Πιστεύουμε
πως δεν θα πούμε κάτι το νέο και πρωτότυπο, το ότι δηλαδή δεν είναι και λίγοι
οι θρησκεύοντες ή μη, οι οποίοι νομίζουν, πως η συγγραφή των Ευαγγελίων
προηγήθηκε της σύστασης και της ζωής της Εκκλησίας. Όμως όλοι αυτοί οφείλουν να
γνωρίζουν πως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Γιατί πριν την τελική καταγραφή
των Ευαγγελίων προηγήθηκε η ζωή της Εκκλησίας με τις ομολογίες πίστεως στο
λυτρωτικό θάνατο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τους λατρευτικούς ύμνους και το
ιεραποστολικό κήρυγμα, δηλαδή η ζωντανή παράδοση που περιλάμβανε εκτός από τα
παραπάνω και αφηγήσεις διαφόρων γεγονότων από τη ζωή, τον θάνατο και την
ανάσταση του Χριστού, όπως επίσης και τις διδασκαλίες αυτού...
Έτσι
συνελέγησαν και διαμορφώθηκαν διηγήσεις από λόγια και έργα του Χριστού τα οποία
εξυπηρετούσαν την ιεραποστολή, την κατήχηση, τη διδαχή, τη λατρεία, την
απολογητική και άλλες συναφείς δραστηριότητες της Εκκλησίας. Όλες αυτές λοιπόν
οι διηγήσεις αποτελούν την προϊστορία των Ευαγγελίων, με την εξέταση της οποίας
ασχολήθηκε η λεγόμενη Μορφοϊστορική Μέθοδος ή Μορφοϊστορία των Ευαγγελίων, η
οποία αναπτύχτηκε και άκμασε στη Γερμανία από το 1940 και εξής.
Οι
πρωτεργάτες της εν λόγω μεθόδου έρευνας K. L. Schmidt, M. Dibelius και R. Bultmann ασχολήθηκαν
κυρίως με τις διάφορες φιλολογικές μορφές που γνώρισε το ευαγγελικό υλικό κατά
την διαμόρφωσή του πριν λάβει την τελική του διατύπωση. Η μελέτη των
φιλολογικών αυτών μορφών, μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιδιαίτερες
ιστορικές συνθήκες, οι οποίες συντέλεσαν στην καταχώρηση καθεμιάς διήγησης μέσα
στη ζωή και τη σκέψη της πρώτης Εκκλησίας, ή των ιδιαίτερων σκοπών –
ιεραποστολικών, λατρευτικών, απολογητικών κ.λ.π. – οι οποίοι επιδιώκονταν, αλλά
και τη θέση που κατείχε μέσα στη ζωή της Εκκλησίας η διήγηση αυτή. Με άλλα
λόγια για να γίνει απολύτως κατανοητό και να μην υπάρχουν τυχόν παρεξηγήσεις
(σιγά που δεν θα υπάρχουν!), οι ευαγγελικές
διηγήσεις ανταποκρίνονταν αποκλειστικά στις θρησκευτικές ανάγκες της
Εκκλησίας και όχι στην επιστημονική της διάθεση.
Σε
γενικές γραμμές οι βασικές αρχές της Μορφοϊστορικής Σχολής είναι οι παρακάτω:
1. Οι ευαγγελιστές
είναι συλλέκτες και καταγραφείς της παράδοσης της Εκκλησίας για το πρόσωπο του
Ιησού Χριστού
2. Πριν από την
τελική τους καταγραφή από τους ευαγγελιστές, οι διάφορες διηγήσεις κυκλοφορούσαν
μέσα στις κατά τόπους Εκκλησίες αυτοτελώς και εξυπηρετούσαν πάντοτε ένα
καθορισμένο ιεραποστολικό, διδακτικό, λατρευτικό και απολογητικό σκοπό
3. Τα ιστορικά και
γεωγραφικά πλαίσια των Ευαγγελίων είναι έργα των ευαγγελιστών, και αυτό
διαπιστώνεται, όταν κάποιες φορές διασώζουν και οι τέσσερις ένα λόγιο του Ιησού
που είναι ακριβώς το ίδιο, σε διαφορετικές όμως ιστορικές περιστάσεις
Στις
παραπάνω βασικές αρχές της Μορφοϊστορικής Σχολής υπάρχουν ασφαλώς υπερβολές και
ανακρίβειες με τις οποίες δεν θα ασχοληθούμε επί του παρόντος. Εκείνο που μας
ενδιαφέρει είναι η θετική προσφορά της στην έρευνα τής ευαγγελικής παράδοσης
και στην επισήμανση ορισμένων αληθειών σχετικών με τα Ευαγγέλια μας. Έχοντας
π.χ. υπόψη μας τον υπογραμμισθέντα από την παραπάνω Σχολή χαλαρό τρόπο με τον
οποίο συνδέουν πολλές φορές οι ευαγγελιστές τα εκτιθέμενα γεγονότα διά ενός «και» ή «ευθέως» ή «πάλι» κ.λ.π.,
δεν θα μας εκπλήσσουν οι λεπτομέρειες οι οποίες είναι δυνατόν να διαφέρουν από
το ένα ευαγγέλιο στο άλλο. Ούτε θα απορούμε για τα χάσματα, τις φαινομενικές
αντιθέσεις και τις διαφορετικές συνάφειες στις οποίες οι ευαγγελιστές
τοποθετούν το ίδιο ακριβώς επεισόδιο ή την ίδια ακριβώς διδασκαλία του Ιησού.
Κυρίως
έγινε φανερό από τα συμπεράσματα της Μορφοϊστορικής Σχολής, πως τα Ευαγγέλια μας δεν αποτελούν συνεχή
και πλήρη βιογραφία του Ιησού, αλλά αποσπασματική έκθεση διαφόρων κεντρικών
σταθμών της ζωής και της διδασκαλίας του, οι οποίοι είχαν πρωταρχική
σημασία για τη ζωή των μελών της πρώτης Εκκλησίας και διά το ιεραποστολικό έργο
της. Έτσι από την παράδοση της Εκκλησίας αντλούν οι ευαγγελιστές ό,τι τους
είναι απαραίτητο για τη σωτηρία των αναγνωστών. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται και
από τις μαρτυρίες των ίδιων των ευαγγελιστών όπως λόγου χάρη «και άλλα πολλά θαύματα έκανε ο Ιησούς
ενώπιον των μαθητών του, τα οποία δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό. Αλλά αυτά
έχουν γραφεί για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού και
πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομα αυτού» Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 20:30 –
31 και «υπάρχουν και άλλα πολλά που
έκανε ο Ιησούς, τα οποία, εάν γραφούν το καθένα, νομίζω ότι ούτε αυτός ο κόσμος
δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Αμήν» Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο
21:25.
Εκτός
της Μορφοϊστορικής Σχολής, μία άλλη κατεύθυνση, η οποία σημειώθηκε τα τελευταία
χρόνια στην έρευνα των Ευαγγελίων, είναι και η καλούμενη «Ιστορία της
συντάξεως». Σύμφωνα με αυτή, η προσοχή πλέον των ερευνητών στράφηκε στο
γεγονός, πως οι ευαγγελιστές δεν είναι απλώς συλλέκτες της υπάρχουσας παράδοσης
στην πρώτη Εκκλησία, όπως πρέσβευε η Μορφοϊστορική Σχολή, αλλά θεολόγοι με
ιδιαίτερη ο καθένας από αυτούς θεολογική τάση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα. Διαπιστώθηκε ότι τόσο κατά την εκλογή του υλικού μεταξύ των
στοιχείων της παράδοσης όσο και κατά την έκδοση αυτού, διαφαίνονται και
εκφράζονται οι ιδιάζουσες τάσεις σε καθένα από τους ευαγγελιστές.
Το
κέντρο δηλαδή του ενδιαφέροντος κατά την έρευνα των Ευαγγελίων μετατοπίσθηκε
από την ιστορία των μορφών της προφορικής παράδοσης στην ιστορία της συντάξεως
και εκδόσεως του παραδομένου υλικού από τους ευαγγελιστές. Δεν ενδιαφέρει πλέον
τους ερευνητές οι επί μέρους διηγήσεις και ενότητες των Ευαγγελίων, αλλά το
κάθε ένα ευαγγέλιο ως σύνολο, και το είδος της σφραγίδας που αφήνει στο
ευαγγέλιο αυτό, η προσωπικότητα του κάθε συντάκτη – ευαγγελιστή.
Έτσι
επισημάνθηκε, πως ένα και ταυτόχρονα όμοιο επεισόδιο είναι δυνατόν να
παρατίθεται από όλους τους ευαγγελιστές, αλλά με διαφορετική έξαρση των όμοιων
στοιχείων ή με έξαρση διαφορετικών στοιχείων σε καθένα από τα όμοια αυτά
επεισόδια. Χωρίς να το ομολογούν φανερά ή πιθανόν και να μην το υποψιάζονται οι
οπαδοί της «Ιστορίας της συντάξεως», επιστρέφουν στην άποψη των Πατέρων της
Εκκλησίας μας, με την διαφορά όμως, πως ενώ τους Πατέρες τούς ενδιέφερε το κοινό στοιχείο που ενυπάρχει στους ιερούς
ευαγγελιστές ως συγγραφείς, και το οποίο οφείλεται κατ’ αυτούς στο φωτισμό του
Αγίου Πνεύματος, οι οπαδοί της «Ιστορίας της συντάξεως» αναζητούν το ιδιαίτερο στοιχείο που υπάρχει σε
καθένα ευαγγελιστή ως συγγραφέα και το αποδίδουν στον ανθρώπινο παράγοντα κατά
τη σύνταξη των Ευαγγελίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιωάννης Καραβιδόπουλος, «Εισαγωγή στην Καινή
Διαθήκη», Θεσσαλονίκη 1976ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου