Το έργο της Εκκλησίας δεν
είναι Ariel ή Fairy
για να χρειάζεται προβολή και διαφήμιση
Το
έργο της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ανθρώπων και του σύμπαντος κόσμου. Αυτό
λοιπόν το έργο δεν είναι καταναλωτικό προϊόν κάτι σαν Ariel ή Fairy για να χρειάζεται
προβολή και διαφήμιση. Άλλωστε η ανάγκη τής προβολής πηγάζει από το κοσμικό
φρόνημα – και όχι το εκκλησιαστικό που διδάσκει την ταπείνωση – και είναι απαραίτητη
για την ικανοποίηση της κοσμικής ματαιοδοξίας. Ως γνωστόν βέβαια το κοσμικό
σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτή την προβολή, στον τρόπο όμως
ύπαρξης που προτείνει ο Κύριος ισχύει το «να
μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί» Ματθαίος 6:3, ή όπως
λέει ο σοφός λαός «κάνε το καλό και ρίξτο
στο γιαλό»...
Αυτό
όμως είναι ακατανόητο για τον κόσμο, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί
έτσι επιτυγχάνεται η ακτινοβολία της αγάπης χωρίς την καλλιέργεια της
ματαιοδοξίας, κάτι που δυστυχώς δεν γνωρίζουν; ή δεν θέλουν να γνωρίζουν πολλοί
επίσκοποι, γι’ αυτό και φροντίζουν ως άλλοι πολιτικοί να προβάλλουν όχι μόνο τα
έργα που κάνουν αλλά και αυτά που εξαγγέλλουν μεν, αλλά δεν πρόκειται να
πραγματοποιήσουν ποτέ.
Η
αληθινή Εκκλησία δεν υπάρχει εκεί που οι άνθρωποι θριαμβολογούν και προβάλλουν
την αρετή τους καμαρώνοντας «ως γύφτικα σκεπάρνια», αλλά εκεί που εξουθενώνουν
εαυτούς και εκθέτουν στους άλλους την κατάντια τους, γιατί η Εκκλησία υπάρχει
εκεί που υπάρχει κοινωνία προσώπων και κοινωνία μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ
αυτών που έχουν την δύναμη να αποβάλλουν τις φαρισαϊκές μάσκες της ευσέβειας,
του καθωσπρεπισμού, της τελειότητας, της αρετής και τολμούν να δείξουν το
πραγματικό τους πρόσωπο και την αναπότρεπτη κατάντιά τους και αυτό είναι το ύψιστο
σημείο τελειότητας στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος.
Η
ανθρώπινη δόξα και φήμη είναι το αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει από τη σύγκριση,
όταν κάποιος θεωρείται ως καλύτερος από κάποιον άλλο. Όσο ψηλότερα
σκαρφαλώνουμε στην κλίμακα της επιτυχίας τόσο περισσότερη δόξα απολαμβάνουμε.
Αυτή η ίδια δόξα όμως δημιουργεί σκοτάδι. Γιατί βασίζεται στον ανταγωνισμό που
οδηγεί στην αντιζηλία και τον φθόνο γι’ αυτό αποδεικνύεται μάταιη, ψεύτικη και
θνητή, κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ξέπεσαν αυτής της δόξας. Όπως έλεγε
πολύ εύστοχα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, πιθανόν και από ιδία
πείρα, «οι άνθρωποι σε ανεβάζουν πολύ
ψηλά για να μπορέσουν αργότερα με μια κλωτσιά να σε γκρεμίσουν κάτω!».
Η
Γραφή δεν μιλάει όμως για δόξα Θεού, την οποία καλούμαστε να δούμε εμείς οι
άνθρωποι, θα αντείπει κάποιος; Φυσικά και θα συμφωνήσουμε μαζί του με μία μικρή
παρατήρηση. Γιατί η δόξα Θεού είναι διαφορετική από την ανθρώπινη δόξα. Ο
ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του μας λέει πως ο Θεός επέλεξε να μας
αποκαλύψει την δόξα του μέσα από την εκούσια ταπείνωσή του. Αυτό είναι
ταυτόχρονα ένα καλό αλλά και ενοχλητικό νέο. Γιατί ο Θεός με την απέραντη σοφία
του, επέλεξε να μας αποκαλύψει την δόξα του όχι με τον ανταγωνισμό, αλλά με την
συμπόνια, δηλαδή υποφέροντας μαζί μας.
Ο
Θεός διάλεξε το δρόμο της καθόδου. Κάθε φορά που ο Χριστός λέει πως δοξάζεται
και δοξάζει τον Πατέρα του, αναφέρεται στην ταπείνωση και τον θάνατο. Με τον
Σταυρό ο Χριστός δοξάζει τον Πατέρα του, δοξάζεται από Αυτόν και αποκαλύπτει σε
μας τη δόξα του Θεού. Η δόξα της Ανάστασης δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη
δόξα του Σταυρού. Ο αναστημένος Χριστός δείχνει πάντα τις πληγές του.
Και
κάτι ακόμα που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας. Η Εκκλησία δεν έχει το δικαίωμα να θριαμβολογεί όσο υπάρχει τόσο κακό
και τόση αμαρτία όχι μόνο στον κόσμο αλλά και μέσα σ’ αυτή την ίδια.
Εκεί
που οι άνθρωποι δείχνουν τις επιτυχίες τους δεν βρίσκεται η Εκκλησία αλλά ο κόσμος
της φθοράς και της πτώσης που μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται χώρος ακοινωνησίας,
ανταγωνισμού, αλληλοαπορρίψεως και αλληλοεξοντώσεως. Η Εκκλησία όταν υιοθετεί
αυτή την ολέθρια τακτική και πρακτική του κόσμου, αυτοκαταργείται και γίνεται
ένα θλιβερό κακέκτυπο του κόσμου, που όχι μόνο δεν σώζει τον κόσμο, αλλά που
αναπαράγει τη θανατηφόρο παθολογία αυτού με τρόπο πιο ολέθριο και από εκείνον
του κόσμου. Γιατί το παιχνίδι αυτό του θανάτου στους χώρους που εμφανίζονται ως
εκκλησιαστικοί παίζεται σε βαθύτερα επίπεδα, έτσι ώστε η ακοινωνησία στην οποία
οδηγεί να είναι πιο ολοκληρωτική και πιο καίρια από εκείνη του κόσμου και ο
θάνατος που προκαλεί να φθάνει μέχρι τον βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης
να γίνεται δηλαδή πνευματικός.
Οι
σοβαροί κληρικοί ως κατ’ εξοχήν ποιμένες και οδηγοί των πιστών δεν λένε και δεν
κάνουν αυτό που ευχαριστεί τον απρόσωπο όχλο και την πλέμπα και δεν
χρησιμοποιούν συνθήματα που συγκινούν τον όχλο και την πλέμπα για να αποκτήσουν
δημοτικότητα. Η δημοτικότητα που ενδιαφέρει τους κοσμικούς ανθρώπους δεν είναι
μέτρο σοβαρότητας και αξίας, αλλά συνήθως είναι μέτρο δημοκοπίας και λαϊκισμού.
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως του Χριστού η δημοτικότητα μετρήθηκε με το «Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» του εξάλλως
κραυγάζοντα Ιουδαϊκού όχλου.
Ο
Χριστός είναι ένας παράξενος και αλλιώτικος Θεός. Είναι ένας Θεός που κρύβεται.
Έγινε άνθρωπος ανάμεσα σ’ ένα μικρό και καταπιεσμένο λαό κάτω από δύσκολες
συνθήκες. Περιφρονήθηκε από τους ηγεμόνες της χώρας του και οδηγήθηκε σ’ ένα
εξευτελιστικό θάνατο ανάμεσα σε εγκληματίες.
Δεν
υπήρχε τίποτε εντυπωσιακό στη ζωή του. Κάθε άλλο. Ακόμη και στα θαύματά του
βλέπουμε ότι δεν θεράπευσε και δεν ανέστησε ανθρώπους για να εξασφαλίσει
δημοσιότητα. Συχνά απαγόρευε σ’ αυτούς που θεράπευε να μιλούν γι’ αυτό. Ακόμη
και η Ανάσταση του ήταν ένα κρυφό γεγονός. Μόνο οι μαθητές του, μερικές
γυναίκες και μερικοί άνδρες που είχαν μια στενή σχέση μαζί του πριν από τον θάνατο
του, τον είδαν ως τον αναστημένο Κύριο.
Αυτό
άλλωστε ήταν και το βασικό επιχείρημα των Εθνικών (ειδωλολατρών) φιλοσόφων στην
πολεμική τους εναντίον των Χριστιανών. Γράφει επ’ αυτού ο νεοπλατωνικός Πορφύριος
(234 μ.Χ. – 305 μ.Χ.)στο έργο του «Κατά
Χριστιανών»:
«Υπάρχει
ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυθρύλητη ανάστασή του, που αναιρεί τη
σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς
ισχυρίζεστε, και την ανάστασή του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε
τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπραξε αδίκημα που να επισύρει την
θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της
ιουδαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα – πρώτα
στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν
ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς;» (Μακαρίου
Μάγνητος Αποκριτικός προς Έλληνας ΙΙ,
14 ή Πορφύριος Κατά Χριστιανών,
«Θύραθεν Εκδόσεις» σελ. 43).
Το
ίδιο επιχείρημα προβάλλει και ο “πολύς” Κέλσος (2ος μ.Χ. αιώνας),
νεοπλατωνικός και επικούρειος φιλόσοφος στον «Αληθή Λόγο» του:
«Κανονικά,
αν όντως ήθελε να φανερώσει τη θεία δύναμή του ο Ιησούς, θα έπρεπε να
εμφανιστεί αναστημένος σ’ εκείνους που τον περιφρόνησαν και σε κείνον που τον
καταδίκασε και στους πάντες – κοντολογίς, να τον δουν όλοι. Χώρια που θα
μπορούσε να μην μπει καν στον κόπο, και από το σταυρό ακόμα να ’χει γίνει
άφαντος (κι όχι μετά την ανάστασή του). Που ακούστηκε, να κρύβεται ο
απεσταλμένος του θεού, που ήρθε στη γη για να αναγγείλει το θέλημά του;» (Κέλσος Αληθής Λόγος, «Θύραθεν Εκδόσεις» σελ.
53).
Σήμερα
που ο Χριστιανισμός έχει γίνει μία από τις μεγαλύτερες θρησκείες στον κόσμο και
εκατομμύρια άνθρωποι προφέρουν κάθε μέρα το όνομα του Χριστού, είναι δύσκολο
για μας να δεχτούμε το γεγονός πως ο Χριστός φανέρωσε τον Θεό – Πατέρα του «εν τω κρυπτώ». Οι μεγάλοι και
πραγματικοί Χριστιανοί στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας ήταν πάντοτε ταπεινοί
άνθρωποι που επιζητούσαν την ανωνυμία και την «φυγή». Οι άγιοι μας πάντοτε
επιθυμούσαν να παραμένουν μακριά από τον κόσμο κρυπτόμενοι και αποσυρόμενοι. Ενδεικτικά
αναφέρομαι τη στάση του γέροντα Παΐσιου, όπως τη διηγούνται πολλοί πιστοί που
τον επισκέφτηκαν. Πως δεν ήταν σπάνιες οι φορές που ο μεγάλος αυτός άγιος μας
κρύβονταν μέσα στο δάσος για να αποφύγει τις δεκάδες επισκέψεις, όχι μόνο για
να μπορέσει να προσευχηθεί, αλλά και λόγω ταπεινότητας, αφού θεωρούσε τον εαυτό
του ανάξιο.
Αρκετοί
σημαντικά πρόσωπα έχασαν τη δημιουργική τους ορμή, υποκύπτοντας στην «Κίρκη»
της δημοσιότητας, την οποία ειρήσθω εν παρόδω πολλοί από αυτούς κατήγγειλαν στο
παρελθόν. Βαθειά όλοι μέσα μας το γνωρίζουμε και το αισθανόμαστε αυτό πολύ
καλά, αλλά το ξεχνάμε πολύ εύκολα γιατί αποδεχόμαστε το γνωστό μότο του κόσμου:
«Όταν σε γνωρίζουν, σε αγαπούν κιόλας».
Κόντρα λοιπόν στην κυρίαρχη προπαγάνδα του κόσμου, όταν κάποιος μπορέσει να
διατηρήσει ένα βαθμό υγιούς σκεπτικισμού, του είναι εύκολο πλέον να διακρίνει
την κρυφή παρουσία του Θεού.
Όταν
λοιπόν παρατηρεί κανείς τον Χριστό που ήλθε να φανερώσει τον Θεό, βλέπει ότι η
δημοτικότητα με οποιαδήποτε μορφή είναι ακριβώς αυτό που αποφεύγει. Διαρκώς
υπογραμμίζει ότι ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του «εν τω κρυπτώ». Ακούγεται και φαίνεται παράδοξο αυτό, σύμφωνα με τα
ανθρώπινα μέτρα, αλλά όταν κάποιος αποδέχεται και μπαίνει σ’ αυτό το παράδοξο,
βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί στην όντως αληθινή ζωή.
Βιβλιογραφία
1.
Φιλόθεος Φάρος, Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και
ως σωτηρία, Εκδόσεις Αρμός
2.
Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, «Θύραθεν
Εκδόσεις»
3. Κέλσος, Αληθής
Λόγος, «Εκδόσεις Θύραθεν Επιλογή»ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου