ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

25 Αυγ 2019

Η ιστορική διαδρομή της χριστιανικής φιλανθρωπίας


Είναι περιττό πιστεύουμε να επισημάνουμε την επίδειξη φιλανθρωπίας και της αγάπης προς το πλησίον που διατρέχει ανεξαιρέτως όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να ισχύει κάτι το διαφορετικό αφού δεν νοείται αληθινή χριστιανική ζωή χωρίς φιλανθρωπία και αγάπη, κάτι που τονίζει επανειλημμένα ο Κύριος είτε μέσω των λόγων του είτε μέσω των παραβολών του (π.χ. «του Καλού Σαμαρείτη»). Σταχυολογούμε μερικά: «αυτός που αγαπά τον Θεό αγαπά και τον αδελφό του» 1 Ιωάννη 4:21 και «εάν κάποιος πει πως αγαπά τον Θεό και μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης» 1 Ιωάννη 4:20...

Επιπλέον ο Κύριος είπε, πως χαρακτηριστικό γνώρισμα και ειδοποιός διαφορά της κοινωνικής ζωής των οπαδών του είναι η μεταξύ τους αγάπη και αυτό που τους ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο: «απ’ αυτό θα σας γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας» Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 13:35. Εξ’ αυτού λοιπόν του γεγονότος, είναι «ηλίου φαεινότερον», γιατί οι Χριστιανοί από την πρώτη στιγμή επιδόθηκαν σε έργα φιλανθρωπίας και αγάπης.
Βέβαια η φιλανθρωπία προϋπήρχε και δεν κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά με τους Χριστιανούς. Και στον προχριστιανικό κόσμο, ιδιαίτερα μάλιστα στον αρχαίο Ισραήλ, έχουμε δείγματα φιλανθρωπίας όπως «όταν θερίζετε τη σοδειά σας, και λησμονήσετε ένα χερόβολο στάχυα στο χωράφι, μην γυρίσετε να το πάρετε˙ αυτό είναι για τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα … τέλος όταν τρυγάτε το αμπέλι σας, μην ξαναπερνάτε ανάμεσα στα κλήματα για να μαζέψετε τα ξεχασμένα τσαμπιά. Όσα έμειναν είναι για τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα» Δευτερονόμιο 24:19 – 22 και «αν σε κάποια από τις πόλεις σας στη χώρα που θα σας δώσει ο Κύριος, ο Θεός σας, βρεθεί ένας φτωχός , μην του φερθείτε με σκληρότητα και του κλείσετε την καρδιά σας. Ανοίξτε του διάπλατα το χέρι σας και δανείστε του γενναιόδωρα όσα χρειάζεται για τις ανάγκες του» Δευτερονόμιο 15:7 – 8. Όμως και στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο η φιλανθρωπία είχε υποτυπώδη χαρακτήρα και στο Ισραήλ η πράγματι αναπτυγμένη φιλανθρωπία προσδιορίζονταν από τις στενές εθνικές του αντιλήψεις.
Διαδεχόμενος ο Χριστιανισμός τον Ιουδαϊσμό και έχοντας συνείδηση πως αυτός είναι πλέον ο νέος Ισραήλ (= λαός σωτηρίας), πήρε όπως ήταν φυσικό συνήθειες και πρότυπα από αυτόν για την άσκηση της φιλανθρωπίας. Με μία όμως σημαντική διαφοροποίηση. Ενώ η Ιουδαϊκή φιλανθρωπία γίνονταν κατά το πλείστον στα στενά όρια του αρχαίου Ισραήλ, η Χριστιανική φιλανθρωπία υπερέβη τα όρια αυτά και παρακινούμενη από την ανιδιοτελή αγάπη απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα. Από τη πρώτη στιγμή εμφανίσεως του Χριστιανισμού ως βασικό σημείο στο κήρυγμά του είχε το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς, τους ασθενείς, τους αιχμαλώτους, τις χήρες, τα ορφανά και γενικά όλους τους ενδεείς και αδύναμους. Βέβαια οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις, μέσα στις οποίες βρίσκονταν και εργάζονταν οι Χριστιανικές Εκκλησίες, δεν επέτρεπαν την μεγάλη επέκταση και συστηματοποίηση του φιλανθρωπικού τους έργου. Όμως παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες και η Εκκλησία ως σύνολο και οι πιστοί κατ’ ιδία ανέπτυξαν πλουσιότατη φιλανθρωπική δράση.
Όπως μας διηγείται το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων 6:1 – 6, προϊστάμενοι στην αρχή του φιλανθρωπικού έργου ήταν οι ίδιοι οι απόστολοι, οι οποίοι μετέπειτα λόγω της αύξησης των πιστών και των διαφόρων προβλημάτων που προέκυψαν, προέτρεψαν τους πιστούς στην εκλογή επτά διακόνων για την απρόσκοπτη άσκηση του έργου αυτού. Γνωστή επίσης είναι και η «λογεία», η εισφορά δηλαδή χρημάτων των κατά τόπους διαφόρων Εκκλησιών για τους φτωχούς Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, η οποία παραπέμπει στην παλιότερη συνήθεια των Ιουδαίων, που έδιναν την συνδρομή τους για το Ναό και τους φτωχούς της αγίας πόλεως.
Στην άσκηση του φιλανθρωπικού έργου διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά τους πρώτες αιώνες η Εκκλησία της Ρώμης, την οποία ο Ιγνάτιος Αντιοχείας ονομάζει στο Προοίμιο της επιστολής του Προς Ρωμαίους «προκαθήμενη της αγάπης». Οι Χριστιανοί της Ρώμης, που βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, θεωρούσαν καθήκον τους να βοηθούν τους πιστούς των άλλων Εκκλησιών και να φροντίζουν τις ανάγκες τους, όπως και τις ανάγκες των συνανθρώπων τους γενικότερα. Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης, αναφέρει στην επιστολή του Προς Κορινθίους 55:2, ότι πολλοί Ρωμαίοι Χριστιανοί φυλακίζονταν εκουσίως, για να λυτρώσουν άλλους, ή πουλιόνταν ως δούλοι, προκειμένου να βοηθήσουν με το αντίτιμό τους άλλους συνανθρώπους τους: «γνωρίζουμε πολλούς οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους στα δεσμά, για να λυτρώσουν άλλους˙ πολλοί παρέδωσαν τον εαυτό τους στη δουλεία, και εισπράττοντας τα χρήματα έθρεψαν άλλους».
Αλλά και οι Χριστιανοί που βρίσκονταν στα διάφορα σημεία της τότε γνωστής οικουμένης θεωρούσαν την άσκηση φιλανθρωπίας ως απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής τους ζωής. Γι’ αυτό επινοούσαν διάφορους μεθόδους και προέβαιναν σε πολλές εκδηλώσεις για να βοηθήσουν και να εξυπηρετήσουν τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους.
Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας θεωρώντας πως η πίστη είναι συνυφασμένη με την αγάπη, φτάνει στο σημείο να πει, πως η αδιαφορία για την άσκηση φιλανθρωπίας είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κακοδοξίας – αίρεσης. Γι’ αυτό γράφει στην επιστολή του Προς Σμυρναίους 6:2, «παρατηρήστε προσεκτικά, αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη για την χάρη του Ιησού Χριστού, η οποία ήλθε σε μας, ότι είναι εναντίον στην γνώμη του Θεού˙ διότι ούτε για την αγάπη τους ενδιαφέρει, ούτε για τις χήρες, ούτε για το ορφανό, ούτε γι’ αυτόν που θλίβεται, ούτε για τον φυλακισμένο ή τον ελεύθερο, ούτε γι’ αυτόν που πεινάει ή διψάει». Μας δίδει δε ο ίδιος και μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία, πως η Εκκλησία χρησιμοποιούσε χρήματα από το κοινό ταμείο της για την απελευθέρωση δούλων, Προς Πολύκαρπον 4:3.
Αλλά και ο απολογητής Ιουστίνος ο Φιλόσοφος αναφέρει στην Πρώτη Απολογία του 67:6, πως διοργανώνονταν τότε δηλαδή τον 2ο μ.Χ. αιώνα, τακτικοί έρανοι ανάμεσα στους πιστούς, κατά τις λατρευτικές συνάξεις που γίνονταν τις Κυριακές, για να ενισχύονται οι κάθε είδους φτωχοί και όσοι είχαν διάφορες ανάγκες επιβίωσης: «όσοι είναι οικονομικά ευκατάστατοι και όσοι επιθυμούν, δίνει ο καθένας από αυτούς ότι θέλει και αυτά που μαζεύονται κατατίθενται στον προϊστάμενο, αυτός δε βοηθάει τις χήρες και τα ορφανά, όσους επίσης στερούνται των οικονομικών μέσων λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας, αλλά και σε όσους βρίσκονται στις φυλακές και στους περαστικούς ξένους, και γενικά γίνεται κηδεμόνας όλων αυτών που βρίσκονται σε ανάγκη». Ανάλογες πληροφορίες παρέχει και από τη δυτική περιοχή του Χριστιανικού κόσμου ο απολογητής Τερτυλλιανός. Και αυτός μιλάει για «κοινό ταμείο» των Χριστιανών, στο οποίο καταβάλλει ο κάθε πιστός που έχει την οικονομική δυνατότητα τη συνδρομή του σε ορισμένη μέρα το μήνα ανάλογα με την προαίρεσή του. Τα χρήματα αυτά, που χαρακτηρίζονται στον Απολογητικό του 39:6, ως «παρακατάθεμα ευσεβείας», χρησιμοποιούνταν για διατροφή και ενταφιασμό των φτωχών, για βοήθεια ορφανών, γερόντων, ναυαγών κ.λ.π. Επίσης η Εκκλησία φρόντιζε για τους πιστούς που βρίσκονταν στα μεταλλεία, τα νησιά ή τις φυλακές. Αλλά και η νηστεία των Χριστιανών συνδεόταν από την αρχή με την άσκηση φιλανθρωπικού έργου, γιατί με την εξοικονόμηση των τροφών γινόταν δυνατή η ενίσχυση των φτωχών.
Με την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως Religio Licita (= νόμιμη θρησκεία) από το Ρωμαϊκό κράτος και συγκεκριμένα από τον Μέγα Κωνσταντίνο, το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη και διοργάνωση. Πλέον η Εκκλησία δεν συναντά διωγμούς στο δρόμο της και διαθέτοντας έτσι περισσότερες δυνατότητες και ελευθερία δράσης αρχίζει να παρουσιάζει ένα ευρύτατο φιλανθρωπικό έργο, προσφέροντας ανακούφιση στους φτωχούς, τους ασθενείς και όσους έχουν ανάγκη από βοήθεια και συμπαράσταση.
Το πολύμορφο αυτό έργο βρισκόταν κάτω από την εποπτεία και καθοδήγηση των επισκόπων. Πολλοί από αυτούς όπως και άλλοι λειτουργοί της Εκκλησίας, έδιναν τα υπάρχοντά τους για τους φτωχούς ή αναλάμβαναν την πρωτοβουλία για την άσκηση του φιλανθρωπικού έργου, και αναδεικνύονταν ως οι πρώτοι κοινωνικοί εργάτες της ιστορίας και θεμελιωτές του έργου της κοινωνικής πρόνοιας. Όπως γράφει ο μεγάλος ασκητής και όσιος της Εκκλησίας μας Ισίδωρος Πηλουσιώτης στην αρμοδιότητα των επισκόπων υπάγονταν «οι δοκιμασίες των ιερωμένων, οι τροφές των πεινασμένων, τα ποτά των διψασμένων, τα άμφια των γυμνών, οι προστασίες των αδικουμένων, οι φροντίδες των ορφανών, τα στηρίγματα των χηρών, οι επιθέσεις των αδικούντων, οι παρανόμως ενέργειες για εξουσία έλεγχοι, οι θεραπείες των ασθενών, οι επανορθώσεις των σκανδαλιζομένων, οι απελευθερώσεις των φυλακισμένων, οι παρηγοριές των δυστυχισμένων, οι σωφρονισμοί των σφαλλόντων» Επιστολή 216, PG 78, 897BC.
Χαρακτηριστικές είναι και οι περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες επίσκοποι πούλησαν πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και εξοικονόμησαν πόρους, για να χορτάσουν πεινασμένους, να ενισχύσουν φτωχούς, να εξαγοράσουν φυλακισμένους κ.λ.π. Όπως παρατηρεί ο μεγάλος Λατίνος Πατέρας της Εκκλησίας μας, Αμβρόσιος Μεδιολάνων (= Μιλάνο), σκοπός της Εκκλησίας είναι να διαφυλάσσει για τον Κύριο ανθρώπινες ψυχές και όχι χρήματα. Η Εκκλησία, συνεχίζει ο ίδιος, δεν πρέπει να διατηρεί το χρήμα, αλλά να το διαθέτει για να καλύπτει ανθρώπινες ανάγκες. Γι’ αυτό και ο ίδιος προτιμάει, αντί να διαφυλάξει θησαυρούς για την Εκκλησία να παραδώσει σ’ αυτήν καταλόγους με απελευθερωμένους ανθρώπους πιστούς και άπιστους.
Γνωστή είναι άλλωστε από την Εκκλησιαστική Ιστορία η μεγάλη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση που ανέπτυξαν διάσημοι εκκλησιαστικοί άνδρες και διδάσκαλοι, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Ιωάννης ο Ελεήμων, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Γρηγόριος ο Μέγας κ.ά. Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ενώ μισούσε θανάσιμα τους Χριστιανούς, αναγνώριζε ως αναμφισβήτητο γνώρισμά τους τη φιλανθρωπία, η οποία όπως σημειώνει γίνεται χωρίς καμιά διάκριση ακόμα και σ’ αυτούς τους Εθνικούς (= ειδωλολάτρες) γι’ αυτό και τους προέτρεπε να τους μιμηθούν: «Δεν βλέπουμε ότι η φιλανθρωπία προς τους ξένους, η φροντίδα για την ταφή των νεκρών και η προσποιητή αξιοπρέπεια είναι αυτά που συνέβαλαν πάρα πολύ στην πρόοδο της αθεΐας; (σ.σ. εννοεί τον Χριστιανισμό). Στον καθένα απ’ αυτά, πιστεύω, εμείς θα πρέπει να επιδοθούμε με ειλικρίνεια … Γιατί είναι ντροπή να μη βρίσκουν από μας βοήθεια οι δικοί μας άνθρωποι, τη στιγμή που ούτε ένας Ιουδαίος δεν ζητιανεύει, τη στιγμή που οι ασεβείς Γαλιλαίοι (Χριστιανοί) κοντά στους δικούς τους ταΐζουν και τους δικούς μας» Ιουλιανός «επιστολή προς τον Αρσάκιο αρχιερέα της Γαλατίας», σελίδα 141, εκδόσεις Θύραθεν.
Σπουδαίο ρόλο στις εκδηλώσεις χριστιανικής αγαθοεργίας επιτέλεσαν  και τα μοναστήρια, αφού αναδείχθηκαν σε κέντρα φιλανθρωπίας, γιατί όπως γνωρίζουμε δεν ιδρύονταν μόνο στις ερήμους αλλά και κοντά σε πόλεις. Οι μοναχοί και οι ασκητές εγκαταλείποντας τα πάντα και προσφέροντας τον εαυτό τους στο Θεό, υπηρετούσαν τους συνανθρώπους τους με ιδιαίτερη πίστη και αφοσίωση. Η αγάπη των ανθρώπων αυτών, όπως πληροφορούμαστε από την ιστορία, αποτελούσε το κυριότερο στήριγμα του πλήθους που κατέφευγε σ’ αυτούς, όταν βρίσκονταν σε δυσκολίες και ανάγκες για να βρει ανταπόκριση και συμπαράσταση. Έτσι άλλωστε δικαιολογείται και η τεράστια επίδραση των μοναχών και των ασκητών στη ζωή των πιστών.
Βασικός στόχος της ζωής του πιστού σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία είναι η κατανίκηση της φιλαυτίας και η άσκηση της ανιδιοτελούς αγάπης. Στο σκοπό αυτό αποβλέπει με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα ο μοναχός, με το να πολεμά την αγάπη για τον εαυτό του και να προσφέρεται στην υπηρεσία των συνανθρώπων του. Όπως τονίζει ο Μέγας Βασίλειος που ήταν ο κυριότερος διαμορφωτής και νομοθέτης του μοναχικού βίου, στον Λόγο του Περί Ασκήσεως 1, PG 31, 649 B, τον μοναχό, εκτός από τα άλλα, πρέπει να χαρακτηρίζει το «να συμπάσχει με όσους υποφέρουν», το «να υπηρετεί τους αρρώστους» και το «να φροντίζει για την φιλοξενία και φιλαδελφία».
Συνεχίζοντας ο μεγάλος αυτός Πατέρας επισημαίνει πως ο σκοπός της εργασίας των μοναχών δεν είναι η ικανοποίηση των ατομικών τους αναγκών, αλλά η υπηρεσία των φτωχών: «ο σκοπός λοιπόν εκ των προτέρων του καθενός στο έργο οφείλει να είναι η βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, και όχι η δική του ανάγκη. Διότι έτσι και το αμάρτημα της φιλαυτίας θα αποφύγετε και την ευλογία της προς το πλησίον αγάπης θα λάβετε από τον Κύριο» Όροι κατά πλάτος 42, PG 31, 1025 Α. Γνωστό επίσης είναι και το γεγονός, πως αρκετοί μοναχοί προσέφεραν ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες τους και έξω από τα μοναστήρια στα διάφορα φιλανθρωπικά έργα της Εκκλησίας.
Ούτε βέβαια οι ερημίτες μοναχοί αποτελούσαν εξαίρεση στο φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, αφού το θεωρούσαν ως αναγκαίο στοιχείο της ζωής τους, το οποίο ασκούσαν όχι μόνο παρέχοντας τις ψυχωφελείς συμβουλές τους και την πνευματική τους βοήθεια, αλλά και προσφέροντας υλικά αγαθά, τα οποία αποκτούσαν με την εργασία τους. Παρατηρεί ο Μέγας Αθανάσιος: «τα μοναστήρια στα όρη είναι σαν σκηνές γεμάτες από θείους χορούς, που ψάλλουν, φιλολογούν, νηστεύουν, προσεύχονται, νιώθοντας χαρά και αγαλλίαση για όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, και δουλεύοντας για να πραγματοποιήσουν ελεημοσύνες, έχοντας αγάπη και συμφωνία μεταξύ τους. Και μοιάζουν πράγματι σαν κάποια χώρα η οποία είναι γεμάτη από σεβασμό στον Θεό και δικαιοσύνη» Βίος Αντωνίου 4, PG 26, 908 ΑB. Η στάση αυτή των μοναχών μας δίνει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε την ιδιαίτερη ευαισθησία τους για την προστασία των φτωχών και αδικουμένων καθώς επίσης και τον διακαή πόθο τους για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σημειωτέον και το γεγονός, πως το φιλάνθρωπο αυτό πνεύμα των μοναχών επιδρούσε, όπως ήταν φυσικό, και σ’ ολόκληρη την κοινωνία των πιστών.
Η ανάληψη του φιλανθρωπικού έργου από τους επισκόπους ή από τους μοναχούς δεν σήμαινε και την διάθεση άρνησης της φιλανθρωπίας εκ μέρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας μέσα στον ορθόδοξο κόσμο. Έτσι πολλοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες, αλλά και πλούσιοι ιδιώτες, προσέφεραν στην Εκκλησία μεγάλα χρηματικά ποσά και άλλες δωρεές για την βοήθεια των ενδεών και αυτών που είχαν ανάγκη. Ακόμη και όταν ίδρυαν φιλανθρωπικά ιδρύματα ανέθεταν την φροντίδα για την λειτουργία τους στην Εκκλησία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης: «Η Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού», Θεσσαλονίκη 1977
2. Απολογηταί 1, Ιουστίνος, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985
3. «ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «θύραθεν ΕΠΙΛΟΓΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1997
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...