζωής.
Παρατηρήσεις
1. Στράβων (63 π.Χ. – 23 μ.Χ.): Έλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος και ιστορικός, ο οποίος έζησε στη Μικρά Ασία το διάστημα κατά τη μεταβατική ιστορική περίοδο από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
2. Αθηνόδωρος (74 π.Χ. – 7 μ.Χ.): Ο Αθηνόδωρος ο Σάνδωνος (επειδή ο πατέρας του ονομαζόταν Σάνδων) ήταν στωικός φιλόσοφος γνωστός και ως «Κανανίτης» από τον τόπο καταγωγής του, ένα μικρό χωριό κοντά στην Ταρσό. Κατά τον Στράβωνα ο Αθηνόδωρος είχε γνώσεις Φυσικής γεωγραφίας. Από τα έργα του το γνωστότερο ήταν το «Περί σπουδής και παιδείας».
3. Φίλων ο Αλεξανδρεύς ή Φίλων ο Ιουδαίος (25 π.Χ. – 45 μ.Χ.): Ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια που αποτελούσε εκείνη την εποχή το κέντρο της εβραϊκής διασποράς. Έργα του τα «Πρεσβεία εις Γάιον», «Περί βίου θεωρητικού» κ.λ.π.
4. Ιώσηπος Φλάβιος ή Ιωσήφ μπεν Ματθίας (37 μ.Χ. – 100 μ.Χ.): Εβραίος λόγιος, ιστορικός και αγιολόγος. Έργα του τα «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», «Ιουδαϊκός Πόλεμος» κ.λ.π.
5. Επιμενίδης (7ος αιώνας π.Χ. – 6ος αιώνας π.Χ.): Θρησκευτικός διδάσκαλος, προφήτης, και μάντης καταγόμενος από την Κρήτη.
6. Κλεάνθης ο Άσσιος (330 π.Χ. – 230 π.Χ.): Αρχαίος Έλληνας στωικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής για 19 ολόκληρα έτη του Ζήνωνα, τον οποίο και διαδέχτηκε μετέπειτα στην Αρχαία Στοά. Έγραψε πάνω από 50 έργα. Μερικά από αυτά είναι «Περί χρόνου», «Περί νόμων», «Περί επιστήμης», «Αρχαιολογία» κ.λ.π.
7. Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (310 π.Χ. – 240 π.Χ.): Αρχαίος ποιητής, επιγραμματοποιός και εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής ποίησης, ο οποίος άκμασε την εποχή των Πτολεμαίων Φιλάδελφου και Ευεργέτη. Θεωρείται ο πρώτος καταλογράφος στην ιστορία της Βιβλιοθηκονομίας. Αναφέρεται πως έγραψε 800 τόμους έργων. Το πιο γνωστό του έργο είναι «η Εκάλη και τα αίτια».
8. Μένανδρος (342 π.Χ. – 291 π.Χ.): Αρχαίος Έλληνας συγγραφέας, εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας. Στην εποχή του θεωρούνταν πως έχει παρέλθει ο «χρυσός αιώνας» του αρχαιοελληνικού δράματος και ότι οι ηθοποιοί είχαν ήδη αποκτήσει πιο σημαντικό ρόλο από ό,τι οι δραματουργοί. Έργα του «Δύσκολος», «Η Σαμία» κ.λ.π.
9. Ευριπίδης (50 μ.Χ. – 135 μ.Χ.): Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής, και ένας από τους τρεις μεγάλους διδασκάλους του αττικού δράματος στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Έργα του «Άλκηστις», «Ανδομάχη», «Ηλέκτρα», «Βάκχαι» κ.λ.π.
10. Επίκτητος (480 π.Χ. – 406 π.Χ.): Έλληνας στωικός φιλόσοφος. Οι φιλοσοφικές του σκέψεις διασώθηκαν και καταγράφτηκαν από τον Αρριανό σε οκτώ βιβλία με τον τίτλο «Διατριβαί». Το έργο του έχει εκτιμηθεί από τους Νεοπλατωνικούς αλλά και από τη χριστιανική Εκκλησία.
11. Γρηγόριος Νύσσης (335 μ.Χ. – 395 μ.Χ.): Χριστιανός επίσκοπος, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και της Οσίας Μακρίνης. Είναι ένας από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.
Βιβλιογραφία
1. Ιωάννης Ζηζιούλας Μητροπολίτης Περγάμου, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συμβολή του Παύλου και του Ιωάννη», από το συλλογικό τόμο «Η Ιστορία της Ορθοδοξίας, Οι απαρχές του Χριστιανισμού», Εκδόσεις Road
2. Ελληνική Βικιπαίδεια για τα Κύρια Ονομάτα
3. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου