Ο πόνος και ο φόβος είναι τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής ζωής. Μονάχα ζωντανά πλάσματα πονούν και φοβούνται. Το πικρό αυτό προνόμιο, που σημαδεύει τη ζωή, της παρέχει συνάμα και ένα μεγαλείο. Γιατί ο πόνος και ο φόβος ως άμεσα αποτελέσματα τού θανάτου διαμορφώνουν και την ποιότητα τής προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Με τον πόνο και το φόβο μπαίνει σε ενέργεια το κράτος τού θανάτου, και τότε ο άνθρωπος καλείται να παλέψει εναντίον του, επικαλούμενος το δωρητή τής αφθαρσίας, και αγωνιζόμενος με την άσκηση να κρατύνει το χαρακτήρα του και να φτάσει τις βαθμίδες τής δημιουργικής τελείωσης...
Όπως ο βιολογικός θάνατος είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από το θάνατο ως προσωπικό εκμηδενισμό, έτσι ο πόνος και ο φόβος στη βιολογική σφαίρα παίρνουν ένα πέρα για πέρα ιδιαίτερο χρωματισμό καθώς ενεργοποιούνται στην προσωπική ζωή και κοινωνική διάσταση. Ο πόνος και ο φόβος στον άνθρωπο ανοίγουν απέραντο δρόμο που δείχνει ή την κορυφή τής δημιουργικής τελείωσης ή τον εκμηδενισμό. Γι’ αυτό ο άνθρωπος συνειδητά ή ασυνείδητα διαρκώς πονεί και φοβάται· οτιδήποτε κι αν κάνει, αποβλέπει στην αντιμετώπιση των κινδύνων και τη χρήση δημιουργικών μέσων. Ο άνθρωπος φοβάται ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη, επειδή τη γνωρίζει «προσωπικώς». Τα άλλα ζωντανά πλάσματα πονούν και φοβούνται μονάχα καθώς αντιμετωπίζουν άμεσους και υπαρκτούς κινδύνους. Δεν κινούνται στη «φαντασματική» περιοχή, όσο ξέρουμε τουλάχιστο, αφού είναι απαλλαγμένα από τις δυνάμεις τού δαιμονισμού, πράγμα που σημαίνει πως δεν ζουν στη διάσταση της ελεύθερης προσωπικής και κοινωνικής ζωής[1]. Ωστόσο τα άλλα ζωντανά πλάσματα, υποκείμενα μονάχα στον βιολογικό πόνο και ο φόβο, δίχως την τάση προς την δαιμονική αυτοδιάβρωση και εγωκεντρική αυτοπροστασία, μπορούν και εκφράζουν κατά κάποιο τρόπο την οδύνη και το φόβο με μια έκδηλη καθαρότητα. Το ζώο δηλαδή δεν φοράει, ούτε μπορεί να φορέσει, καμιά μάσκα. Ίσως γι’ αυτό στα μάτια ενός πονεμένου ζώου, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να διαβάσει τον πόνο ολόκληρης τής πεσμένης δημιουργίας. Είπαμε βέβαια πως ο βιολογικός θάνατος, ο βιολογικός πόνος και φόβος είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από το θάνατο, τον πόνο και το φόβο στην προσωπική ζωή, αλλά να μην ξεχνάμε ποτέ πως δεν μπορεί να υφίσταται με κανένα τρόπο προσωπική και κοινωνική ζωή δίχως το βιολογικό στρώμα.
Η καταστροφή των βιολογικών λειτουργιών τού ανθρώπου ή καλύτερα ο κίνδυνος για μια τέτοια καταστροφή σημαίνει αυτόματα και τον θάνατο ως βίωση τού προσωπικού εκμηδενισμού. Έτσι αυτός ο θάνατος, η συνέχιση της βαριάς κληρονομιάς τού προπατορικού αμαρτήματος, «κεντρίζει» διαρκώς τη ζωή τού ανθρώπου, ώστε ακόμα να πονεί και να φοβάται για ανύπαρκτα και «φαντασματικά» πλάσματα. Το «κέντρον» τού θανάτου[2] γίνεται πηγή ποικίλων αμαρτητικών εκδηλώσεων. Ο άνθρωπος καθώς κατέχεται από τη φθοροποιό αυτή επίδραση τού θανάτου φτάνει από την έσχατη αυτοταπείνωση και αυτοϋποταγή δουλικότητας μορφής ενώπιον των ισχυρών της γης ως την πιο ανήκουστη σκληρότητα για ν’ αποκτήσει ασφάλεια και κυριαρχία. Γίνεται ο ειδωλολάτρης τής δύναμης, γιατί μονάχα αυτή φαίνεται να υπόσχεται λύτρωση από τη γνώση και τη γεύση μιας αφανιζόμενης ζωής από το ένα μέρος, και μιας ζωής που μάχεται για τη δημιουργική τελείωση από το άλλο.
Ο πόνος λοιπόν στον άνθρωπο, και στην περιοχή της προσωπικής ζωής είναι αποκαλυπτικός, μια και συνδέεται με τον θάνατο· παρέχει τη γνώση τής ζωής και του ανθρώπινου προορισμού. Μπορεί να δαιμονοποιήσει την ύπαρξη ως την ακρότατη ανάπτυξη των δυνάμεων τής αυτοκαταστροφής, και συνάμα να την εξυψώσει δημιουργικά. Οι πονεμένοι άνθρωποι ή δουλεύουν στην καταστροφική δίνη τού μηδενός ή βαδίζουν προς την κορυφή τής δημιουργίας. Ο πόνος είναι η εγρήγορση και κίνηση, γιατί ενεργοποιεί τη δημιουργική ή την καταστροφική ελευθερία. Η πλαδαρή κατάσταση μιας ανιαρής ευτυχίας, που δεν έχει σχέση με τον πόνο ή τον παραμερίζει προσωρινά με επιτυχία, τείνει να εξισώσει τον άνθρωπο με τα ζώα ή τα φυτά. Οι «πενθούντες» και οι «κλαίοντες» του Ευαγγελίου είναι όσοι αποδέχονται τον πόνο τής ζωής δημιουργικά[3]. Το κήρυγμα τής απάθειας των στωικών φιλοσόφων και η «νέκρωση» τής επιθυμίας και του πόνου, κατά τις αντιλήψεις τού Βουδδισμού, έχουν εξάπαντος ηρωικό χαρακτήρα και υπερβαίνουν την πλαδαρότητα τής «ευτυχίας», αλλά συνάμα προξενούν ατροφία τόσο στη δημιουργική όσο και στη δαιμονική ελευθερία. Με άλλα λόγια αφενός η «αναισθησία» τής «ευτυχίας» τείνει να κολοβώσει την ανθρώπινη φύση και να τη μεταβάλει σε απλώς ζωική ή φυτική, αφετέρου η απάθεια και η νέκρωση τού πόνου να ευνουχίσουν την ανθρώπινη δραστηριότητα[4]. Όπως η δημιουργική τελείωση είναι έργο κίνησης και πορείας, γιατί είναι νίκη εναντίον τού μηδενός, έτσι και ο πόνος γίνεται αφορμή για να συνειδητοποιήσει κανείς τις δυνάμεις τού μηδενός. Ο πόνος αποκτά μεταφυσικό βάθος – δίχως να φεύγει από τα φυσικά δεδομένα – όπως ο ίδιος ο θάνατος. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται ο πόνος τού Ιησού Χριστού στον κήπο τής Γεθσημανή και πάνω στον σταυρό. Με τη ζωή και το έργο τού Χριστού ο θάνατος και ο πόνος φωτίστηκαν για τα καλά, και φανερώθηκε ο μεταξύ τους δεσμός στη μεταφυσική τους διάσταση. Έτσι υπερνικήθηκαν οι συνηθισμένες αντιλήψεις για τον πόνο, την απάθεια και την ηρωική αντιμετώπιση τού θανάτου. Οι υψηλές αυτές αντιλήψεις με τον ανάλογο τρόπο ζωής όσο κι αν προξενούν τον δικαιολογημένο θαυμασμό μας, υπολείπονται σε σχέση με τον τρόπο ζωής τού Χριστιανισμού. Άλλωστε ευκολότερα και «ραφιναρισμένα» μπορούν να καλυφθούν με τη μάσκα τής υποκρισίας. Η δημιουργική όμως αποδοχή τού πόνου δεν μπορεί ποτέ να υποκύψει στον πειρασμό τής υποκρισίας· κι αν φαίνεται πως υποκύπτει, απλούστατα δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο για τη δημιουργική στάση τού ανθρώπου. Ο πόνος ως προσωπική μοίρα και ως μοίρα των άλλων είναι ο δρόμος τής αγάπης και της δημιουργικής πορείας, εφόσον γίνεται αποδεκτός. Αλλιώτικα ο πονεμένος είναι πολύ πιθανό να ενταχθεί στην τάξη των ποικίλων δημίων που βασανίζουν εκατομμύρια υπάρξεις.
Με άλλα λόγια ο πόνος αν δεν ταυτιστεί με τη σταυρική θυσία και με τις συνέπειές της, παύει να ’ναι δημιουργικός, και γίνεται καταστροφικός. Γι’ αυτό ο Χριστός καλεί τους φίλους του μαθητές ν’ αγρυπνούν μαζί του στον κήπο τής Γεθσημανή. Ο ύπνος είναι ο δρόμος τής πλαδαρότητας και της στάσιμης ευτυχίας. Είναι ανεπίτρεπτο κατά τον Pascal οι άνθρωποι να κοιμούνται, όσο ο Χριστός, ως το τέλος τού κόσμου, αγωνιά στον κήπο τής Γεθσημανή[5]. Είναι επομένως ένας τέτοιος ύπνος εκείνος που χαρακτηρίζει τους οπαδούς τής ευτυχίας· απεναντίας οι αντίπαλοι τής σταυρικής θυσίας, που είναι δήμιοι και δαιμονισμένοι, είναι εκείνοι που «πιστεύουν και φρίττουν»[6]. Πάντως το έργο τού Σταυρού ξεχώρισε αμέσως τρεις τάξεις ανθρώπων: 1) τους οπαδούς τού πόνου που τον αποδέχονται αγωνιστικά και δημιουργικά, 2) τους δαιμονισμένους που προξενούν εκρήξεις καταστροφών και 3) τους βυθισμένους στην πλαδαρότητα τού ύπνου και της ευτυχίας. Ο πόλεμος όμως γίνεται μεταξύ των δαιμόνων και τού Σταυρού, όπως διαρκώς προβάλλει τούτο το γεγονός η Εκκλησία. Οι βυθισμένοι στο λήθαργο τής ευτυχίας τους είναι πέρα για πέρα αμέτοχοι. Δεν μπορούν να κατανοήσουν μήτε το δράμα τού Σταυρού μήτε τον πόλεμο των δαιμόνων. Ο κόσμος και η ζωή γι’ αυτούς όλους έχει μια απλή και επιφανειακή διάσταση. Από την τάξη αυτή κυρίως στρατολογεί το μεγάλο πλήθος η οργανωμένη υποκρισία, η οποία παγιώνει τη ζωή σε σταθερά και αμετακίνητα περιγράμματα πλαστογραφώντας τη δημιουργικότητα.
Εξάλλου και ο φόβος έχει τις ρίζες του στις αβυσσαλέες διαστάσεις τού μηδενός. Μόνο ο άνθρωπος φοβάται διαρκώς, και υπαρκτούς κινδύνους και ενώπιον ενός «φαντασματικού» κόσμου. Φοβάται τα δεινά που απειλούν τη βιολογική του υπόσταση, την τιμή του, τη λατρεία τού εαυτού του, μια και τα βάθρα τής ύπαρξής του κινδυνεύουν να κλονιστούν, αν δεν στεριώσουν στο θεμέλιο τής δημιουργικής τελείωσης. Τελικά ο άνθρωπος φοβάται τον ίδιο το φόβο, τη φοβισμένη του ύπαρξη, τον κίνδυνο αποτυχίας και εκμηδενισμού του – κι ας υπάρχουν άφοβοι άνθρωποι. Η πρώτη εκδήλωση τού αντάρτη ανθρώπου στον παράδεισο, όπως μας την περιγράφει αριστουργηματικά και απαράμιλλα το τρίτο κεφάλαιο τής Γένεσης, ήταν ο φόβος. Αμέσως ο άνθρωπος φοβάται και ακούει τα βήματα τού Θεού κατά το δειλινόν[7], όταν πέφτουν οι πρώτες σκιές. Μέσα σε τούτη τη θαμπάδα ο άνθρωπος ανακαλύπτει τη γυμνότητά του, γνωρίζει τον κίνδυνο τής εξουθενωτικής έκπτωσης· φοβάται τον αφανισμό και το σκοτάδι.
Ο άνθρωπος πια δεν είναι όπως το ζώο· δεν φοβάται μονάχα ενώπιον απτών και συγκεκριμένων απειλών, αλλά ιλιγγιά πάνω από την άβυσσο τού μηδενός. Ο φόβος του γίνεται τρόμος και δέος. Τερατόμορφα όντα απειλούν την ύπαρξή του είτε αυτά τα βλέπει ως υπαρκτά είτε τα φαντάζεται να κινούνται πάνω του απειλητικά. Από τα βάθη τής ψυχής του, όπως σχηματίζεται το «είδωλο» τής ύπαρξής του, μεταφέρει αυτές τις παραστάσεις έξω από το δικό του εσωτερικό χώρο. Άνθρωποι, που φαίνονται πως έχουν απαλλαγεί από θρησκευτικές καταπιέσεις, δουλεύουν στον απέραντο φόβο τής ύπαρξής τους· ή παρουσιάζονται φοβισμένοι στο έπακρο ή, ενώ φαίνονται άφοβοι, δείχνουν μεγάλη δίψα για ζωή και συνάμα ανήκουστη σκληρότητα. Το δέος εξάλλου ωθεί πολλές φορές τον άνθρωπο στο σεβασμό και την ταπείνωση ενώπιον μιας άρρητης και μεγαλόπρεπης εξουσίας ενός παντοκράτορα. Η θέλησή του αμβλύνεται και η υποτακτικότητά του υπερτροφεί. Αν ο άνθρωπος δεν θέλει να «υποταχτεί» στον μεγαλοπρεπή και απρόσιτο σ’ όλη τη δόξα του Θεό, τότε βρίσκει ένα ισχυρό πρόσωπο, μια ιδεολογία και υποτάσσεται ολοσχερώς. Και στην προκειμένη περίπτωση νιώθει δέος μπροστά στις δυνάμεις ενός ανελέητου διωγμού.
Η μεγαλύτερη διάβρωση τής ύπαρξης από την επίδραση τού συνειδητού ή ασυνείδητου φόβου είναι η ανάπτυξη τού φθόνου. Είναι γνωστό ότι η Αγία Γραφή και η πατερική θεολογία την πτώση τού Εωσφόρου και των πρωτοπλάστων αποδίδουν στην ανταρσία που κινήθηκε από φθόνο. Η φθονερή ψυχή δεν φοβάται μονάχα τον εκμηδενισμό της, αλλά επιθυμεί και τον αφανισμό κάθε άλλης ζωής. Ο φθόνος είναι αυτοάμυνα τής φοβισμένης ψυχής που ορέγεται την καταστροφή κάθε δημιουργικού έργου ή κάθε ευτυχισμένης ζωής. Πρόκειται για την μεγαλύτερη δυστυχία τού ανθρώπου, η οποία σημαίνει παντελή ίσως έλλειψη προσωπικού δημιουργικού έργου. Ο απογοητευμένος άνθρωπος από μια τέτοια στέρηση επιζητεί – και αρκετές φορές τα καταφέρνει – να βρει στηρίγματα σε εξωτερικές δόξες. Στις περιπτώσεις όμως παγιωμένης στασιμότητας, όπου αναδύονται οι διαβρωτικές δυνάμεις μιας αυτοταπείνωσης, αναπτύσσεται ισχυρή φθονερή ορμή. Η καταστροφική του φορά μπορεί να πλήξει αδιακρίτως καλότυχους και δύσμοιρους συνανθρώπους του. Το άκρως αξιοπερίεργο είναι πως δεν σπανίζουν φθονεροί και μεταξύ τών κατά τεκμήριο πετυχημένων ανθρώπων. Κι αυτό είναι ωστόσο ευεξήγητο, αφού η ψυχή δεν μπόρεσε να κατανικήσει την ανασφάλεια τού μηδενός[8]. Στην προκειμένη περίπτωση ο δαιμονισμός στρέφεται προς τα έσω και κατατρώγει την ψυχή τού φθονερού. Η ψυχή γίνεται μια ερημιά και ένα «είδωλο». Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη που χαρακτηρίζει τη «νεκρή» ζωή των σατανομόρφων τεράτων τής κακίας και του εγκλήματος. Ωστόσο εύκολα τα σατανόμορφα αυτά τέρατα μετασχηματίζονται σε αγγελόμορφα πλάσματα, μονάχα όμως κατά την εξωτερική εμφάνιση.
Ο φόβος, που γεννάει τον διαβρωτικό φθόνο, εντοπίζεται στον εγωκεντρικό άνθρωπο που συσπειρώνεται στη δική του εστία· είναι άκρως αντικοινωνικός ένας τέτοιος άνθρωπος, κι ας φαίνεται αρκετές φορές να είναι δραστήριος και κοινωνικός. Ο φοβισμένος εγωκεντρικός άνθρωπος αδυνατεί ν’ αγαπήσει, γιατί αγάπη σημαίνει άπλωμα και άνοιγμα προς τα έξω, ανθισμένη και διαπροσωπική κοινωνικότητα. Η συσπείρωση στην εγωκεντρική εστία σημαίνει εξάπαντος στέρηση τής κοινωνικής ζωής. Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος αρνείται να προκόψει στο καθ’ ομοίωσιν Θεού. Ο Θεός είναι αγάπη, μια και δεν συσπειρώνεται στον εαυτό του· εκχύνεται και απλώνεται προς τα έξω. Κι αυτό είναι χαρακτηριστικό τής άκτιστης φύσης· δεν μπορεί να συσπειρωθεί σε εγωκεντρική εστία, αφού δεν προήλθε από το μηδέν και δεν δουλεύει σ’ αυτό· δεν φοβάται, ούτε φθονεί. Ο φόβος και ο φθόνος χαρακτηρίζει τα κτίσματα που κινδυνεύουν να αφανιστούν στο μηδέν, καθώς στερούνται τη δημιουργική τελείωση, την αγαπητική κοινωνικότητα. Ο άνθρωπος μετέχοντας στη θεία δόξα γίνεται δημιουργικός, κοινωνικός και «απλωτικός». Επομένως η θεία αγάπη οντολογικά διαφέρει κατά τρόπο ριζικό από την ανθρώπινη. Στο Θεό ζωή και αγάπη ταυτίζονται· στον άνθρωπο ζωή και αγάπη είναι καρπός μετοχής στην αγαπητική ενέργεια τής θείας ζωής. Το σχήμα ζωή – θάνατος μπορεί να παρουσιαστεί και ως αγάπη – θάνατος[9].
Ωστόσο και στον άνθρωπο η αγάπη, μολονότι είναι καρπός μετοχής, έχει οντολογικό χαρακτήρα· δεν είναι ένας απλός συναισθηματισμός. Με την αγάπη, ως έκχυση τής ύπαρξης προς τα έξω συντελούνται τρία πράγματα: 1) καταξιώνεται και αναπτύσσεται δημιουργικά η ανθρώπινη φύση νικώντας το μηδενιστικό εγωκεντρικό είδωλο, 2) σφυρηλατείται η κοινωνικότητα και 3) ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με τον Θεό. Επομένως η ζωή τού κάθε προσώπου έχει ως θεμελιακό χαρακτήρα την αγάπη· μονάχα με αυτή μπορεί να γίνει τέλειο. Η αγάπη συμφιλιώνει τον άνθρωπο με όλο τον κόσμο, με τη λογική και την άλογη δημιουργία· είναι ένας θρίαμβος εναντίον των παραμορφωτικών δυνάμεων τού μηδενός. Γι’ αυτό καταλαβαίνει κανείς πως μια τέτοια έκχυση και στροφή τής ύπαρξης προς τον κόσμο και τη ζωή δεν περιορίζεται μονάχα σε ορισμένες κατευθύνσεις· η αγάπη είναι εκδήλωση υγιούς φύσης και έχει τον χαρακτήρα τής οντολογικής τελείωσης· είναι κατατρόπωση τού μηδενός, του φόβου, του φθόνου και γενικώς όλων των συμπτωμάτων που προέρχονται από το μηδέν[10]. Γι’ αυτό η αγάπη ταυτίζεται με την τέλεια ζωή. Ο Ιησούς Χριστός προτρέπει τούς ανθρώπους ν’ αγαπάνε τους εχθρούς τους, γιατί η τέλεια ψυχή δεν μπορεί τη μια να στρέφεται στην εγωκεντρική της εστία, και την άλλη ν’ απλώνεται σε διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Όταν ένας ζωντανός οργανισμός είναι υγιής, θα έχει πάντοτε υγιείς εκδηλώσεις. Γι’ αυτό και στην Επί του Όρους Ομιλία η ανθρώπινη τελειότητα είναι μονάχα εκείνη που μιμείται τη θεία τελειότητα[11].
Έτσι κατανοείται ότι η αγάπη είναι το άκρως αντίθετο τού φόβου, όπως ακριβώς συμβαίνει στη σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου. Η τέλεια αγάπη άλλωστε, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη κάνει πέρα τον φόβο που μαρτυράει μια κολασμένη ψυχή[12]. Δίχως την αγάπη είναι αδύνατη η τέλεια ζωή σε διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Ο φόβος διαβρώνει τη ζωή, ενώ η αγάπη είναι το νεύρο της. Άλλωστε η σωτηρία τής ζωής και κάθε αυτοθυσία συντελούνται διαμέσου της αγάπης. Πολλοί άνθρωποι επιδιώκουν με δίψα να αναγνωριστούν, να εκτιμηθούν, ενώ οι ίδιοι αδυνατούν ν’ αγαπήσουν. Ή καλύτερα, ζητούν με αγωνία και με κάθε μέσο όλα τα παραπάνω, γιατί δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν. Αν αγαπάνε, όλα τα παραπάνω, που καταρχήν είναι θεμιτά, προστίθενται στη ζωή τους. Έτσι γι’ αυτούς η αγάπη προς τους εχθρούς είναι εντελώς ακατόρθωτη, και μάλιστα αποτελεί «μωρία». Ούτε τους «φίλους» τους δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν. Αυτός που στερείται την αγάπη, ή καλύτερα τη δύναμη ν’ αγαπά, είναι δούλος τού φόβου και τού φθόνου. Χρειάζεται να γίνει ριζική μεταστροφή και μετάβαση από την περιοχή τού θανάτου στη ζωή. Η αγάπη κατά βάση είναι φιλία και αφοσίωση, ενώ ο φθόνος και το μίσος είναι εχθροί τής ζωής· διαβρώνουν πρώτα εκείνον που φοβάται και φθονεί. Πολλές φορές, εφόσον ο φθονερός δεν έχει τη δύναμη να διαπράξει το κακό, δεν ζημιώνει διόλου τους άλλους. Οι ρίζες τής αγάπης βρίσκονται στα αρχέγονα στρώματα τής δημιουργικής ζωής, ενώ οι ρίζες τού φόβου στην άβυσσο τού μηδενός. Η αγάπη γίνεται θρίαμβος εναντίον τού μηδενός, ενώ ο φόβος καταλύτης κάθε δημιουργικής προόδου[13]. Η αγωγή και η πολιτική δύναμη μάχονται βέβαια για τη δημιουργική ανύψωση τής ζωής, καλλιεργώντας τα ιδανικά τής ειρήνης και τής αγάπης. Πάντοτε ωστόσο η αισιόδοξη και απαισιόδοξη στάση των παιδαγωγών και των πολιτικών κινδυνεύουν να πάρουν επικίνδυνη ατραπό, εφόσον δεν κάνουν οντολογική, βαθιά και ψυχολογική ερμηνεία τού φόβου και τής αγάπης.
Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του μακαριστού Νικολάου Ματσούκα «Το πρόβλημα τού Κακού», Εκδόσεις Π. Πουρναρά. Δημοσιεύτηκε με τίτλο «Πόνος και φόβος»
Παρατηρήσεις
1. Η άποψη κοινωνιολόγων ότι τα φυτά και τα ζώα έχουν ένα είδος κοινωνικότητας αποτελεί άλλο θέμα. Η ανθρώπινη και διαπροσωπική σχέση στη δική μας κοινωνικότητα έχει εξάπαντος άλλα χαρακτηριστικά.
2. 1 Κορινθίους 15:54 – 55.
3. Πρβλ. Λουκ. 6:25: «Ουαί, οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε».
4. Η καρδιά τού δυτικού πολιτισμού είναι εξάπαντος το ιδανικό τής ευδαιμονικής κοινωνίας. Το παράσιτο τού ευδαιμονισμού πλήττει και διαβρώνει τις ίδιες τις σοσιαλιστικές κοινωνίες που καταρχήν έχουν θέσει σωστά το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας.
5. Pascal, Pensees (presente par Jean Quitton), Paris 1962, σελ. 336: «Jesus sera en agonie jusqu’ a la fin du monde: il ne faut pas dormir pendant ce temps – la».
6. Ιακώβου 2:19.
7. Γένεση 3:8.
8. Το φαινόμενο αυτό αξίζει να μελετηθεί, μια και πολλοί κάνουν λόγο μονάχα για αισθήματα κατωτερότητας που πλήττουν μειωμένους και στερημένους ανθρώπους. Με άλλα λόγια η έλλειψη δημιουργικότητας μπορεί να υπάρχει ή να βιώνεται ως μια κατάσταση και σε κατά τεκμήριο πετυχημένους ανθρώπους.
9. 1 Ιωάννη 3:13 – 14.
10. Ο τύπος τού Αλέξη Ζορμπά στο ομώνυμο μυθιστόρημα τού Νίκου Καζαντζάκη παρουσιάζει το ιδανικό τής αφοβίας μπροστά στο θάνατο, και της συμφιλίωσης με τη ζωή και όλη τη δημιουργία. Εξάπαντος ο Νίκος Καζαντζάκης συνειδητά ή ασυνείδητα ζει μέσα σ’ ένα χώρο της ορθόδοξης πνευματικότητας. Βεβαίως ο ήρωάς του δεν είναι ένας άγιος, αλλά ένας τύπος συνηθισμένος που αποσπασματικά έχει αυτά τα στοιχεία τής ελεύθερης ζωής που δεν ξέρει φόβο, φθόνο και αλαζονεία. Δεν εκπλήσσει κανένα το γεγονός ότι αυτό τόσο γραμματολόγοι όσο και θεολόγοι δεν μπορούν να το συνειδητοποιήσουν, εξαρτώντας το υπόβαθρο τής φιλοσοφίας τού Καζαντζάκη από άλλα πρότυπα.
11. Ματθαίος 5:44 – 48.
12. 1 Ιωάννη 4:17 – 18.
13. Φυσικά ο καταλυτικός, αμαρτωλός και απελπισμένος αυτός φόβος δεν έχει καμιά σχέση με το φόβο Θεού, τον «ανόθευτο», όπως θα έλεγε ο Μάξιμος Ομολογητής. Αυτός ο φόβος είναι σεβασμός και αγάπη, αυτογνωσία και συνειδητοποίηση των ορίων τής κτιστότητάς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου