Για να γίνει κατανοητό ένα
πολύ γνωστό επεισόδιο της περιόδου 529 – 532, – το κλείσιμο της νεοπλατωνικής
σχολής των Αθηνών –, θα πρέπει να τοποθετηθεί στο γενικότερο πλαίσιο των μέτρων
που πάρθηκαν από την αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού· ειδάλλως,
κινδυνεύουμε να υποβαθμίσουμε την σημασία του. [1]...
Η ελληνική φιλοσοφία είχε
παραμείνει ζωντανή στην Αθήνα των αρχών του 6ου αιώνα – ίσως όχι
χωρίς κινδύνους· καθώς φαίνεται, όμως, στην Αθήνα είχαν αποφευχθεί οι μεγάλες
κρίσεις που συγκλόνισαν την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό και πρόσφεραν αφορμές
στους Χριστιανούς των δύο αυτών πόλεων να καταφέρουν καταστροφικά πλήγματα στις
φθίνουσες λατρείες. Όπως είδαμε στην περίπτωση του Πρόκλου, η κατάσταση στην
Αθήνα ήταν μοναδική: η φιλοσοφική σχολή, η Ακαδημία, ήταν πλούσια χάρη στις
δωρεές στις δωρεές του Πλουτάρχου (αρχές του 5ου αιώνα) και άλλων
δωρητών αργότερα. [2] Η λειτουργία του ιδρύματος δεν στηριζόταν
αποκλειστικά στα δίδακτρα των μαθητών. Η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική την
εποχή που είχε φτάσει εκεί για σπουδές ο Λιβάνιος (γύρω στο 336) ή όταν
επισκέφτηκε την πόλη ο Συνέσιος (μάλλον γύρω στα τέλη του 4ου
αιώνα), που έγραψε: «Δεν υπάρχει πια τίποτε αξιοθαύμαστο στην Αθήνα, εκτός από
τα ένδοξα τοπωνύμια. Όπως από το σφάγιο, μετά τη θυσία, δεν έχει απομείνει παρά
το δέρμα από το οποίο αναγνωρίζουμε το ζώο που υπήρξε κάποτε». [3]
Ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος
είναι εκπρόσωποι μιας μεταγενέστερης περιόδου ακμής. Τον 5ο αιώνα η
τύχη της σχολής εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ποιότητα των καθηγητών της και
από τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό και τις μεταξύ τους αντιζηλίες, στις οποίες
ίσως αναφέρεται ένα απόσπασμα του Δαμάσκιου: «Εξαιτίας της στάσης [ή της
διαφωνίας], ο Μαρίνος έφυγε από την Αθήνα και πήγε στην Επίδαυρο, υποπτευόμενος
συνωμοσίες που περιλάμβαναν και επιβουλή κατά της ζωής του». [4] Να ήταν άραγε ταραχές που προκάλεσαν οι
Χριστιανοί, αυτό που ανάγκασε τον Μαρίνο να καταφύγει για λίγο στην Επίδαυρο, ή
οι αντιπαλότητες μεταξύ των φιλοσόφων; Το δεύτερο ίσως εξηγεί καλύτερα γιατί ο
Μαρίνος φαίνεται να είναι ο μόνος που απειλήθηκε από τις μηχανορραφίες, από τις
οποίες ξέφυγε εύκολα, απλώς διασχίζοντας τον Σαρωνικό.
Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη
όπου η διδασκαλία αποτελούσε ένδοξη παράδοση· η κατάσταση εκεί διέφερε πολύ από
της Αλεξάνδρειας ή της Βηρυτού, και ως προς τη δύναμη της χριστιανικής
θρησκευτικής εξουσίας και ως προς το πλήθος των πιστών. Η Ακαδημία, που γνώρισε
μεγάλη ακμή επί Πρόκλου και Ισίδωρου, είχε παρακμάσει στα χρόνια του Ηγία, αλλά
ανέκτησε το κύρος της με τον Δαμάσκιο, που ήταν σχολάρχης όταν την έκλεισε ο
Ιουστινιανός το 529. Τη χρονιά που απαγορεύτηκε η λειτουργία της δεν βρισκόταν
ούτε σε παρακμή ούτε σε κρίση. Επί Αναστασίου (491 – 518), ο ποιητής
Χριστόδωρος από την Κόπτο, ανάμεσα σε αφηγήσεις για τις παραδόσεις μεγάλων
πόλεων και περιγραφές έργων τέχνης, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Περί των
ακροατών του μεγάλου Πρόκλου”, όπου οι μαθητές του φιλοσόφου παρουσιάζονται ως
γραφικά «μνημεία» του κλασικού πολιτισμού. Την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός,
ένας ανώτερος αξιωματούχος με ενδιαφέρον για την αρχαία ιστορία, δήλωνε με
υπερηφάνεια ότι είχε αποκτήσει μια αμυδρή γνώση του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα,
χάρη σε έναν μαθητή του Πρόκλου που είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. [5]
Η σημασία της εντυπωσιακής
κίνησης του Ιουστινιανού έχει συζητηθεί πολύ. Ο Alan Cameron θεώρησε
πως ο χαρακτήρας της ήταν απλώς «περιοριστικός». Ο Ιουστινιανός, το 529,
απαγόρευσε στους Εθνικούς να διδάσκουν. [6] Το μέτρο αυτό, πιστεύει ο Cameron, αφορούσε
αποκλειστικά στη φιλοσοφία, αποκλειστικά στην Αθήνα. Οι άλλες σχολές, η νομική
της Βηρυτού, η ρητορική της Γάζας και η φιλοσοφική συνέχισαν να λειτουργούν. Η
Ακαδημία έδινε την εντύπωση ότι ήταν «ανατρεπτική»· επιπλέον, ο μεγάλος πλούτος
της άνοιγε την όρεξη των φοροσυλλεκτών. Στην Αλεξάνδρεια, αντίθετα, Εθνικοί
όπως ο Αμμώνιος και, μετά από αυτόν, ο Ολυμπιόδωρος, έως το 565 συνέχιζαν να
διδάσκουν και να δημοσιεύουν, ίσως χάρη στην μυστηριώδη «συμφωνία» μεταξύ του
Αμμώνιου και του πατριάρχη, την οποία αναφέρει ο Δαμάσκιος (που στάθηκε
λιγότερο τυχερός με τις αρχές απ’ ό,τι ο ανταγωνιστής του) · ίσως, πάλι, επειδή
στην Αλεξάνδρεια μελετούσαν κυρίως τον Αριστοτέλη, που προκαλούσε τους
Χριστιανούς λιγότερο απ’ ό,τι ο Πλάτωνας. Στις αρχές του 7ου αιώνα,
στην Αλεξάνδρεια, ο Χριστιανός καθηγητής Στέφανος δίδασκε στα μαθήματά του για
την αιωνιότητα του κόσμου σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, χωρίς να προσπαθεί να
αντικρούσει τον δάσκαλο ή να συμβιβάσει τις απόψεις του με τον χριστιανισμό. [7] Και τον 15ο αιώνα, όταν ο σουλτάνος
Μωάμεθ Β΄– πνευματικά πιο γοητευτικός από τον σκυθρωπό Ιουστινιανό –, κατέλαβε
την Κωνσταντινούπολη, οι Αριστοτελικοί επέδειξαν την ίδια τάση προσαρμογής σ’
ένα νέο καθεστώς, ενώ οι Πλατωνικοί κατέφυγαν στην Ιταλία.
Η περιουσία της Ακαδημίας δημεύτηκε
από τον αυτοκράτορα στα τέλη του 531 ή στις αρχές του 532. [8] Τότε ήταν που οι φιλόσοφοι της Αθήνας ζήτησαν
άσυλο στη Μεσοποταμία, στους Πέρσες. Πρόκειται για ένα από τα πιο
μυθιστορηματικά επεισόδια της εποχής: οι λάτρεις του Ήλιου πορεύονται προς
Ανατολάς, κουβαλώντας μαζί τους όλους τους θησαυρούς της ελληνικής σοφίας. Σύμφωνα
με τον ιστορικό Αγαθία Σχολαστικό (γενν. γύρω στα 532), ήταν επτά – όσοι και οι
πλανήτες που λάτρευαν ή οι σοφοί της αρχαίας Ελλάδας. Αυτοί οι απλοϊκοί
συμβολισμοί δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να μειώσουν την ιστορικότητα του
επεισοδίου. Στο θρόνο των Σασσανιδών βρισκόταν τότε ένας νεαρός μονάρχης, ο
Χοσρόης, που ήθελε να περιστοιχίζεται από λογίους. Δεν μπόρεσε να πείσει τους
φιλοσόφους να παραμείνουν στην αυλή του, κατάφερε ωστόσο να κρατήσει κοντά του
έναν Αριστοτελικό γιατρό, τον Ουράνιο, τον οποίο ο Αγαθίας απαθανάτισε ως
τσαρλατάνο, σπουδαίο ρήτορα – όταν ήταν μεθυσμένος –, που συζητούσε με τους
ιερείς του Ζωροάστρη, τους μάγους της Περσίας, για την αιωνιότητα του κόσμου. [9] Η μετριότητα του Ουράνιου, αν μη τι άλλο,
αναδεικνύει την ποιότητα εκείνων που προηγήθηκαν, και που ήταν ο ανθός της
σύγχρονης ελληνικής φιλοσοφίας.
Όμως τι ήταν αυτό που
αναζητούσαν στην αυλή του Χοσρόη; Εκτός από το να ξεφύγουν από τον
χριστιανισμό, θα πρέπει να τους παρακίνησε μια διανοητική περιέργεια, μια
επιθυμία να δουν εκεί ζωντανή μια άλλη θρησκεία· μια έλξη ανάλογη με εκείνη των
τελευταίων Εθνικών προς τους ξένους θεούς. Ωστόσο, αν και ο ζωροαστρισμός δεν
αποκλείει τον πολυθεϊσμό, ο Χοσρόης δεν ήταν παγανιστής. Σύμφωνα με τον Αγαθία,
οι φιλόσοφοι είχαν φανταστεί τους Πέρσες ως τίμιου και ειλικρινείς, με μια λέξη
ενάρετους· αυτή η εξιδανικευμένη και μάλλον αφελής εικόνα ήταν προφανώς
εμπνευσμένη από τα έργα του Ηροδότου και του Ξενοφώντα, που είχαν γραφεί χίλια
χρόνια νωρίτερα. Οι φιλόσοφοι απογοητεύτηκαν πολύ γρήγορα, αντικρίζοντας μια
κοινωνία σκληρότερη, πιο ιεραρχική και πολύ λιγότερο εξελληνισμένη από αυτή που
περίμεναν να βρουν. Τελικά παραιτήθηκαν από το έργο της διδασκαλίας των
αγαπημένων τους θεωριών στους – διόλου ασκητικούς – Πέρσες ευγενείς μέσω των
διερμηνέων της παχλαβί με τη βραχνή ομιλία και την αναπόφευκτη ανακρίβεια.
Τους Έλληνες σκανδάλισαν
επίσης τα ζωροαστρικά θρησκευτικά έθιμα. Οι νεκροί εγκαταλείπονταν σε
συγκεκριμένα μέρη για να φαγωθούν οι σάρκες τους από σκυλιά και όρνεα, ώστε τα
πτώματα να μην έρθουν σε επαφή με τη γη. Ο Αγαθίας παραθέτει (υπό μορφή
επιγράμματος) τα λόγια που είπε το φάντασμα ενός πιστού του Ζωροάστρη στους
Έλληνες φιλοσόφους, που βρήκαν το πτώμα του παρατημένο σ’ ένα αγρό και
φρόντισαν να το θάψουν:
Μην θάβετε αυτόν που δεν
πρέπει να ταφεί, αφήστε τον να γίνει λεία των σκύλων· η Γη, μητέρα των πάντων,
δεν δέχεται τον άνδρα που θα μολύνει τη μητέρα του.
Οι στίχοι αυτοί υπογραμμίζουν
την εμμονή των πιστών του Ζωροάστρη να προφυλάξουν τη γη από κάθε μίασμα, αλλά
και τις ενδογαμίες της περσικής κοινωνίας, που επέτρεπε ακόμα και το γάμο
μεταξύ μητέρας και γιου – τι πιο οιδιπόδειο για τους Έλληνες! Το επίγραμμα,
φαίνεται πως γράφτηκε (αφού πρώτα «φανερώθηκε σε όνειρο») από ένα μέλος της
αποστολής, στο ταξίδι της επιστροφής – και αναμφίβολα εκφράζει την απογοήτευση
όλων. Τίποτα το πρωτότυπο, όμως: από αιώνες, η κλασσική παράδοση φαινόταν να
σκανδαλίζεται από τα γαμικά έθιμα των Περσών· αυτό το ανέκδοτο δεν αποκάλυψε
στη βυζαντινή κοινή γνώμη τίποτα που δεν ήταν ήδη γνωστό. [10] Η ανακρίβεια που χαρακτηρίζει
την περιγραφή της αποστολής από τον Αγαθία και ο καθαρός ρητορικός χαρακτήρας
της έκαναν τον Michel
Tardieu
να
αρνηθεί την ιστορικότητα του επεισοδίου, το οποίο θεώρησε ότι επινοήθηκε για να
στηρίξει τις αξιώσεις του Σιμπλίκιου και των οπαδών του να ζήσουν στις Κάρρες.
Σύμφωνα με τον Αγαθία, οι
φιλοξενούμενοι του Χοσρόη έφυγαν από την αυλή του ύστερα από λίγους μήνες,
χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια φιλονικία τους με τον μονάρχη. Κι έτσι έγινε
πιστευτή η ιστορία ότι η συνθήκη ειρήνης που έγινε το 532 μεταξύ Χοσρόη και
Ιουστινιανού, περιείχε τις εγγυήσεις για την ασφάλεια των φιλοσόφων και την
επιστροφή τους στην πατρίδα, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν «όπως επιθυμούσαν». [11] Ο Δαμάσκιος προφανώς επέστρεψε στη γενέτειρά
του Συρία (ήταν από τη Δαμασκό). Στην Έμεσα (167 χλμ βόρεια της Δαμασκού)
βρέθηκε η ταφική επιγραφή μιας δούλης, που χρονολογείται το 538· το ίδιο
επίγραμμα υπάρχει και στην Παλατινή
Ανθολογία, και αποδίδεται στον Δαμάσκιο:
Εγώ η Ζωσίμη, που μέχρι τώρα
μόνο στο σώμα ήμουνα δούλη κέρδισα τώρα και την ελευθερία του σώματός μου. [12]
Οι μαθητές του Δαμάσκιου,
ιδιαίτερα ο Σιμπλίκιος, συνέχισαν να συγγράφουν, αλλά δεν επέστρεψαν στην
Αθήνα. Ο Michel
Tardieu
πρόσφατα
απέδειξε ότι ο Σιμπλίκιος εγκαταστάθηκε στη Β. Συρία, στις Κάρρες (αραμαϊκό
Χαρράν), στη ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά πέρα από τον Ευφράτη και κοντά στα σύνορα
με την Περσία. Εκεί ίδρυσε μια νεοπλατωνική σχολή που λειτούργησε επί πέντε
σχεδόν αιώνες, σε ένα περιβάλλον που ήταν και θα συνέχιζε να είναι φιλόξενο.
Πράγματι, αν και οι Κάρρες (όπου σταμάτησε ο Αβραάμ στο δρόμο για την Χαναάν –
η «χώρα του Λάβαν», όπου ο Ιακώβ συνάντησε τη Ραχήλ κοντά στην περίφημη πηγή)
είχαν γίνει τόπος έλξης για τους Χριστιανούς προσκυνητές και μοναχούς, οι
κάτοικοι είχαν παραμείνει παγανιστές. Το 381 – 384, στο δρόμο από τη Γαλικία
στην Ιερουσαλήμ, η προσκυνήτρια Ηγηρία έκανε μια μεγάλη παράκαμψη για να
επισκεφθεί τον ιερό αυτό τόπο. Έτυχε να φτάσει την ημέρα της εορτής ενός
τοπικού αγίου, του Ελπίδιου, και είχε έτσι την ευκαιρία να συναντηθεί με τους
μοναχούς της Μεσοποταμίας (στις 28 Απριλίου 384). «Αμέσως μετά τη γιορτή του
Αγίου, οι μοναχοί εξαφανίστηκαν· μόλις έπεσε η νύχτα, επέστρεψαν στην έρημο,
καθένας στο ερημητήριό του. Μέσα στην πόλη, εκτός από λίγους ιερείς και
μοναχούς που ζούσαν εκεί, δεν βρήκα ούτε ένα Χριστιανό: ήταν όλοι παγανιστές.» [13]
Μετά την εκστρατεία του 540,
οπότε ο Χοσρόης εισέβαλε στη Συρία, λεηλατώντας, αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό
και καταστρέφοντας – εν μέρει – την Αντιόχεια, ο κατακτητής εξαίρεσε τις Κάρρες
από το φόρο υποτελείας επειδή ο πληθυσμός της ήταν «στην πλειοψηφία του πιστός
στην αρχαία θρησκεία». [14] Εκεί είχαν βρει καταφύγιο και οι Μανιχαίοι.
Όταν συμφωνήθηκε ανακωχή ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Σασσανίδες, αν
κάποια διάταξη προέβλεπε τη θρησκευτική ελευθερία, ο λόγος δεν ήταν για να
ωφεληθεί μια χούφτα περιπλανώμενων φιλοσόφων, αλλά για να υπάρχει εγγύηση για
τους κατοίκους των συνόρων ότι δεν θα υπέφεραν υπερβολικά στα χέρια του
προσωρινού τους αφέντη.
Τον 9ο αιώνα, ο
περίφημος ιδρυτής της Σχολής της Βαγδάτης Θάμπιτ ιμπν Κούρρα, που καταγόταν από
τις Κάρρες, διακήρυξε ότι η γενέθλια πόλη του «δεν μολύνθηκε ποτέ από την πλάνη
της Ναζαρέτ». [15]
Λίγο πριν το 946, όταν ο Άραβας
ταξιδιώτης αλ Μασούντι επισκέφθηκε την Χαρράν, είδε
… πάνω στο
ρόπτρο του εντευκτηρίου των Σαβαίων μια συριακή επιγραφή με λόγια του Πλάτωνα.
Μου την εξήγησε ο Μάλικ ιμπν Ούκμπουν και άλλα πρόσωπα της ίδιας αίρεσης “Αυτός
που γνωρίζει τη φύση του γίνεται θεός”.[16]
Ο Michel Tardieu αναγνώρισε
σ’ αυτήν την φράση ένα απόσπασμα του Πρώτου
Αλκιβιάδη (133c),
που Πλατωνικοί θεωρούσαν ως το κλειδί για τα δόγματα του μεγάλου δασκάλου. Στον
πυρήνα της διδασκαλίας των «Σαβαίων», το θεμελιώδες αξίωμα – ότι υπάρχει «στον
κόσμο ένα αίτιο διαχρονικό· μια μονάδα, που δεν επηρεάζεται από καμία απολύτως
ιδιότητα των αιτιατών» –, απηχεί τις θεωρίες του Πρόκλου και επεκτείνει τη
μεταφυσική του Πλατωνικού Παρμενίδη
στο θέμα του Ενός και της πολλαπλότητας – δηλαδή στα άγια των αγίων του ύστερου
Πλατωνισμού. [17]
Στο πέρασμα των αιώνων, οι Χαρραναίοι διάδοχοι του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, του
Πορφύριου, του Πρόκλου και του Δαμάσκιου διατήρησαν τις τελετές, τις προσευχές,
τις νηστείες και τις θυσίες τους (ιδιαίτερα τις θυσίες πετεινών – του «ηλιακού
πτηνού» – η τελευταία θυσιαστική προσφορά Σωκράτη), καθώς και τη χρήση, μέσα
στη σχολή, του παλιού αττικού ημερολογίου, που ήταν ταυτόχρονα ηλιακό και
σεληνιακό. [18]
Ωστόσο, ο τόπος συγκέντρωσής τους βρισκόταν μακριά από τους αρχαίους ναούς της
πόλης, από τους οποίους μόνον ένας λειτουργούσε ακόμα τον 10ο αιώνα.
Μέσω της σχολής του Χαρράν η
ελληνική φιλοσοφία έφτασε στη Βαγδάτη – απ’ όπου επέστρεψε στη Δύση μεταφρασμένη
στα αραβικά, μέσω της μουσουλμανικής Ανδαλουσίας. Η σχολή του Χαρράν εξαφανίστηκε
τον 11ο αιώνα μέσα στη δίνη της αναταραχής που προκλήθηκε με την
έλευση των Σελτζούκων Τούρκων στο Ιράκ. [19]
Η ενέργεια του Ιουστινιανού
να κλείσει τη σχολή των Αθηνών έχει καταγραφεί στο έργο του ιστορικού Ιωάννη
Μαλάλα από την Αντιόχεια και του Αγαθία Σχολαστικού από τη Μυρίνη, ενός
ευσεβούς Χριστιανού που, όπως είδαμε, άφησε τη φαντασία του να τον καθοδηγήσει
στην περιγραφή των γεγονότων. [20] Όμως
το τέλος της σχολής δεν σήμανε οριστικά το τέλος της φιλοσοφίας. Τον 7ο
αιώνα, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610 – 641) έφερε τον νεοπλατωνικό Στέφανο από
την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, για να του προσφέρει μια έδρα
φιλοσοφίας. Παρ’ όλα αυτά, μετά τα διατάγματα του Ιουστινιανού, σε ολόκληρη τη
βυζαντινή επικράτεια η αίγλη της φιλοσοφίας είχε πια χαθεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. λ.χ. A. Cameron, “The Last Days of the Academy in
Athens”, Proc. of the Cambr. Philol. Soc.
195 (1969), σ. 7 – 29.
[2] Μαρίνος, Βίος Πρόκλου, 29 τέλος και πρβλ.
Δαμάσκιος, Βίος Ισιδώρου, απ. 265 Zintzen, σύμφωνα
με τη Σουίδα.
[3] Λιβάνιος, Βίος, 16 – 29· Συνέσιος, Επιστολή 136 (P.G. 66, 1524c): ως ουδέν έχουσι αι νυν Αθήναι σεμνόν αλλ’ ή τα κλεινά των χωρίων
ονόματα. Και καθάπερ <ιερείου διαπεπραγμένου> το δέρμα λείπεται γνώρισμα
του πάλαι ποτέ ζώου, ούτως ενθένδε φιλοσοφίας εξωκισμένης λείπεται
περινοστούντα θαυμάζειν την ακαδήμειάν τε και το Λύκειον και νη Δία την
ποικίλην στοάν, την επώνυμον της Χρυσίππου φιλοσοφίας, νυν ουκέτ’ ούσαν
ποικίλην. Ο γαρ ανθύπατος τας σανίδας αφείλετο, αις εγκατέθετο την τέχνην ο εκ
Θάσου Πολύγνωτος.
Ο Συνέσιος συγκρίνει
την Αθήνα με την ευημερούσα Αλεξάνδρεια της Υπατίας: νυν μεν ουν εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις Αίγυπτος τρέφει τας Υπατίας
δεξαμένη γονάς, αι δε Αθήναι, πάλαι μεν ην πόλις εστία σοφών, το δε νυν έχον
σεμνύνουσιν αυτάς οι μελιττουργοί.
[4] Βίος
Ισιδώρου, απ. 265 Z.
[5] Χριστόδωρος, παρατίθεται
στον Ιωάννη Λυδό, Περί Αρχών της Ρωμαίων
Πολιτείας, ΙΙΙ, 26 Wunsch.
[6] Ιουστ. Κωδ., Ι,5,18 (του
529), και Ι,ιι,9 και 10 (χωρίς ημερομηνία· ύστερες) · πρβλ. A. Cameron, “The End of the ancient Universities”, Cahiers d’ hist. mondial, 1967, σ. 653 – 673 (σ. 670).
[7] Alan Cameron, “Last Days of the Academy”, σ. 14· “End”, σ. 671.
[8] Alan Cameron “Last Days of the Academy”, σ. 11 κ.ε. και 13 κ.ε.
[9] Σχέση μεταξύ ιατρικής και
φιλοσοφίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα: πρβλ. L.G. Westerink, “Philosophy and Medicine in Late
Antiquity”, Janus, 1964, σ. 169 – 177, παρατίθεται στο M. Tardieu, “Sabiens coraniques et «Sabiens»
de Harran”, Journ. As., 1986, σ. 1 – 44.
[10] Το επίγραμμα στον Αγαθία,
ΙΙ, 31,7 και στην Παλατινή Ανθολογία,
ΙΧ, 498. Πρβλ. Ευριπίδης, Ανδρομάχη
173 – 175· Διογένης Λαέρτιος, Προοίμιον
VI,7,
για τους νόμους των μάγων σχετικά με την ταφή και την αιμομιξία, που συνδέονται,
όπως και στον Αγαθία (σύμφωνα με τον Σωτίωνα, Περιπατητικό της Αλεξάνδρειας, 2ος
π.Χ. αι.)· Πλούταρχος, Περί της Αλεξάνδρου τύχης, Ι,5 (328C): ο Αλέξανδρος δίδαξε
στους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες τους και να μην τις νυμφεύονται. Ιστορικά
παραδείγματα αιμομιξίας: ο Αρταξέρξης Β΄και η κόρη του Άτοσσα, με την οποία
απέκτησε μια κόρη, την Άμηστρι (Πλούτ., Αρταξέρξης,
27)· ο Σογδιανός κυβερνήτης της Ναύτακας (Er – Kurgan) Σισμίθρης, που είχε
παιδιά από τη μητέρα του (Quintus –
Curtius,
VIII,2,19).
Ένα σκάνδαλο: ο Αύγουστος είχε στείλει στον Φραάτη Δ΄μια ιταλίδα σκλάβα, τη
Μούσα, με την οποία απέκτησε ένα γιο· ο γιος, ο μετέπειτα Φραάτης Ε΄,
παντρεύτηκε τη μητέρα του (Ιωσηπ., Ιουδ. Αρχ., ΧVIII,42 κ.ε.· Λουκανός, Φαρσάλια, VIII, 401 – 410· Μηνούκιος
Φήλιξ, Octavia, 31,3· Orac.
Sib.,
VII,
38 – 50. Πορτραίτα στο G. Hermann, The Iranian Revival, Elsevier – Phaidon, Οξφόρδη 1977, σ. 51). Η αιμομιξία
πατέρα – κόρης φαίνεται πως ήταν συχνότερη. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι
ακραίες περιπτώσεις αιμομιξίας, που έχουν ελαμιτικές ρίζες, δεν συναντούσαν
κανένα εμπόδιο από τη ζωροαστρική νομοθεσία – πρόκειται για την khvaetvadatha, για την
οποία βλ. M.
Boyce,
A
History
of
Zoroastrism, II, Leyde 1982, σ. 75 – 77 και
220· αργότερα συγκαλύφθηκαν από τις ισλαμικές πηγές, όταν οι Ιρανοί, όπως ο
Τάμπαρι, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, ωστόσο ήθελαν να διαφυλάξουν το μεγαλείο
του εθνικού παρελθόντος τους· πρβ. ωστόσο στον Τζαχίζ την αντιπαράθεση ανάμεσα
σε έναν Άραβα και έναν Πέρση (τα στοιχεία προέρχονται από τον F. Grenet). Για τη χρήση του
μοτίβου του αιμομικτικού γάμου στην πολεμική των «Ρωμαίων» εναντίον των
Σασσανιδών, βλ. H.
Chadwick, “The Relativity of Moral Codes: Rome and Persia in Late Antiquity”, Early Christian Literature and the Classical
Inntellectual Tradition, In honorem
Robert M. Grand, Παρίσι 1979, σ. 135 – 153.
[11] Αγαθίας Σχολαστικός Ιστορίαι Β 81,15: επειδή γαρ κατ’ εκείνο του χρόνου Ρωμαίοι τε και Πέρσαι σπονδάς έθεντο
και ξυνθήκας, μέρος υπήρχε των κατ’ αυτάς αναγεγραμμένων το δειν εκείνους τους
άνδρας ες τα σφέτερα ήθη κατιόντας βιοτεύειν αδεώς το λοιπόν εφ’ εαυτοίς, ουδέν
οτιούν πέρα των δοκούντων φρονείν ή μεταβάλλειν την πατρώαν δόξαν
αναγκαζομένους.
Ερμηνεία της
έκφρασης εφ’ εαυτοίς, στο I. Hadot, “La vie et l’ oeuvre de Simplicius d’ après des sources grecques et arabes”, Simplicius,
sa
vie,
son
oeuvre,
sa
survie,
Walter
de
Gruyter,
Βερολίνο – Νέα Υόρκη 1987, σ. 3 – 39 (σ. 8).
[12] Παλατ.
Ανθ.,
VII,
553: Ζωσίμη, η πριν εούσα μόνο τω σώματι
δούλη,/ και τω σώματι νυν ηύρον ελευθερίην. A. Cameron “Last Days”, σ. 21.
[13] Ηγηρία, Peregrinatio,
20, έκδ. P. Maraval, Le Cerf (Sources chretiennes 296), Παρίσι 1982.
[14] Προκόπιος, Πόλεμοι, ΙΙ,13,7.
[15] M. Tardieu, “Sabiens”, σ. 23, 24 κ.ε.· “Les calandriers en usage en Harran d’ après les
sources arabes et le commentaire de Simplicius a la Physique d’ Aristote” Simplicius, ο.π., σ. 40 – 57 (σ. 56).
[16] M.
Tardieu,
“Sabiens”,
σ. 13.
[17] M. Tardieu, “Sabiens”, σ. 25 κ.ε. βλ. Επίσης σ. 39: αν οι
Σαβαίοι του Χαρράν είχαν τις ίδιες πάνω – κάτω πλατωνικές αναφορές με τους
Γνωστικούς, αυτό οφείλεται στο ότι και οι μεν και οι δε μοιράζονταν την
φιλοσοφική κουλτούρα της Ύστερης Αρχαιότητας· αποτελούσαν ωστόσο «δύο εντελώς
διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες».
[18] Αλ – Ναντίμ, στο D. Chwolsson, Die
Ssabier
und
Ssabismus,
Αγία Πετρούπολη 1856, τ. ΙΙ, σ. 8· M. Tardieu, Calandriers, σ. 53 –
55.
[19] M.
Tardieu,
“Sabiens”,
σ. 9 και σημ. 29. Μεταφράσεις της ελληνικής φιλοσοφίας στη Βαγδάτη: βλ. ο.π., σημ.
99 και 107, που ανατρέπει τις θεωρίες που ήταν αποδεκτές από την εποχή του M. Meyerhoff, Archeion, 1933, σ. 1 – 15.
[20] Αγαθίας, Ιστορίαι, ΙΙ, 28 –
31· Μαλάλας, XVIII,47
Jeffreys
(451
Dindorf).
βλ. Averil
Cameron, “Agathias on the Sassanians”, Dumbarton Oaks Papers 23 (1969), σ. 67 – 183· Agathias, Οξφόρδη 1970, σ. 101 – 105.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ PIER CHUVIN «ΟΙ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2003
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου