Μέχρι
του σχίσματος των Εκκλησιών το 1054 μ.Χ., η Θεολογία της Εκκλησίας σε Ανατολή
και Δύση ήταν ενιαία. Μετά από αυτό, η Θεολογία διακρίνεται σε Ορθόδοξη,
Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντική και από την τελευταία προελθούσα σε Ορθολογιστική...
1. Ορθόδοξη Θεολογία
Η
Ορθόδοξη Θεολογία η οποία χρονολογείται ήδη, πριν από τον 3ο μ.Χ.
αιώνα βασίζεται σε καθαρά υπερφυσική αρχή, η οποία δεν είναι άλλη από αυτή της
άμεσης θείας Αποκάλυψης. Πηγές αυτής είναι η θεόπνευστη και από κάθε πλάνη
απαλλαγμένη Αγία Γραφή και η προφορική Παράδοση η οποία μεταδόθηκε από τους
ίδιους τους Αποστόλους διά της επενέργειας της χάρης του Αγίου Πνεύματος και η
οποία μετέπειτα γράφτηκε και διατηρείται έκτοτε στη συνείδηση της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη
Θεολογία λοιπόν, αποδέχεται την χριστιανική διδασκαλία, ότι αποκαλύφτηκε από
τον Θεό και παραδόθηκε στην Εκκλησία, η οποία είναι ιερός θεματοφύλακας και
αλάθητος μάρτυρας της θείας Αποκάλυψης, καθώς επίσης και στύλος και στήριγμα της
αλήθειας. Η αλήθεια δε αυτή, παραδόθηκε στην Εκκλησία ζωντανά από τους ίδιους
τους Αποστόλους, η οποία στην αρχή δεν γράφτηκε πουθενά, αλλά από τα μέσα του 1ου
αιώνα άρχισε να σχηματίζεται και η έγγραφη Παράδοση, η μετέπειτα γνωστή ως ο
κανόνας της Καινής Διαθήκης.
Έτσι
λοιπόν, μόνες πηγές της υπερφυσικής θείας Αποκάλυψης κατά την Ορθόδοξη Θεολογία
είναι η θεόπνευστη γραφείσα Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλιά και Καινή Διαθήκη, στην
οποία περιλαμβάνονται και τα λεγόμενα Δευτεροκανονικά βιβλία της Γραφής, και η έχουσα
ίσο κύρος με τη Γραφή, η Αποστολική Παράδοση. Όμως αξίζει να τονιστεί, πως η
Αποστολική Παράδοση διακρίνεται από την εν γένει εκκλησιαστική Παράδοση. Βέβαια
– προς άρση παρεξήγησης – και η Αποστολική Παράδοση είναι εκκλησιαστική, αφού
στην Εκκλησία παραδόθηκε ως ιερή κληρονομιά και απ’ αυτή διαφυλάχτηκε και
διατηρείται μέχρι σήμερα. Δεν είναι όμως και κάθε εκκλησιαστική
Παράδοση Αποστολική. Διότι ναι μεν το ίδιο Πνεύμα εξακολουθεί να
ζωοποιεί την Εκκλησία από την αρχή της μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και όλοι οι
πιστοί από τους πρώτους χρόνους μέχρι και τους σημερινούς την ίδια πίστη
ομολογούν και την ίδια κατ’ ουσία χριστιανική συνείδηση έχουν. Αλλά όμως με το
πέρασμα των αιώνων έγιναν δεκτά από την Εκκλησία έθιμα και παραδόσεις, τα οποία
μπορεί να μην είναι αντίθετα με την Αποστολική Παράδοση, δεν προέρχονται όμως
άμεσα από αυτή. Έτσι π.χ. η τελεσιουργία του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας
είναι Αποστολική Παράδοση. Και τα κύρια σημεία της Αναφοράς της τελεσιουργίας
αυτής, συμπίπτουν πλήρως στους διάφορους λειτουργικούς τύπους και παρουσιάζουν
καθολική συμφωνία στις Εκκλησίες μέχρι την εποχή της Διαμαρτύρησης,
υποδηλώνοντας έτσι προέλευση αποστολική. Μεταγενέστερα όμως η Λειτουργία
προσέλαβε και νέα στοιχεία, τα οποία μπορεί να μην ήταν αντίθετα με το παραδεδομένο
αποστολικό πλαίσιο, είχαν όμως προστεθεί σ’ αυτό κατά τους νεότερους χρόνους.
Τέτοια είναι, η Μικρή είσοδος, οι ύμνοι «Ο
μονογενής Υιός» και ο τρισάγιος,
η Μεγάλη είσοδος, ο Χερουβικός ύμνος κ.λ.π. Όλα αυτά
αποτελούν μεν εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία όμως δεν ανάγεται στους
Αποστόλους. Για να αναγνωρισθεί δε, κάποια διδασκαλία ή θεσμός ως Αποστολική
Παράδοση δεν αρκεί να κρατά ή να διδάσκεται από μια μόνο Εκκλησία, έστω και αν
έχει ιδρυθεί από κάποιον απόστολο, αλλά πρέπει να συναντάται εξ αρχής και
παντού, από όλες τις χριστιανικές γενιές ως διδασκαλία καθολική σύμφωνα με την
θαυμάσια διατύπωση του Βικέντιου του Λειρίνου: “quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est, hoc et vere proprieque
catholicum” δηλαδή «Ό,τι πάντοτε, ό,τι παντού, ό,τι έχει
πιστευτεί από όλους, αυτό είναι αληθινό και κατ’ εξοχήν καθολικό». Συνεπώς
αποστολικό είναι, ότι μαρτυρείται από ολόκληρη την συνείδηση της Εκκλησίας.
Δεν
πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας, πως η Αποστολική Παράδοση δεν
επιδέχεται αυξομοιώσεις, αλλά είναι και αυτή κάτι το ολοκληρωμένο, αφού ούτε
είναι κάτι αόριστο ή κάτι ανεξακρίβωτο. Διακριθείσα μόλις κατά τον 2ο
αιώνα από την Καινή Διαθήκη, από την οποία και προηγουμένως και τότε Αποστολική
Παράδοση ονομάζονταν, αν και ήταν έγγραφη, ενσωματώθηκε πολύ νωρίς είτε σε
έγκυρες και αυθεντικές ερμηνείες της Γραφής, οι οποίες έγιναν υπό το φως της
Παράδοσης αυτής, είτε σε επίσημες διατυπώσεις και ομολογίες της πίστης προς
χρήση των κατηχουμένων και βαπτιζομένων πιστών, είτε σε θεσμούς και έθιμα και
πράξεις λατρείας αναγόμενα στον 1ο αιώνα, είτε σε αποφάσεις και
όρους των ιερών Συνόδων, είτε στη λεγόμενη συμφωνία
των Πατέρων (consensum Patrum), η οποία συνάγεται από τα συγγράμματά τους.
Έτσι
η Εκκλησία καθίσταται πιστός θεματοφύλακας της θείας Αποκάλυψης και αλάθητος
ερμηνευτής αυτής. Κύρια όργανα για την αλάθητη διατύπωση της χριστιανικής
αλήθειας είναι οι επίσκοποι οι οποίοι συγκεντρώνονται σε συνόδους και κατ’
εξοχήν σε συνόδους οικουμενικές στις οποίες εκπροσωπείται όλη η Εκκλησία και
εκδηλώνεται σ’ αυτές όλη η συγκατάθεση και συμφωνία της Εκκλησίας. Αλλά και οι
επίσκοποι οι συμμετέχοντες στην σύνοδο πρέπει να διαπνέονται από την ειλικρινή
πρόθεση για να διαπιστωθεί η αλήθεια και να είναι πνευματοφόροι δηλαδή να είναι
θεόπνευστοι από το Άγιο Πνεύμα. Άλλωστε ούτε ο αριθμός των επισκόπων που
πιθανόν να είναι πολυάριθμος ούτε η προέλευση αυτών από όλες τις Εκκλησίες
διασφαλίζει αυτούς από την πλάνη. Έτσι έχουμε συνόδους οι οποίες έχουν τα
τυπικά χαρακτηριστικά της οικουμενικότητας οι οποίες όμως αποκηρύχθηκαν από την
συνείδηση της Εκκλησίας, όπως η Ληστρική σύνοδος, η σύνοδος στη Φλωρεντία, η
συμφωνία από τριακόσιους και πλέον επισκόπους υπέρ του Μονοθελητισμού, με την
οποία μάλιστα συμφώνησαν και ο πάπας Ρώμης Ονώριος και ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Σέργιος. Όπως έχουμε και συνόδους σχετικά ολιγάριθμες όπως η Β΄Οικουμενική
Σύνοδος, τις οποίες η εκκλησιαστική συνείδηση περιέβαλε με το κύρος της
οικουμενικότητας. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό, πως το λαϊκό στοιχείο της
Εκκλησίας δεν κατέχει παθητική θέση, αλλά αναδεικνύεται σε φρουρό και φύλακα
της Ορθοδοξίας, αν και δεν μπορεί να διατυπώσει αλάθητα και να ερμηνεύσει
αυθεντικά την θεία διδασκαλία. Μπορεί όμως να κρίνει αν αυτή ή διατύπωση περί
αυτής από τους επισκόπους είναι αλάθητη ή πρέπει να αποκηρυχθεί, παρέχοντας την
επικύρωση ή την αποδοκιμασία και συντασσόμενο με το μέρος έστω και ολιγάριθμου
μερίδας κληρικών, η οποία τους καθοδηγεί στην αλήθεια. Κάτι τέτοιο συνέβη με
τον Μονοθελητισμό όταν οι μοναχοί Μάξιμος και Σωφρόνιος – μετέπειτα Πατριάρχης
Ιεροσολύμων – εξουδετέρωσαν την συμφωνία από τους τριακόσιους και πλέον
επισκόπους.
Εννοείται
βεβαίως, πως πριν από την διατύπωση των Χριστολογικών ή των Τριαδολογικών
δογμάτων προηγήθηκαν συζητήσεις, αναιρέσεις αντίθετων γνωμών, διαπραγματεύσεις
και διασαφηνίσεις με βάση την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση,
αναδεικύοντας έτσι πολλούς Πατέρες σε μεγάλους θεολόγους, όπως λόγου χάρη στην
Α΄Οικουμενική Σύνοδο κυριάρχησε η μορφή του Μεγάλου Αθανασίου. Συνεπώς κλήρος
και λαός βρέθηκαν σύμφωνοι με την διατυπωθείσα αλήθεια των Οικουμενικών
Συνόδων, την οποία παρέδωσαν ως παρακαταθήκη στην Εκκλησία να την διαφυλάττει
στους αιώνες.
Έτσι
λοιπόν, δέχεται πλέον η Ορθόδοξη Θεολογία τα δόγματα χωρίς αντίρρηση,
εξετάζοντας μεν την πορεία και την εξέλιξη την οποία ακολούθησε η ανάπτυξη της
διδασκαλίας του κάθε δόγματος ώστε να καταστεί δόγμα, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα
να συστηματοποιήσει, αποσαφηνίσει και καταστήσει όσο το δυνατόν πιο προσιτό
στους πολλούς την αλήθεια του δόγματος αυτού.
2. Ρωμαιοκαθολική Θεολογία
Και
η Ρωμαιοκαθολική Θεολογία βασίστηκε στην Αγία Γραφή – η οποία περιλαμβάνει και
τα Δευτεροκανονικά βιβλία – και στην Παράδοση, αλλά και στην αυθεντία της
Εκκλησίας ως αλάθητο θεματοφύλακα και ερμηνευτή της θείας Αποκάλυψης. Εις το
ότι η Παράδοση πρέπει να προέρχεται από τον Χριστό και τους Αποστόλους συμφωνεί
και η Εκκλησία της Ρώμης, επικυρώνοντας μάλιστα τη θεωρία αυτή με τις συνόδους
του Τριδέντου και του Βατικανού. Στην πράξη όμως, διακηρύσσοντας πως κάθε ζωή
υπόκειται σε αύξηση και ανάπτυξη, έτσι και ο Χριστιανισμός ως θεία ζωή δεν
μπορεί να παραμείνει στατικός, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί με τα διάφορα σπέρματα
που περιέχονται στην Παράδοση, νόθευσε την έννοια της Παράδοσης. Κατά την
εκδοχή αυτή το Άγιο Πνεύμα εφόσον οδηγεί την Εκκλησία σε κάθε αλήθεια μπορεί να
φανερώσει και νέες αλήθειες, οι οποίες μπορεί μεν να μην εκφράζονται ρητά και
κατηγορηματικά στην Γραφή και την Παράδοση υπονοούνται όμως και βρίσκονται σε
κατάσταση λανθάνουσα μέσα σ’ αυτές. Έτσι εισχώρησαν στη Θεολογία της καινούργια
δόγματα, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την Γραφή και την Παράδοση, όπως τα
αφορώντα την άσπιλη σύλληψη και την μετάσταση στους ουρανούς της Θεοτόκου, το καθαρτήριο πυρ, το αλάθητο
του Πάπα κ.λ.π.
Μία
άλλη υπερβολή των Ρωμαιοκαθολικών ήταν ο περιορισμός στον κλήρο και ιδιαίτερα
στους επισκόπους με προεξάρχοντα το πρόσωπο του Πάπα, την αποστολή της
διατήρησης, εξήγησης, περιφρούρησης και διακήρυξης της χριστιανικής αλήθειας.
Έτσι αναγνωρίστηκε στον Πάπα από την σύνοδο του Βατικανού το αλάθητο, όταν ex cathedra = από καθέδρα αποφαίνεται για οποιαδήποτε χριστιανική
διδασκαλία, υπεράνω και αυτών των Οικουμενικών συνόδων. Βέβαια για να είμαστε
δίκαιοι, τις ex cathedra αποφάσεις του ο Πάπας δεν τις παίρνει
μόνος του, αλλά περιβαλλόμενος από διάφορα συμβουλευτικά σώματα στηρίζεται στην
προπαρασκευαστική εργασία αυτών. Διαφαίνεται όμως στο δόγμα του Παπικού
αλάθητου το απολυταρχικό πνεύμα της Ρώμης, καθίσταται δε φανερό, πως η Θεολογία
στην εκκλησία αυτή τελεί υπό αυστηρότατη επιτήρηση και πειθαρχία, με αποτέλεσμα
τον περιορισμό στην ελευθερία της έρευνας. Υπό τον έλεγχο και τον περιορισμό
αυτό κατά τον Μεσαίωνα η Σχολαστική Θεολογία παραμέλησε μεν τις ιστορικές
σπουδές, αφού δεν ευνοούσαν το παπικό πρωτείο, έχοντας δε ως σύνθημα την υπό
του Ανσέλμου ρήση «credo ut intelligam = πιστεύω ώστε να μπορώ να καταλάβω», επιζήτησε να
καταστήσει το περιεχόμενο της πίστης υποκείμενο επιστημονικής κατανόησης, με
αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε υπερβολές και μονομέρειες. Έτσι μετέβαλε την
φιλοσοφία σε «υπηρέτρια» της Θεολογίας ώστε να της παράσχει την τυπική μέθοδο
της αριστοτέλειας διαλεκτικής για να κατασκευάσει το θεολογικό της σύστημα, το
γνωστό ως μεταφυσική.
Πρέπει
όμως να ομολογηθεί, πως από την Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμός) και μετά, η Ρωμαιοκαθολική
Θεολογία άρχισε να αναγεννιέται, ώστε να καταστεί σταθερό προπύργιο της πίστης
έναντι των υπερβολών του Ορθολογισμού που είχαν κατακλύσει προς στιγμή την
Δύση, στα δε νεότερα χρόνια οδηγήθηκε σε δρόμους που προοιωνίζουν ένα
λαμπρότερο μέλλον για την πρόοδο εν γένει της Θεολογίας.
3. Προτεσταντική Θεολογία
Αντιμέτωπη
με τη Ρωμαιοκαθολική Θεολογία βρέθηκε η Προτεσταντική, η οποία απέρριψε εντελώς
την Παράδοση όχι μόνο την εκκλησιαστική αλλά και αυτή ακόμα την Αποστολική,
διακηρύσσοντας την Αγία Γραφή ως την μοναδική πηγή της υπερφυσικής θείας
Αποκάλυψης και θεωρώντας οτιδήποτε άλλο εκτός αυτής, είτε αυτό ήταν το κύρος της
ιεραρχίας της Εκκλησίας ή το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων ως ανθρώπινο
κατασκεύασμα. Απέδωσε δε η Προτεσταντική Θεολογία στην Αγία Γραφή τρεις θαυμαστές
ιδιότητες, οι οποίες είναι:
1. η perspicuitas δηλαδή η
σαφήνεια, η οποία καθιστά δυνατή την κατανόηση όλης της Γραφής από αυτή και
μόνο, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να προσφύγει κάποιος σε κάποια άλλη βοήθεια
εκτός αυτής, είτε αυτή είναι η Ιερή Παράδοση είτε αυτή είναι η Εκκλησία
2. η perfectio ή sufficienta δηλαδή η
τελειότητα που υπάρχει στην Γραφή για την κατανόηση κάθε σωτήριας αλήθειας
χωρίς την ανάγκη της Ιερής Παράδοσης για αποσαφήνιση δύσκολων και ασαφών
αληθειών
3. το testimonium spiritus sancti δηλαδή η μαρτυρία
του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ομιλεί και επενεργεί σε κάθε πιστό καθιστώντας
τον ικανό για την ορθή κατανόηση όλης της Γραφής.
Άξιον
μνείας είναι και το γεγονός, πως τα Δευτεροκανονικά βιβλία της Γραφής ονόμασαν
οι Προτεστάντες απόκρυφα.
Απορρίπτοντας
λοιπόν η Προτεσταντική Θεολογία το κύρος και την αυθεντία της Εκκλησίας που
αποτελεί το στύλο και το εδραίωμα της αλήθειας σύμφωνα και με τα λόγια του
Κυρίου μας, άρα και η μόνη αρμόδια να ερμηνεύει υπό το πρίσμα της Αποστολικής
Παράδοσης την Γραφή, οδηγήθηκε με μαθηματική ακρίβεια σε αναρχία. Και πως ήταν
δυνατόν να το αποφύγει αυτό, από τη στιγμή που ο κάθε πιστός θεωρείται ικανός
να ερμηνεύει την Γραφή σύμφωνα με τις δικές του ιδέες και αντιλήψεις. Έτσι
προέκυψε βαβυλωνία γνωμών και εκδοχών με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα
εκατοντάδες έως χιλιάδες κοινότητες και παραφυάδες δίπλα στους τρεις κεντρικούς
κλάδους αυτού, δηλαδή τον Λουθηρανισμό,
τον Καλβινισμό και τον Αγγλικανισμό. Χαριτωμένα αποδίδει όλα τα
παραπάνω αυτό που έχει ειπωθεί από κάποιο Προτεστάντη «καταργήσαμε τον Πάπα και στην θέση του βάλαμε εκατομμύρια Πάπες».
Εξαιτίας
λοιπόν της άμετρης αυτής ελευθερίας που οδηγήθηκε η Προτεσταντική Θεολογία,
έλαβε κατά περιστάσεις διάφορες μορφές. Άλλοτε μεν εμφανίσθηκε με την μορφή
σταθερής και απαρασάλευτης Θεολογίας εδραιωμένη στο δογματικό περιεχόμενο των
συμβολικών βιβλίων της θυμίζοντας Σχολαστικό Δογματισμό, άλλοτε δε έφθασε στο
άλλο άκρο αποστρεφόμενη τον Δογματισμό θεωρώντας τον ως άχρηστο και ατελή στον
πιστό ο οποίος δεν χρειάζεται να ασχολείται με την διδασκαλία των δογμάτων. Άλλοτε
πάλι διακήρυσσε πως όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη, άλλοτε πως ένα μέρος της
μόνο, και άλλοτε από τους Ορθολογιστές Προτεστάντες πως είναι ανθρώπινο
κατασκεύασμα και η διδασκαλία της εξετάζεται ως ανθρώπινο επινόημα.
Δεν
πρέπει όμως να παραγνωρίζεται, πως η Θεολογική Επιστήμη ως γνώση καλλιεργήθηκε
σε πολλά σημεία της από τους Προτεστάντες με θαυμαστό τρόπο. Σ’ αυτό συνέβαλλε
και η σύγχρονη ανάπτυξη των ιστορικών εν γένει σπουδών και η επίδραση των
ερευνών που επιτελέστηκε για την ελληνική γλώσσα και γραμματεία αλλά και για
τις ανατολικές γλώσσες, η πρόοδος της κριτικής επιστήμης, η καλλιέργεια των
γεωγραφικών σπουδών και η ενίσχυση των ηθικών λεγομένων επιστημών. Η
παραγκώνιση όμως κάθε εκκλησιαστικής αυθεντίας και η άμετρη έως αχαλίνωτη χρήση
της ελευθερίας στην έρευνα για τα θεμέλια του Χριστιανισμού, οδήγησε στο ατυχές
γεγονός της άρνησης αυτού τούτου του ιδρυτού της πίστης μας, αφού ο Χριστός
εκλήφθηκε ως απλός άνθρωπος και όχι ως θεάνθρωπος από την Προτεσταντική
Ορθολογιστική Θεολογία.
4. Προτεσταντική Ορθολογιστική Θεολογία
Απορρίπτοντας
την αυθεντία της Εκκλησίας και το κύρος της Αποστολικής Παράδοσης η Προτεσταντική
Θεολογία, βρέθηκε ανοχύρωτη και αδύναμη μπροστά στο ρεύμα του Ορθολογισμού που
άρχιζε να κατακλύζει την Δυτική Ευρώπη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Η
Φιλοσοφία, η οποία την περίοδο του Μεσαίωνα είχε καταστεί θεραπαινίδα (=
υπηρέτρια) της Θεολογίας διά μέσου του Σχολαστικισμού, αποκτά μετά την
Μεταρρύθμιση την ανεξαρτησία της και χρησιμοποιώντας για την αναζήτηση της
αλήθειας αποκλειστικά και μόνο την λογική, ελεύθερη από κάθε άλλη εξωτερική
αυθεντία, βρέθηκε αντιμέτωπη με το εκκλησιαστικό κύρος, το οποίο ως γνωστόν
παρουσιάζει την αλήθεια βασιζόμενο στην Αποκάλυψη.
Πάνω
από την πίστη υψώθηκε από την
νέα Φιλοσοφία η γνώση, και
όλες ανεξαιρέτως οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες τής θρησκείας, τέθηκαν κάτω από την
κριτική και τη βάσανο της λογικής, και εφόσον δεν ήταν δυνατόν να αποδειχτούν
από αυτή εγκαταλείπονταν. Η αντίθεση αυτή μεταξύ λογικής και Αποκάλυψης
συστηματοποιήθηκε από τον Δεϊσμό (Deismus) ο οποίος αναπτύχτηκε στην Αγγλία και πρέσβευε ένα
είδος φυσικής θρησκείας, απορρίπτοντας όλα τα δόγματα της υπερφυσικής
Αποκάλυψης τα οποία δεν ήταν κατανοητά. Δεν δέχονταν μάλιστα ο Δεϊσμός την
υπερφυσική θεία Αποκάλυψη και θεωρούσε πως η αξία του Χριστιανισμού βρίσκεται
στην αποκατάσταση της φυσικής θρησκείας, η οποία δέχεται απλά την ύπαρξη
κάποιου θείου όντος, η λατρεία του οποίου συνίσταται κυρίως στην τήρηση των
εντολών του. Μεταφυτευθείς ο Δεϊσμός στην Γαλλία, πήρε μορφή φανερά εχθρική
κατά της θρησκείας και κάτω από την επίδραση των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών
κατέληξε στην αθεΐα και τον υλισμό.
Στη
Γερμανία, η Φιλοσοφία εργάστηκε αρχικά, ενάντια στη διάδοση των ιδεών του
Δεϊσμού που έθετε την λογική πάνω από τη Αποκάλυψη και αρνούνταν κάθε εξ
υπερφυσικής αποκαλύψεως θρησκεία. Ο κύριος εκπρόσωπός της Βίλχελμ Λάιμπνιτς (1646 – 1716) προσπάθησε να συμβιβάσει την
αντίθεση μεταξύ λογικής και αποκαλύψεως υποστηρίζοντας πως η Αποκάλυψη περιέχει
μεν αλήθειες πάνω από την λογική τις οποίες δεν μπορεί να καταλάβει το
ανθρώπινο μυαλό, δεν είναι όμως αλήθειες παράλογες οι οποίες είναι αντίθετες
και αντιφατικές με αυτό. Τελικά, όταν μάλιστα δημοσιεύτηκαν από τον Γκότχολντ Εφραιμ Λέσσινγκ (1729 – 1781)
τα Αποσπάσματα του Βόλφενμπύτελ, μέρη
δηλαδή ενός έργου του Χέρμαν Ραϊμάρους
(1694 – 1768) καθηγητή των ανατολικών γλωσσών, οι ορθολογιστικές ιδέες βρήκαν
μεγάλη αποδοχή προσελκύοντας στις τάξεις των λεγόμενων ορθολογιστών και πολλούς
από τους θεολογούντες, από εκεί δε προήλθε και η λεγόμενη Ορθολογιστική
Θεολογία.
Η
Θεολογία αυτή υπεράσπιζε μεν τον Χριστιανισμό από κάθε φιλοσοφική άρνηση που
στρέφονταν εναντίον του, τον απογύμνωνε όμως από κάθε υπερφυσικό στοιχείο και
προσπαθούσε με την παραποίηση αυτού του στοιχείου να το παρουσιάσει πως απορρέει από τη λογική.
Από την Αγία Γραφή δέχονταν μόνο τις ηθικές αλήθειες οι οποίες συμφωνούσαν με
την φυσική θρησκεία, αρνούνταν όμως την πραγματικότητα τής άμεσης και
υπερφυσικής θείας Αποκάλυψης. Το θαύμα και η προφητεία εξοστρακίζονταν ολότελα
και τα βιβλία της Γραφής θεωρούνταν ως προϊόν φυσικής αποκάλυψης και
αποδίδονταν στα εξαιρετικά φυσικά χαρίσματα και την πνευματική δύναμη των
συγγραφέων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Υποστήριζε δε, πως οτιδήποτε δεν
συμφωνεί με την λογική δεν μπορεί να γίνει δεκτό και η Γραφή δεν αποτελεί την
μοναδική πηγή αποκάλυψης αφού παράλληλα με αυτή υπήρξαν οι γνώμες των Ελλήνων
και Ρωμαίων σοφών και πως η θρησκευτική ηθική ζωή των ειδωλολατρών προόδευσε με
μόνο τον ορθό λόγο.
Συνεπώς
Θεοπνευστία δεν υπάρχει στη Γραφή και οι συγγραφείς της δεχόμενοι την επίδραση
των ιδεών του περιβάλλοντός τους και της φυλής τους, ακόμη και τις πλανεμένες αντιλήψεις
της εποχής τους καταλήγουν στις αντιφάσεις που βρίσκουμε μέσα σε αυτή. Έτσι
αναπτύχθηκε η λεγόμενη ελεύθερη κριτική
του κειμένου της Γραφής η οποία απέβλεπε στην αποκατάσταση του κειμένου αυτού
στην αρχική του μορφή, στην ουσία όμως παραποιούσε και ακρωτηρίαζε αυτό σύμφωνα
με τις αχαλίνωτες τάσεις και ιδέες του εκάστοτε κριτικού, έχοντας μάλιστα και την
προδιάθεση να εξοστρακίσει από τον κανόνα της Γραφής ως μη γνήσια, όλα εκείνα
τα βιβλία που κατ’ αυτούς ήταν αντίθετα με την λογική. Προσέφευγαν δε και στη
λεγόμενη προσαρμοστική θεωρία σύμφωνα
με την οποία, ο Χριστός και οι Απόστολοι γνώριζαν μεν την υψηλότερη αλήθεια,
ήταν όμως αναγκασμένοι στη διδασκαλία τους να την προσαρμόσουν στις
περιορισμένες αντιλήψεις των ακροατών και αναγνωστών τους. Άλλοι δε από αυτούς,
ερμήνευαν τα αναφερόμενα στη Γραφή θαύματα κατά φυσικό τρόπο τα οποία οι
συγγραφείς αυτής εξέλαβαν ως υπερφυσικά. Έτσι λόγου χάρη οι αφηγήσεις των
Ευαγγελίων για νεκραναστάσεις ανθρώπων από τον Ιησού στην ουσία ήταν
νεκροφάνειες ή ανανήψεις από κάποιο βαθύ λιποθυμικό επεισόδιο.
Προϊόντα
των ορθολογιστικών και αυθαίρετων αυτών εκδοχών ήταν οι διάφορες συγγραφές της
ζωής του Ιησού, όπως του Στράους (1808 –
1874), του Ρενάν (1823 – 1892) και
άλλων, στις οποίες ο Κύριος απογυμνώνονταν από το υπερφυσικό του μεγαλείο, η
γνησιότητα των ευαγγελίων αμφισβητούνταν, η εισαγωγή της θεωρίας πως το
ευαγγέλιο του Ιωάννη γράφτηκε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα, η άρνηση
της γνησιότητας των επιστολών του Παύλου, από τις οποίες μόνο οι προς Ρωμαίους,
1η και 2η προς Κορινθίους και προς Γαλάτας ήταν γνήσιες
κ.λ.π. Στην ουσία δε η Προτεσταντική Ορθολογιστική Θεολογία διά των εκπροσώπων
της – ιδίως με τη Σχολή της Τυβίγγης όταν ήταν επικεφαλής ο Baur (1792
– 1860)
– προσπάθησε να γκρεμίσει ολότελα το υπερφυσικό οικοδόμημα του Χριστιανισμού,
φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αρνηθεί και αυτή την θεότητα του Ιησού Χριστού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παναγιώτης Τρεμπέλας: Εγκυκλοπαίδεια της ΘεολογίαςΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου