Του Γεωργίου Κυριαζόπουλου
Ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Άγιος Γρηγόριος
ο Παλαμάς
Μετά το Οριστικό Σχίσμα των Εκκλησιών, τον
14ο αιώνα έχουμε στο Βυζάντιο την
περίφημη Θεολογική Έριδα κατά την οποία γίνεται λόγος για καθαρά πολιτική
σύγκρουση, για αντιπαράθεση δύο διαφορετικών παραδόσεων στους κόλπους της
Ορθοδοξίας, για σύγκρουση Πλατωνικών και Αριστοτελικών στο Θεολογικό πεδίο. Οι
τελευταίες έρευνες απέδειξαν ότι δεν πρόκειται για ενδοβυζαντινή υπόθεση, αλλά
για καθαρή σύγκρουση Ανατολικής Ορθοδόξου και Δυτικής φραγκολατινικής παράδοσης...
Υπεύθυνος για αυτή την περίφημη διαμάχη
που η κατάληξή της καθόρισε την τύχη του
χριστιανισμού της Ανατολής ήταν κάποιος
Έλληνας μοναχός από την Καλαβρία της Ιταλίας, ο Βαρλαάμ, που έφτασε το
1330 στην Κωνσταντινούπολη και εκεί σύντομα απέκτησε την φήμη Σοφού και
Φιλοσόφου. Έτσι ο Ιωάννης Κατακουζηνός ο τότε «Πρωθυπουργός» του εμπιστεύθηκε
μιά έδρα στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο. Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Βαρλαάμ ήταν
ένθερμος θιασώτης του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και στα 1334 ο Καλαβρός
φιλόσοφος ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ελληνικής Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας τους
δύο Δομηνικανούς θεολόγους που ο Πάπας
απέστειλε στην Ανατολή για να προετοιμάσει την ένωση των εκκλησιών.
Τέλος στα 1339 του αναθέσανε ακόμα μια εμπιστευτική αποστολή για τον Πάπα
Βενέδικτο ΙΒ΄στην Αβινιόν.
Ο
Βαρλαάμ πραγματικά διακήρυξε πάντοτε τις ορθόδοξες πεποιθήσεις του. Ακριβώς «από την αγάπη του προς την αληθινή
ευσέβεια» εγκατέλειψε την Ιταλία όπου οι Έλληνες θέλοντας και μη,
βρισκόνταν σε ένωση με την Ρώμη. Ξαναγύρισε έτσι, και στέφθηκε στην πίστη των
Πατέρων του. Οι δυσκολίες ωστόσο δεν άργησαν να τον πολιορκήσουν όταν
αυτοπροβλήθηκε ως Θεολόγος. Στην Ιταλία που μεγάλωσε και έζησε είχαν αρχίσει οι
ζυμώσεις της Αναγέννησης.
Οι
Ανθρωπιστικοί κύκλοι στους οποίους ανήκε και ο Βαρλαάμ, ζητούσαν να
απελευθερωθούν από την διανοητική πειθαρχία που ο Μεσαίωνας είχε επιβάλλει και
στο Θεολογικό επίπεδο (Jean Meyendorff σελ. 108). Ζητούσαν
δηλαδή χειραφέτηση της ανθρώπινης σκέψης
σε σχέση με τις μεσαιωνικές «αυθεντίες». Η χειραφέτηση αυτή οδήγησε τελικά στην
προτεσταντική μεταρρύθμιση της Δύσης. Ο Βαρλαάμ απέρριψε τον ισχυρισμό των
Λατίνων για την «γνώση» του Θεού και την απόδειξη της εκπόρευσης του Αγίου
Πνεύματος από μέρους του Υιού. Η Θεολογική σκέψη της Ανατολής τον προσέλκυσε
εξαιτίας του αποφατισμού της δηλαδή της σταθερής διαβεβαίωσής της πως ο Θεός
είναι αδύνατο να γίνει γνωστός. Προσηλώνεται στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη στον
οποίο βρίσκει τελικά την μεταφυσική θεμελίωση της ένωσης των Εκκλησιών.
Ισχυρίζεται ότι αφού ο Θεός είναι ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ πρέπει να συνεχίσουμε την φιλονικία
για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο Αγνωστικισμός αυτός του Βαρλαάμ που
αρχικά κατευθύνεται εναντίον των Λατίνων προσκρούει τώρα και στις κριτικές του
Γρηγορίου του Παλαμά. Θέση του Γρηγορίου του Παλαμά είναι: Ο Θεός είναι μεν
Απρόσιτος αλλά όμως αποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Έτσι ο Κύριος Ημών Ιησούς
Χριστός ενσαρκωνόμενος προσέφερε στους ανθρώπους μια υπερφυσική γνώση διάφορη
από την διάνοια, αλλά αναμφισβήτητα πραγματική, πολύ πιό πραγματική από κάθε
άλλη φιλοσοφική γνώση.
Ο
Βαρλαάμ που είχε περιφρονήσει στη δύση, το διανοητικό Ρεαλισμό της «Θωμικής» σχολαστικής, συγκρουότανε
τώρα με τον Μυστικό Ρεαλισμό των Μοναχών. Ένα άλλο πρόβλημα που τέθηκε από τον
Βαρλαάμ ήταν άν η θεραπέια του νού «κάθαρση» γίνεται μέσω της ασκήσεως και της
νοεράς ευχής «φωτισμού» ή μέσω της φιλοσοφίας του «διανοητικού στοχασμού».
Στην δυτική Θεολογική Παράδοση ισχύει το CREDO, UT INTELLIGAM = ΠΙΣΤΕΥΩ ΩΣΤΕ ΝΑ
ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ (Ιερός Αυγουστίνος). Κατά την άποψη αυτή προχωρεί κανείς με την πίστη, μέσω της φιλοσοφίας
και της γραφής στη λογική σύλληψη της αποκαλύψεως .
Ο
Γρηγόριος ο Παλαμάς διέκρινε πατερικά δύο σοφίες την «Θεία» που χρησιμοποιεί ως χώρο την καρδιά και την «έξω ή θύραθεν» σοφία που χρησιμοποιεί
τον εγκέφαλο, την διάνοια. Η Αποκάλυψη του Θεού κατά τον Παλαμά δεν μπορεί να
γίνει αντικείμενο της διάνοιας του ανθρώπου, διότι υπερβαίνει κάθε Κατάληψη γι’
αυτό η Παιδεία και η Φιλοσοφία δεν είναι προϋποθέσεις για την Θεογνωσία.
Κατά την
δυτική θεολογική παράδοση που τελικά έγινε και θέση του Βαρλαάμ προτεραιότητα
δίνεται στη διάνοια, στη φυσική και στην υπερφυσική γνώση. Γιά τον Παλαμικό
όμως ορθόδοξο – ησυχαστή η έξω σοφία ως προς την Θεογνωσία είναι μέγεθος
αδιάφορο. Γι’ αυτό η Θέωση είναι υπόθεση
κοινή εγγραμάτων και αγραμμάτων (Μ. Βασίλειος – Μ. Αντώνιος). Ο Βαρλαάμ απέδειξε
με την αντιησυχαστική στάση του ότι ήταν ολότελα ξένος προς την ησυχαστική
παράδοση, την ασκητική – εμπειρική θεμελίωση της εκκλησιαστικής Θεολόγησης και γι’ αυτό ο
Γρηγόριος ο Παλαμάς τον αποκαλούσε Λατινέλληνα, διότι ήταν σαφώς «Φραγκολατίνος»
στην ψυχοσύνθεσή του. «Ο Κεντρικός άξονας
της Ορθοδοξίας δεν είναι μόνον η Αγία Γραφή, τα Συγγράμματα των Πατέρων και οι
Τοπικές Οικουμενικοί Σύνοδοι αλλά κυρίως η Παράδοση της Εμπειρίας της Θεωρίας (Θεώσεως)
από την μιά γενιά στην άλλη» (π. Ι. Ρωμανίδης). Ορθόδοξα, αυθεντία δεν
είναι τα κείμενα αλλά οι έχοντες την εμπειρία της Θεώσεως. Αντίθετα η πρόταξη
κειμένων οδηγεί στην ιδεολογικοποίηση της Παράδοσης. Αληθής Θεολόγος στην
Ορθοδοξία είναι ο Θεόπτης, ο δε περί Θεού λόγος (Θεολογία) είναι καρπός της
εμπειρίας της Θεώσεως.
Ο
φιλόσοφος από την Καλαβρία γνώρισε τους ησυχαστές ερημίτες στην Θεσσαλονίκη και
στην Κωνσταντινούπολη. Ανακάλυψε εκεί την πιο λαϊκή μορφή της, της ψυχοφυσικής
μεθόδου προσευχής που προσέβαλε βαθιά τις ανθρωπιστικές του και φιλοσοφικές του
πεποιθήσεις διαποτισμένες από την Πλατωνική πνευματοκρατία. Συγκεκριμένα
γράφει: «Είχα μυηθεί σε τερατωδίες και
αλλόκοτες διδασκαλίες, προϊόντα πλανημένης πίστης και αχαλίνωτης φαντασίας, που
ένας άνθρωπος δεν μπορεί να παραδεχτεί αξιοπρεπώς, αν έχει πνεύμα ή μονάχα
στοιχειώδη λογική. Μου παραδώσανε τις διδασκαλίες τους για θαυμαστά πετάγματα
και ξαναγυρίσματα του πνεύματος και της ψυχής, για συναλλαγές των δαιμόνων με
την ψυχή, για διαφορές που βρίσκονται ανάμεσα στα λευκά και κόκκινα φώτα, για
νοητές εισαγωγές και εξαγωγές που προκαλούνται από τα ρουθούνια συγχρόνως με
την αναπνοή, για φλογερά μετέωρα που συγκεντρώνονται γύρω από τον αφαλό και
τέλος για την Ένωση του ΚΥΡΙΟΥ μας με
την ψυχή που προκαλείται στο εσωτερικό του αφαλού με αισθητό τρόπο και πλήρη
βεβαιότητα καρδιάς» (Lettre va’ Ignace,
e’d G Schiro’, dans Barlaam Calabro,
Epistole Greche, Palerme
1954 pp 323 – 324).
«Οι μοναχοί ισχυρίζονται πως βλέπουν τον Θεό τον
ίδιο, αλλά η άμεση θέα του Θεού είναι
αδύνατη». Και συνεχίζοντας γράφει ο Βαρλαάμ:
«Πώς
το Απρόσιτο και Άκτιστο ΦΩΣ, που για αυτό μιλάνε είναι ο ίδιος ο Υπερούσιος
Θεός κι αν συνεχίζουν ταυτόχρονα να αναγνωρίζουν πως είναι απολύτως Αόρατος και
Απρόσιτος στις αισθήσεις βρίσκονται
μπροστά στο δίλημμα: Δηλώνοντας πως βλέπουν αυτό το Φώς οφείλουν να το θεωρούν
είτε ως ένα άγγελο, είτε ως την ίδια Ουσία του Νού,όταν το πνεύμα το ίδιο
αποκαθαρμένο ταυτόχρονα από τα Πάθη και την Άγνοια βλέπει τον Εαυτό του. ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΘΕΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ
ΤΟΥ ΕΙΚΟΝΑ. Άν το Φώς που για αυτό μιλάνε ταυτίζεται με μια από αυτές τις
δυο πραγματικότητες, πρέπει να θεωρούνε την Σκέψη τους εντελώς σωστή και
σύμφωνη με την Χριστιανική Παράδοση. Αλλά άν λέγουν πως το φώς αυτό δεν είναι
μήτε η υπερούσια Ουσία, μήτε μιά Αγγελική Ουσία, μήτε το ίδιο Ανθρώπινο Πνεύμα,
αλλά πως το Πνεύμα το θαυμάζει ως μια άλλη υπόσταση, δεν ξέρω σε ότι αφορά εμένα, τί είναι αυτό το Φώς, αλλά ξέρω πως δεν
υπάρχει» (σελ. 400 – 402 ίδιο έργο).
Για να
μπορέσουμε να αναιρέσουμε τις Πλάνες στις οποίες έπεφτε ο Βαρλαάμ πρέπει να
κατανοήσουμε τι είναι ο ησυχασμός και η Αδιάλειπτη Προσευχή. Αδιάλειπτη
Προσευχή
είναι η Νοερά και καρδιακή προσευχή που κατά τους Αγίους Πατέρες που ονομάζονται
Νηπτικοί, είναι κυρίως το να συμμαζεύει ο άνθρωπος το νου του μέσα στην καρδιά
του, και χωρίς να λαλεί με το στόμα, αλλά μόνο με τον «ενδιάθετο λόγο», ο
οποίος λαλείται μέσα στην καρδιά, να λέγει τη σύντομη αυτή και μονολόγιστη
προσευχή, το «Κύριε
Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»,
κρατώντας και λίγο την αναπνοή.
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά εκείνος
που επιδίδεται στην προσευχή οφείλει να επιβάλλει την ησυχία στις αισθήσεις
του. Και να απονεκρώσει εντελώς το συγκινησιακό τμήμα της ψυχής για να μην
βάζει σε κίνηση καμιά από τις δυνάμεις της και ακόμη κάθε κοινή ενέργεια ψυχής
και σώματος επειδή η καθεμιά από τις ενέργειες αυτές στέκεται εμπόδιο στην
προσευχή, ιδιαίτερα στο μέτρο που συμμετέχει σε κάποια φυσική προσπάθεια δίνει
χαρά ή λύπη. Ξεχωριστά αυτό αναφέρεται στην πιο χονδροειδή και την πιο παράλογη
από τις αισθήσεις την Αφή (Tο απόσπασμα από τις τριάδες ΙΙ Του
Παλαμά 2&4 e’d Meyendorff).
Μιά σοβαρή πλάνη, πού καυτηρίασε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς στίς αντιλήψεις
των αντιπάλων του, αλλά και πού εξακολουθεί νά διαδίδεται σήμερα μέ τις
δοξασίες των ανατολικών θρησκειών, είναι ότι ο νούς του ανθρώπου πρέπει νά βγεί
από τό σώμα και να υψωθεί προς κάποιο υπερβατικό απόλυτο. Μιά πλάνη, πού
παρασύρει καί ορισμένους απληροφόρητους Χριστιανούς σέ αντιλήψεις καί πρακτικές
ανατολικών θρησκειών. Πολλοί αιρετικοί καί αλλόθρησκοι θεωρούν τό σώμα κακό. Η
Ορθόδοξη όμως Εκκλησία θεωρεί κακή μόνο τήν προσήλωση του νου στό σωματικό
φρόνημα. Αυτή αλλοτριώνει τόν νού και καθιστά τόν άνθρωπο πνευματικά παράλυτο.
Αντίθετα τό σώμα είναι καλό καί δεκτικό της ανακαινιστικής χάριτος του Θεού. Όπως
στο πρόσωπο του Χριστού, γράφει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Θεότητα ήταν κοινή
στό σώμα και τήν ψυχή, έτσι και στό πρόσωπο κάθε πνευματικού ανθρώπου η χάρη
τού Θεού είναι κοινή στον όλο άνθρωπο καί θεουργεί όχι μόνο τήν ψυχή αλλά καί
τό σώμα του. Χαρακτηριστικό μάλιστα εδώ είναι ότι γίνεται λόγος και γιά
επιστροφή του σώματος στον εαυτό του με την απαλλαγή του από τα πάθη καί τόν
εξαγιασμό που παρέχει η χάρη του Θεού (Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ
των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 12, ό.π., τόμ. 1, 518).
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκ προσωπικής πείρας ομιλεί περί του
Ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να αποκαλύψει ότι αυτός υπήρξε θεόπτης: «Βλέπει βεβαίως ως φως εκείνο το αγαπητότατο
πράγμα που αρπάζει τον νου, τον κάνει να εξίσταται από όλα και τον στρέφει
ολόκληρο μόνο σ' αυτό, είναι αποκαλυπτικό άλλ’ όχι αισθητών σωμάτων, το βλέπει
να μη τελειώνει ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα άνω ούτε προς τα πλάγια, και δεν
διακρίνει κάποιο τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιλάμπει, αλλά σαν να
ήταν ήλιος που είναι απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του σύμπαντος.
στο μέσον δε ευρίσκεται Αυτός».
Στην Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
παρουσιάζεται η διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, το άκτιστο Φως,
δηλαδή η όραση του Θεού, δεν είναι απλώς συμβολική όραση, δεν είναι αισθητή και
κτιστή, ούτε κατωτέρα της νοήσεως, αλλά είναι θέωση. Δια της θεώσεως ο άνθρωπος
αξιώνεται να δει τον Θεό. Και αυτή η θέωση δεν είναι αφηρημένη κατάσταση, αλλά
ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή ο άνθρωπος θεωρώντας το άκτιστο Φως, το
βλέπει γιατί ενώνεται με τον Θεό, το βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς και
με αυτούς ακόμη τους σωματικούς οφθαλμούς, οι οποίοι έχουν μετασκευασθεί από
την ενέργεια του Θεού. Επομένως η θεωρία είναι ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.
Και αυτή η ένωση είναι γνώση του Θεού. Τότε ο άνθρωπος αξιώνεται να γνωρίσει
τον Θεό. Και αυτή η γνώση είναι υπέρ την ανθρωπίνην γνώσιν και υπέρ την
αίσθησιν. Ο Άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για την έκσταση. Αλλά αυτή η έκσταση,
στην πατερική διδασκαλία, δεν έχει καμιά σχέση με την έκσταση της Πυθείας και
των άλλων θρησκειών…Με άλλα λόγια η έκσταση, που είναι η αδιάλειπτη νοερά
προσευχή κατά την οποία ο νους του ανθρώπου έχει μνήμη αδιάλειπτη του Θεού και
δεν έχει καμμιά σχέση με τα πάθη και τον λεγόμενο κόσμο της αμαρτίας, δεν είναι
ακόμη ένωση με τον Θεό. Η ένωση αυτή του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται όταν έλθει
ο Παράκλητος στον προσευχόμενο, που κάθεται στο υπερώο των φυσικών ακροτήτων
και αναμένει την επαγγελία του Θεού, και τον αρπάζει στην θεωρία του ακτίστου
Φωτός. Η έλλαμψη του Θεού είναι εκείνη που δείχνει την ένωση του Θεού με τον
άνθρωπο.
(https://www.iellada.gr/thriskeia/i-gnosi-toy-theoy-kata-ton-agio-grigorio-ton-palama).
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέταξε με την ευκαιρία των γραφών του
Βαρλαάμ τις περίφημες τριάδες για την υπεράσπιση των Αγίων Ησυχαστών. Έτσι η Ορθόδοξη
εκκλησία αποκτά με εκπρόσωπό της τον Γρ. Παλαμά για πρώτη φορά τη θέση του
ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ σε σχέση με τα κεντρικά δόγματα για την Αμαρτία, την Ενσάρκωση, την
Απολύτρωση και την Χάρη των Μυστηρίων. Στην ίδια στιγμή αφορίζει – ξεχωρίζει
τις Χριστιανικές θέσεις από τις Νεοπλατωνικές της εποχής και απαντά στις κατηγορίες του Μεσσαλινισμού
που ρίχτηκαν από τον Βαρλαάμ που κατηγορούσε τους μοναχούς για το ότι «έβλεπαν τη Θεία Ουσία με τα μάτια του
σώματος».
Ο Παλαμάς είχε να αναιρέσει (2) δύο αιτήματα του Βαρλαάμ.
Α. Το Αριστοτελικό αίτημα πως
κάθε γνώση συμπεριλαμβάνει τη γνώση του Θεού κι έχει σαν πηγή της την παραδοχή
ή εμπειρία των αισθήσεων.
Β. Το Νεοπλατωνικό αίτημα πως ο Θεός βρίσκεται πάνω από την αισθητή
εμπειρία και γι’ αυτό τον λόγο είναι άγνωστος. Έτσι σύμφωνα με το Βαρλαάμ κάθε
γνώση του Θεού είναι λοιπόν έμμεση. Περνάει πάντα «Διαμέσου των Όντων» που
γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. Η μυστική γνώση δεν μπορεί κι αυτή να
είναι μόνο συμβολικά πραγματική.
Ο Παλαμάς αρχίζει με την κριτική
της Ελληνικής φιλοσοφίας στο σύνολό της γράφοντας: ορισμένοι άνθρωποι
περιφρονούν, με την πρόφαση πως είναι πολύ απλός, το σκοπό που προτείνεται
στους Χριστιανούς: Τα άρρητα αγαθά, που μας δόθηκαν ως υπόσχεση για τον αιώνα
που φθάνει. Περιορίζοντας την γνώση στην
«εμπειρική» επιστήμη την εισάγουν στην εκκλησία για εκείνους που εφαρμόζουν
στην ζωή τους τη σοφία του Χριστού.
Ισχυρίζονται πως όσοι δεν κατέχουν επιστημονικές γνώσεις είναι
ακαλλιέργητα και ατελή όντα. Πρέπει να παραδοθούν ολοκληρωτικά στις σπουδές των
ελληνικών γραμμάτων, να παρατήσουν τις διδασκαλίες του Ευάγριου (που πραγματικά
δεν τους απελευθερώνουν με κανένα τρόπο από την άγνοια που έχουν για τις δικές
τους επιστήμες) κι απομακρύνονται από Αυτόν που λέει : «γίνεσθε τέλειοι» (1 Κορινθίους 14:20, Ματθαίος 5:48). «Αν κάποιος βρεθεί εν Χριστώ είναι τέλειος»
(Φιλιππησίους 3:14 – 15). Δεν πρόκειται συνεχίζει ο Παλαμάς για την απαλλαγή
σου από την επιστημονική άγνοια, αλλά για
την απαλλαγή σου από την άγνοια του Θεού και τα θεϊκά δόγματα, άγνοια
που απαγορεύουν οι θεολόγοι μας. Πρόκειται για την εντελώς καλύτερη μορφή ζωής
που πρέπει να αποκτήσεις σύμφωνα με τους κανόνες που προδιαγράφουν οι θεολόγοι
αυτοί για να πληρωθείς από την φώτιση του Θεού και για να γίνεις πραγματική
Εικόνα και Ομοίωση του Θεού (Tριάδες 1,1 παρ. 4 Meyerdorff p. 14). Αλλά παρατηρούμε ότι υπάρχει ένα λάθος στην επιχειρηματολογία
αυτή του Παλαμά διότι όταν διακηρύσσει απόλυτα μαζί με τον Άγιο Παύλο την
ανωτερότητα της Χάρης πάνω στη Φύση, με τρόπο που τον συνδέει ισχυρά με τον
μεγάλο δάσκαλο της Χάρης τον Άγιο Αυγουστίνο, υπερασπίζεται την ψυχοφυσική
μέθοδο της Προσευχής του Νικηφόρου του Ησυχαστή που φαίνεται σε πολλούς μέχρι
σήμερα σαν ένα είδος Χριστιανικού Γιογκισμού, που θα επέτρεπε αυτόματα μια
επαφή με το Θεό και θα έκανε να εξαρτάται η Χάρη από μια χοντροκομμένη φυσική
και καθαρά ανθρώπινη τεχνική.
Ο Όσιος Νικηφόρος συμβουλεύει τους μαθητές
του πριν εκθέσει τήν «μέθοδο» του, να διάγουν βίο ήσυχο, αμέριμνο και να
βρίσκονται εν ειρήνη με όλους. “Έπειτα,
εισερχόμενοι στο κελί τους και καθήμενοι σε μιά γωνιά, τους προτρέπει να
συνάγουν τον νου τους και να τον εισάγουν με τήν πνοή τους μέχρι τά σημεία της
καρδιάς. Αν αυτή η άσκηση φανεί δύσκολη και στενόχωρη στήν αρχή, εξαιτίας της
αστάθειας του νου πού εξεγείρεται εναντίον της στενώσεως αυτής, με την συνήθεια
θά βρεθεί σιγά – σιγά μία άρρητος ηδονή πού επιστρέφει ακατάπαυστα στον ρυθμό
της αναπνοής, σ’ αυτή τήν έδρα της ψυχής, «ώσπερ άνήρ τις του εαυτού οίκου
απόδημος, έπάν έπιστρέψη ούκ εχει ότι και γένηται από τής χαράς, ότι κατηξιώθη
τοις τέκνοις και τή γυναικί εντυχείν». Είτε φθάσει κανείς στον τόπο της
καρδίας, είτε αρκεστεί να επιστήσει την προσοχή του στην αναπνοή, ο νους δεν
πρέπει να μένει αργός, αλλά να απομακρύνει κάθε λογισμό γιά να ανακράζει ένδον
και ακαταπαύστως το: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.” Η πρακτική αυτή,
διαβεβαιώνει ο Νικηφόρος εξ ιδίας πείρας, θα του ανοίξει αναμφισβήτητα την
είσοδο της καρδιάς και: «Ελεύσεται σε
σοί, συν τή πολυποθήτω και τερπνώ προσοχή, και πάς ο των αρετών χορός, αγάπη,
χαρά, ειρήνη, και τα έξης˙ δι’ ών πάντα σου τα αιτήματα κομιεί εν Χριστώ Ιησού
τώ Κυρίω ημών…». Αυτή είναι η ονομαστή «Μέθοδος προσευχής» των Ησυχαστών
πού γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία μεταξύ των εραστών της προσευχής και προκάλεσε
βίαιες αντιδράσεις εκ μέρους των ορθολογιστικών πνευμάτων και οπαδών ενός καθ’
όλα εξωτερικού χριστιανικού βίου. Μεταξύ των μαθητών του οσίου Νικηφόρου ήταν
επίσης και ο άγιος Θεόληπτος Φιλαδέλφειας (1250 – 1322), πού είχε αποσυρθεί
στον Άθω επειδή ομολόγησε την Ορθοδοξία. Μυήθηκε από εκείνον στην μέθοδο αυτή
προσευχής και τήν μετέδωσε στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος κατέδειξε τα
θεολογικά θεμέλια της και την κεντρική σημασία της στην ορθόδοξη
πνευματικότητα.
Στην πραγματικότητα η κριτική αυτή του
Βαρλαάμ που μόλις αναφέραμε αλλά και πολλών μοντέρνων στηρίζονται πάνω στην
πνευματοκρατική προϋπόθεση που ταυτίζει το Υπερφυσικό με το Άϋλο. Το γεγονός
ακόμα ότι το Ανθρώπινο σώμα μπορεί να θεωρηθεί ως δέκτης της Θείας Χάρης
φαίνεται για το Βαρλαάμ απαράδεκτη κατάχρηση. Αντίθετα για τον Παλαμά πρόκειται
για ένα αυτονόητο γεγονός ιδιαίτερα από την στιγμή που ο ίδιος ο Υιός του Θεού
σαρκώθηκε στους Κόλπους της Μαρίας και ίδρυσε πάνω στη γη Ορατή Εκκλησία που η
μυστηριακή της Χάρη μπορεί και οφείλει να εξαγιάσει τον όλο Ανθρωπο, δίνοντας
του έτσι εχέγγυο για την Σωματική Ανάσταση στην
Έσχατη μέρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ενδεικτική
1. Meyendorff, John (1926 – 1992) Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Ορθόδοξη μυστική παράδοση σειρά «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 12, εκδόσεις
Ακρίτας, Αθήνα 1989, 224 σ
2. Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Η σωτηριολογία του
Λουθήρου https://www.impantokratoros.gr/2B472AB7.el.aspx.
3. Η γνώση του Θεού κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά
(https://www.iellada.gr/thriskeia/i-gnosi-toy-theoy-kata-ton-agio-grigorio-ton-palama).
4. Τριαδολογία και μυστικισμός του Ιερού Αυγουστίνου στο Έργο Πατρολογία του Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου Καθηγητή Θεολογικής σχολής Ε.Κ.Π.Α
5. Αγία Γραφή
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου