Του Ιωάννη Πλεξίδα, Δρ Δογματικής Θεολογίας και Δρ Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας
Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;[1]
Χριστολογικές προϋποθέσεις της ανθρωπολογίας στη σκέψη
του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Χριστολογικές προϋποθέσεις της ανθρωπολογίας στη σκέψη
του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Σε προηγούμενο κείμενό μας[2] «Η εσφαλμένη χρήση των όρων «φύση» και «πρόσωπο» ως αιτία αιρετικών αποκλίσεων» επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τον τρόπο σύστασης της υπόστασης στην ανθρώπινη εκδοχή της. Μέσα από μία σειρά συλλογισμών δείξαμε ότι η έννοια της υπόστασης, η οποία ταυτίζεται τόσο με την έννοια του προσώπου, όσο και με την έννοια του ατόμου[3], συνιστά την επιμέρους υπαρκτική φανέρωση της φύσης, η οποία διαστέλλει το συγκεκριμένο [τον τίνα και το τόδε τι] από το κοινό, και φανερώνει το «…άμα τη του δακτύλου ανατάσει δεικνύμενον»[4]. Τα συμβεβηκότα, τα οποία ονομάζονται και επουσιώδεις διαφορές, διαφοροποιούν τις ομοούσιες και ομοειδείς υποστάσεις και συστήνουν κάθε φορά τον συγκεκριμένο άνθρωπο[5]. Η υπόσταση, δηλαδή, αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα. Ο ιερός συγγραφέας δίνοντας τον ορισμό της υπόστασης θα υποστηρίξει: «…και γαρ την υπόστασιν ορίζονται ουσίαν μετά συμβεβηκότων. Ώστε το κοινόν μετά του ιδιάζοντος έχει η υπόστασις»[6]. Η έννοια της υπόστασης ή του προσώπου, συνιστά το πηδάλιο της ορθόδοξης σκέψης, καθώς αποτελεί μια προσπάθεια να συλληφθεί το αληθινά υπαρκτό και πραγματικό, η συγκεκριμένη υπαρκτική πραγματοποίηση της φύσης, η οποία συνοψίζει τη φυσική ομοείδεια και συγχρόνως την εκφράζει με τρόπο μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο[7].
Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση του προσώπου του Χριστού; Δεδομένου ότι η χριστολογία μαζί με την τριαδολογία αποτελούν την καρδιά[8] της δογματικής διδασκαλίας του Ιωάννη Δαμασκηνού, το ερώτημα περί προσώπου αποκτά ξεχωριστή σημασία στην προοπτική του τρόπου ύπαρξης του Χριστού, καθώς ο ιερός συγγραφέας επιχειρεί να ανατρέψει τις κακοδοξίες των νεστοριανών και των μονοφυσιτών[9]. Προκειμένου, λοιπόν, να κατανοήσουμε τον τρόπο ύπαρξης του Χριστού, όπως παρουσιάζεται από τον Δαμασκηνό, οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε δύο βασικές έννοιες: την έννοια του «ενυπόστατου» και την έννοια της «περιχώρησης».
Είπαμε προηγουμένως ότι η υπόσταση αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα. Η ανθρώπινη φύση που ανέλαβε το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδας δεν ήταν άμοιρη των συμβεβηκότων. Αυτό θα σήμαινε τη δημιουργία και την ύπαρξη μιας νέας ανθρώπινης υπόστασης, ως συνέπεια της συμπαρουσίας συμβεβηκότων και ουσίας. Ο Δαμασκηνός, όμως, δεν αποδέχεται την ύπαρξη μίας δεύτερης υπόστασης, μίας υπόστασης διαφορετικής από την υπόσταση του Υιού Λόγου. Η ύπαρξη δύο υποστάσεων θα ισοδυναμούσε με την ύπαρξη δύο υιών, του Υιού του Θεού και του Υιού της παρθένου. Επομένως, θα είχαμε στην Τριάδα την προσθήκη ενός νέου προσώπου, του υιού της παρθένου, και θα μιλούσαμε τότε για τετράδα και όχι για Τριάδα[10]. Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να υπάρχει μία υπόσταση στην περίπτωση του Χριστού, παρόλο που υφίσταται η συμπαρουσία ουσίας και συμβεβηκότων στην ανθρώπινη φύση του Χριστού; Ο Δαμασκηνός θα επιχειρήσει να λύσει το λογικό αυτό πρόβλημα αναπτύσσοντας το εξής επιχείρημα. Αρχικά θα υποστηρίξει ότι όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ιδιώματα τα οποία συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση του Χριστού και τον διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες ομοούσιες υποστάσεις, όπως για παράδειγμα το σχήμα του προσώπου, το χρώμα των ματιών, δεν δίνουν μια ξεχωριστή υπόσταση, όπως θα συνέβαινε σε κάθε άλλη περίπτωση, αλλά είναι ιδιώματα που χαρακτηρίζουν τη φύση. Αυτό συμβαίνει, θα πει ο Δαμασκηνός, γιατί η θεϊκή φύση υπάρχει ήδη. Έτσι οι διαφορές εκείνες που σε κάθε άλλη περίπτωση θα θεωρούνταν υποστατικές, έχοντας ως σημείο αναφοράς τους τη θεϊκή υπόσταση, την υπόσταση του Υιού Λόγου, δεν σχηματίζουν μια νέα υπόσταση καθώς θεωρούνται φυσικές διαφορές[11]. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση δεν υπήρξε ποτέ «καθ’ αυτήν». Δεν είχε δική της, ξεχωριστή ιδιοσυστασία, δεν απέκτησε ξεχωριστή υπόσταση, διαφορετική από την υπόσταση του Θεού Λόγου. Κάθε φύση «τινός γίνεται», θα πει ο Δαμασκηνός· αύτη δε [ενν. η ανθρώπινη φύση του Χριστού] ουδέ ενός ει μη του Θεού Λόγου. Δια τούτο μία υπόστασις»[12]. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ανυπόστατη, καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει στους βασικούς κανόνες της λογικής[13], αλλά πάντοτε ήταν ενυπόστατη, δηλαδή είχε ως υπόσταση την υπόσταση του Υιού Λόγου[14]. Ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί την έννοια του ενυπόστατου, την οποία δανείζεται από τον Λεόντιο Βυζάντιο[15], προκειμένου να ανατρέψει τις απόψεις εκείνων που αποδέχονταν την ιδιοσυστασία της ανθρώπινης φύσης. Επισημαίνει ο ιερός συγγραφέας ότι μοναδική αιτία ύπαρξης της ανθρώπινης φύσης δεν ήταν άλλη από «…τον υιόν και λόγον του θεού…και εν αυτώ υπέστη και εν αυτώ γέγονεν η ένωσις των φύσεων»[16].
Η ανθρώπινη φύση, λοιπόν, δεν υπήρξε ούτε ανυπόστατη ούτε είχε ποτέ δική της ιδιοσυστασία, αλλά ήταν πάντοτε ενυπόστατη, έχοντας ως πρόσωπο το πρόσωπο του Υιού Λόγου. Στη μία σύνθετη υπόσταση του Χριστού συναντιούνται δυο ολοκληρωτικά διαφοροποιημένες φυσικές πραγματικότητες: η θεϊκή και η ανθρώπινη φύση. Αυτή η ένωση των δύο φύσεων λέγεται «κατά σύνθεσιν ένωσις»[17] και είναι «η εις άλληλα των μερών χωρίς αφανισμό περιχώρησις»[18]. Η περιχώρηση των δύο φύσεων δεν εμφαίνει κάποια μορφή σύγχυσης, αλλοίωσης ή τροπής. Δεν υπήρξε μεταβολή των φύσεων, καθώς η κάθε μία από αυτές διατήρησε «την εαυτής φυσικήν ιδιότητα αμετάβλητον»[19]. Οι δύο φύσεις του Χριστού είναι ενωμένες στην υπόσταση του Υιού Λόγου με τρόπο ασύγχυτο και αδιαίρετο. Ενώθηκαν, λοιπόν, οι δύο φύσεις «κατά τινα άρρητον μίξιν και κράσιν αρρητοτέραν»[20]. Οι δύο φύσεις ενώθηκαν «ασυγχύτως», «αδιαιρέτως» και «αναλλοιώτως». Η κάθε μία από αυτές είναι τέλεια, καθώς έχει όλα εκείνα τα φυσικά και συστατικά ιδιώματα που τη συνοδεύουν και τη χαρακτηρίζουν. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού έχει σώμα και ψυχή νοερά και λογική και ό,τι άλλο χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, διότι, αν ο Χριστός δεν είχε αναλάβει ή είχε απωλέσει κάποια από τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου δεν θα ήταν τέλειος αλλά ελλιπής άνθρωπος[21]. Σε κάθε περίπτωση όμως, η περιχώρηση, θα πει ο Δαμασκηνός, έγινε «εκ της θεότητος»[22]. Η θεϊκή φύση είναι μεταδοτική των δικών της ιδιωμάτων και όχι μεταληπτική των ιδιωμάτων της σάρκας[23]. Η σάρκα του Χριστού αποτέλεσε όργανο της θεότητας[24].
Η συμπαρουσία των δύο τέλειων φύσεων σημαίνει ότι υπήρχαν και δύο διαφοροποιημένες φυσικές ενέργειες και δύο διαφοροποιημένα φυσικά θελήματα. Η ύπαρξη, όμως, μίας υπόστασης, της υπόστασης του Υιού Λόγου εγγυάται και εξασφαλίζει έναν θέλοντα και ένα θελητό. Ο ίδιος ο Χριστός είναι πάντοτε αυτός που ενεργεί και τα θεία και τα άνθρώπινα[25] και πάντοτε ενεργεί τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και Θεός και τα θεία ως Θεός και άνθρωπος[26]. Έχουμε ουσιαστικά μία διπλή διαδικασία όσον αφορά στο τι και στο πώς θέλει ο Χριστός. Η θεϊκή φύση παραχωρεί στην ανθρώπινη θέληση να θέλει τα ανθρώπινα, ενώ η ανθρώπινη φύση υποτάσσεται στη θεϊκή και θέλει εκείνα «…α η θεία αυτού θέλησις ήθελε θέλειν αυτήν»[27]. Έκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και απασχολεί άμεσα τον Δαμασκηνό είναι το ενδεχόμενο να υπήρχε κάποια μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο διαφοροποιημένα φυσικά θελήματα. Ο Δαμασκηνός αρνείται την οποιαδήποτε σύγκρουση των δυο θελήσεων και κατ’ επέκταση αρνείται την ύπαρξη γνωμικού η υποστατικού θελήματος, δηλαδή θελήματος που έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού, στο πρόσωπο του Χριστού[28]. Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο θέλων και μία η υπόσταση του Χριστού, ένα είναι κάθε φορά το θελητό, με την ανθρώπινη υπόσταση να θέλει όλα εκείνα που θέλει η θεία θέληση. Αυτή η ταυτότητα της μίας υπόστασης συντελεί ώστε η μία φύση να «αντιδίδει» στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα, πράγμα το οποίο ονομάζεται αντίδοση ή κοινοποίηση ιδιωμάτων[29].
Η έννοια της «αντίδοσης των ιδιωμάτων» δεν αναφέρεται μόνο στο τι και στο πώς θέλει ο Χριστός, αλλά και στο πώς ενεργεί, καθώς η ύπαρξη δύο φύσεων δεν συνδέεται μόνο με την ύπαρξη φυσικών θελημάτων, αλλά και με την ύπαρξη φυσικών ενεργειών[30]. Ο Χριστός, λοιπόν, ποτέ δεν ενήργησε τα ανθρώπινα μόνο ως άνθρωπος και τα θεία μόνο ως Θεός, αλλά «…κοινώς αμφοτέρων εκάτερα δια το ταυτόν της υποστάσεως»[31]. Η κάθε μία από τις φύσεις ενεργεί «…τα ίδια μετά της θατέρου κοινωνίας»[32]. Ο Δαμασκηνός, προκειμένου να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Χριστός, θα χρησιμοποιήσει τον όρο «θεανδρική ενέργεια» [33], έναν όρο τον οποίο δανείζεται από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη[34]. Με τον όρο αυτό ο Δαμασκηνός από τη μια μεριά διασώζει την ετερότητα των φυσικών ενεργειών χωρίς να τις αναιρεί, ενώ από την άλλη εμφαίνει τον καινό και απόρρητο τρόπο της περιχώρησης των δύο φύσεων και της συνακόλουθης λειτουργίας των ενεργειών. Στον Χριστό, η θεϊκή φυσική θέληση και ενέργεια λειτούργησε «δεσποτικώς», ενώ η ανθρώπινη «οργανικώς», υπακούοντας στη θεϊκή φύση[35].
Αναπτύξαμε δύο βασικές έννοιες της χριστολογίας, την έννοια του «ενυπόστατου» και την έννοια της «περιχώρησης», προκειμένου να παρουσιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι δυο διαφοροποιημένες φυσικές πραγματικότητες, δηλαδή το κτιστό [άνθρωπος] με το άκτιστο [Θεός], συνυπάρχουν σε μία σύνθετη υπόσταση. Έχει ξεχωριστή σημασία να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν οι δύο φύσεις στον Χριστό, διότι η χριστολογία παρουσιάζει τον άνθρωπο όπως πρέπει να είναι, ως εικόνα του Θεού[36]. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, ο Δαμασκηνός παρουσιάζει και αναλύει τον τρόπο λειτουργίας των δύο φυσικών ενεργειών του Χριστού σε αντιθετική διαστολή με τον τρόπο λειτουργίας των υποστατικών θελήσεων και ενεργειών του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, αν θέλει να υψωθεί σε εικόνα του Θεού, καλείται να υποτάξει το θέλημά του στο θέλημα του Θεού, ακολουθώντας με τον τρόπο αυτό το ζωντανό παράδειγμα του Χριστού. Ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί τον Χριστό και να γίνει «θέσει όπερ αυτός έστι φύσει»[37]. Ο Χριστός είναι το αρχέτυπο σύμφωνα με το οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος, γιατί αυτός γίνεται ο τόπος συνάντησης και κοινωνίας του κτιστού με το άκτιστο, ο τόπος όπου αναδύεται ο αληθινός άνθρωπος. Πρόκειται για εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος έχει εγκαταλείψει την εγωτική αυτάρκειά του και την ανεπάρκεια της αυτονομημένης ύπαρξής του. Ένας άνθρωπος που κατανοείται όχι με όρους διάστασης και διχοστασίας, καθώς αρνείται να συνάψει κοινωνία με τον δημιουργό του, αλλά με όρους διαλεκτικής, της διαλεκτικής της συνάντησης του κτιστού με το άκτιστο.
__________________________
[1] Μάρκος, 8, 27
[2] Πλεξίδας Ιωάννης, Η εσφαλμένη χρήση των όρων «φύση» και «πρόσωπο» ως αιτία αιρετικών αποκλίσεων.
[3] Ιωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §44.10-11, Κοtter I: «Χρη δε γινώσκειν, ως οι άγιοι πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτομον το αυτό εκάλεσαν», Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, §1.3, Κοtter I: «Και πάλιν υπόστασις και πρόσωπον και άτομον ταυτόν εστίν», Φιλόσοφα, §1.50-51 Kotter I: «Έστιν ουν το μερικώτερον οίον ο Πέτρος άτομον και πρόσωπον και υπόστασις, όπερ τον τινα σημαίνει».
[4] Ιωάννης Δαμασκηνός, Τόμος προς Ιακωβίτην, §11.11-14, Kotter IV.
[5] Τα συμβεβηκότα διακρίνονται σε χωριστά και σε αχώριστα. Τα χωριστά αναφέρονται στα θελήματα και στα ενεργήματα, ενώ τα αχώριστα αναφέρονται σε σωματικά χαρακτηριστικά [χρώμα ματιών, σχήμα μύτης κ.ά.].
[6] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §50.11-12, Kotter II.
[7] Για τη σπουδαιότητα της έννοιας της «υπόστασης» βλ. ενδεικτικά Τατάκης Βασίλειος, Η βυζαντινή φιλοσοφία, Αθήνα, εκδόσεις Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σειρά: Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, αρ. 5, 1977, μτφρ. από τη γαλλική έκδοση Καλπουρτζή Εύα, σσ. 115-116. Για μία αρνητική θεώρηση του προσώπου, η οποία εκπηγάζει, προφανώς, από την ανάγκη προστασίας του μυστηρίου της θείας ουσίας, βλ. ενδεικτικά Agamben Giorgio, Βεβηλώσεις, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 2005, μτφρ. Τσιαμούρας Παναγιώτης, σσ. 95-96: «Το πρόσωπο είναι ο αιχμαλωτισμός του είδους και η αγκύρωσή του σε μία ουσία για να καταστεί εφικτή η ταυτοποίηση…». Για τον αποφατισμό της ουσίας βλ. Γιανναράς Χρήστος, Το πρόσωπο και ο έρως, Αθήνα, εκδόσεις Δόμος, 19925 , (19701, Το οντολογικόν περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου, διδακτορική διατριβή), σσ. 38-41, πρβλ. John D. Zizioula, Being as Communion.Studies in Personhood and the Church,
[8] Ματσούκας Νίκος, Φιλοσοφία και δογματική διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, τόμος 14ος, 1969, σ. 280.
[9] Για μια πρώτη εισαγωγή στη χριστολογία των νεστοριανών και των μονοφυσιτών βλ. Pelikan Jaroslav, The Christian Tradition. A History of the Development of Doctrine. Vol. 1, The Emergence of the Catholic Tradition [100-600],
[10] Ιωάννης Δαμασκηνός, Λίβελλος περί ορθού φρονήματος, P.G. 94, 1425AB: «Ει γαρ δύο υποστάσεις, ουχ εις Υιός, αλλά και τετράδι λατρεύομεν», Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §11. 1-2, Kotter IV: «Ει ουν ο υιός της παρθένου εγίνετο υιός του Θεού χάριτι, δύο υιότητες, άλλη του φύσει και άλλη του χάριτι, και ουχ εις υιός, αλλά δύο».
[11] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §2.15-22, Kotter IV: «Επί του κυρίου ημών Ιησού Χριστού το του σώματος σχήμα και ο της όψεως χαρακτήρ και το είναι αυτόν υιόν της παρθένου προς το είναι αυτόν υιόν θεού ασχημάτιστον ουχ υποστάσεως εισίν διαφορών αφοριστικά, αλλά διαφόρων φύσεων, μιας δε υποστάσεως αφορίζοντα αυτήν εκ των ομοουσίων αυτή κατά τη θεότητα, υποστάσεων του πατρός φημί και του αγίου πνεύματος, και των ομοουσίων αυτή κατά την αυτής ανθρωπότητα υποστάσεων, της μητρός φημί και των λοιπών κατά μέρος ανθρώπων», πρβλ. και §2.12-14: «Αι γαρ υποστατικαί διαφοραί των ανθρώπων προς υποστατικάς διαφοράς ίππων φυσικαί λογίζονται».
[12] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §23.7-9, Kotter IV.
[13] Ιωάννης Δαμασκηνός, Κατά ακεφάλων, §5.4-5, Kotter IV: «…ουσία μεν ανυπόστατος ουκ έστιν ουδέ φύσις απρόσωπος, εν γαρ ταις υποστάσεσι τε και προσώποις η ουσία και η φύσις θεωρείται…», του ιδίου, Κατά Ιακωβιτών, §12.1, Kotter IV: «…ουκ έστιν ουσία ανυπόστατος, ίσμεν σαφώς…», Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §6.3: «…ουκ έστιν φύσις ανυπόστατος», Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §50.12-13, Kotter II: «…η ουσία δε, καθ’ αυτήν ουχ υφίσταται, αλλ’ εν ταις υποστάσεσι θεωρείται».
[14] Για τη σημασία και την προτεραιότητα του μερικού [υπόσταση], σε αντίστιξη με το γενικό [ουσία ή φύση] στην περίπτωση του Χριστού βλ. John Zizioulas, On Being a Person. The Ontology of Personhood, στο: Colin. E. Gunton-Christoph Schwöbel [Editors], Persons, Divine and Human, Edinburgh, T and T Clark, 1991, σ. 43: «…in Christ, two natures are, only because they are particularized in one person. In Christ the general exists only and through the particular» [η υπογράμμιση δική μου].
[15] Για τη σχέση Δαμασκηνού και Λεόντιου βλ. Hammerschmidt Ernst, «Einige philosophisch-theologische grundbegriffe bei Leontios von Byzanz, Johannes von Damaskus und Theodor Abû Qurra», στο περιοδικό Ostkirchliche Studien, τεύχος 4, 1967, σσ. 147-154, Shults F. LeRon, Reforming Theological Anthropology after the Philosophical Turn to Relationality, Cambridge, Eerdmans Publishing Co., 2003, σσ. 149-150.
[16] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §23.12-16, Kotter IV. Για την άρνηση του Δαμασκηνού να αποδεχθεί την ιδιοσυστασία της ανθρώπινης φύσης, προφανώς αντικρούοντας τον νεστοριανισμό, βλ. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §53.14-17, Kotter II: «Ου γαρ ιδιοσυστάτως υπέστη η του θεού λόγου σάρξ ουδέ ετέρα υπόστασις γέγονε παρά την του θεού λόγου υπόστασιν…», του ιδίου, Τόμος προς Ιακωβίτην, §53. 8-9, Kotter IV: «…η σάρξ…ουχ υπόστασις ιδιοσύστατος εγεγόνει, αλλά φύσις ενυπόστατος», πρβλ. Chitescu N., «The Christology of St. John of Damascus», στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος, τόμος νη΄, 1976, σ. 316.
[17] Οι όροι που χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς είναι οι εξής δύο: «κατά σύνθεσις ένωσις» ή «καθ’ υπόστασιν ένωσις», βλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §65.107-110, Kotter I: «Ιστέον δε, ως τινές των πατέρων το της κράσεως όνομα επί του κατά Χριστόν μυστηρίου ου κατεδέξαντο, την δε κατά σύνθεσιν ένωσιν άπαντες. Αύτη δε έστιν η καθ’ υπόστασιν ένωσις, η κατά σύνθεσιν».
[18] Ιωάννης Δαμασκηνός, Φιλόσοφα, §6.8-14, Kotter I: «Η γαρ κατά σύνθεσιν ένωσις έστιν η εις άλληλα των μερών χωρίς αφανισμού περιχώρησις…» και §9.34: «Σύνθεσις έστι δι’ όλου των μερών εις άλληλα περιχώρησις». Για τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις, στωικές και αριστοτελικές, της περιχώρησης των φύσεων βλ. Harry Austryn Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers. Volume 1, Faith, Trinity, Incarnation,
[19] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §49.28-29, Kotter II.
[20] Ιωάννης Δαμασκηνός, Εις την υπαπαντήν του Χριστού, §3.27, Kotter V.
[21] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §13. 8-9, Kotter IV, πρβλ. Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §3.1-9, Kotter IV: «…δύο μεν φύσεις εκάστην τελείαν κατά τον εαυτής όρον τε και λόγον».
[22] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §91.59-63, Kotter II: «Η δε περιχώρησις ουκ εκ της σαρκός, αλλά εκ της θεότητος γέγονεν· αμήχανον γαρ την σάρκα περιχωρήσαι δια της θεότητος, αλλ’ η θεία φύσις άπαξ περιχωρούσα δια της σαρκός έδωκε και τη σαρκί την προς αυτήν άρρητον περιχώρησιν, ην δη ένωσιν λέγομεν».
[23] Ιωάννης Δαμασκηνός, Κατά Ιακωβιτών, §52.35-37, Kotter IV: «Η δε περιχώρησις εκ της θεότητος γίνεται· αύτη γαρ μεταδίδωσι τη σαρκί της οικείας δόξης τε και λαμπρότητος ου μεταλαμβάνουσα των της σαρκός παθών».
[24] Σε ό,τι αφορά στον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων και στην επικράτηση του ενός από τα δύο στοιχεία που ενώνονται χωρίς να χαθεί το άλλο, ο Δαμασκηνός ακολουθεί τον Αριστοτέλη, βλ. Αριστοτέλης, Περί γενέσεως και φθοράς, 328a23-26: «Των δε ποιητικών και παθητικών όσα ευδιαίρετα, πολλά μεν ολίγοις και μεγάλα μικροίς συντιθέμενα ου ποιείν μίξιν, αλλ’ αύξησιν του κρατούντος· μεταβάλλει γαρ θάττερον εις το κρατούν…», πρβλ. Harry Austryn Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers. Volume 1, Faith, Trinity, Incarnation, ό.π., σσ. 372-386, όπου υπάρχουν αναφορές και στις αντιλήψεις των στωικών φιλοσόφων για την ένωση των φύσεων.
[25] Ιωάννης Δαμασκηνός, Λίβελλος περί ορθού φρονήματος, P.G. 94, 1429AB: «Μία γαρ υπόστασις ων ο Χριστός δύο φύσεων, θείας τε και ανθρωπίνης, ταύτα θείως, κακείνα ανθρωπίνως ο αυτός ήθελε, και ενήργει τα θεία και θεανδρικώς τα ανθρώπινα», του ιδίου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §58. 43-44, Kotter II: «Επειδή τοίνυν εις μεν έστιν ο Χριστός και μία αυτού η υπόστασις, εις και ο αυτός έστιν ο θέλων και ενεργών θεϊκώς και ανθρωπίνως».
[26] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §59.192-196, Kotter II: «Ουκ ανθρωπίνως γαρ έπραττε τα ανθρώπινα (ου γαρ άνθρωπος μόνον, αλλά και θεός· όθεν και τα τούτου πάθη ζωοποιά και σωτήρια) ουδέ θεϊκώς ενήργει τα θεία· ου γαρ θεός μόνον, αλλά και άνθρωπος· όθεν δι’ αφής και λόγου και των τοιούτων τας θεοσημίας ειργάζετο».
[27] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §27.1-23, Kotter IV.
[28] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §36.104-108, Kotter II: «Διό ουδέ γνωμικόν είχε θέλημα. Θέλησις μεν γαρ είχε την φυσικήν, την απλήν, την εν πάσαις ταις υποστάσεσι των ανθρώπων ομοίως θεωρουμένην, την δε γνώμην ήγουν το θελητόν ουκ είχεν η αγία αυτού ψυχή εναντίον του θείου αυτού θελήματος, ουδέ άλλο παρά το θείον αυτού θέλημα».
[29] Ματσούκας Νίκος, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, σειρά: Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη, αρ. 3, 19923, (19851), σσ. 277- 278.
[30] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §59.126-127, Kotter II: «Της δε διαφοράς σωζομένης των φύσεων, σωθήσονται δηλαδή και αι τούτων ενέργειαι· ου γαρ έστι φύσις ανενέργητος».
[31] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §59.155-156, Kotter II.
[32] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §43.11-12, Kotter IV.
[33] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §63.2-14 και 49-51, Kotter II.
[34] Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Επιστολές, P.G. 3,
[35] Ιωάννης Δαμασκηνός, Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, §3.20-26, Kotter V.
[36] Ο Ιωάννης Ζηζιούλας θα υποστηρίξει ότι χριστολογία έχει δύο διαστάσεις, μία αρνητική [λύτρωση από την κατάσταση της πτώσης] και μία θετική [εκπλήρωση της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, κοινωνία την οποία οι πατέρες της εκκλησίας είχαν ονομάσει θέωση]. Μόνο αν αυτά τα δύο συνυπάρχουν, μπορεί η χριστολογία να εμφανίσει την πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, Zizioulas John, Communion and Otherness, London, T and T Clark, 2006, σ. 237.
[37] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §86.34-35, Kotter II.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
2 σχόλια:
Το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) χαιρετίζει τη σημερινή καταδίκη από το Ι’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών «κατά το κατηγορητήριο», όπως ανακοίνωσε η Πρόεδρός του Ερασμία Λιούλη (μέλη οι Ουρανία Φλεριανού και Αλεξάνδρα Υδριώτη), του εκδότη του περιοδικού «Απολλώνειο Φως» Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου.Ο κ. Χαραλαμπόπουλος κρίθηκε ένοχος για παράβαση του Άρθρου 2 του αντιρατσιστικού νόμου 927/79 γιατί, κατά το κατηγορητήριο, «Στην Αθήνα την 5/9/2007 και την 3/12/2007 με περισσότερες ομοειδείς πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος δια του τύπου ως μέσο εξέφρασε ιδέες προσβλητικές για ομάδα προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής. Συγκεκριμένα ως εκδότης του «Απολλώνειο Φως» (καθό διάστημα δικαζόταν ο Κων/νος Πλέυρης στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών για σχετικό αδίκημα) διένειμε σε αόριστο αριθμό πολιτών φυλλάδια με προσβλητικά κείμενα».....
http://www.inews.gr/88/katadiki-tou-ekdoti-tou-periodikou-apolloneio-fos-gia-ratsismo.htm
Μπράβο κ Χρήστο. Ωραία χρώματα βάλατε. Ο Θεός να ευλογεί.
Δημοσίευση σχολίου