Το
1957 είναι ένα έτος σταθμός για τα Ελλαδικά Θεολογικά Γράμματα αλλά και την εν
γένει Ελλαδική Ορθόδοξη Θεολογία. Δημοσιεύεται μία διδακτορική διατριβή – που
εγκρίθηκε από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών – με τίτλο «Το προπατορικό αμάρτημα», ενός νεαρού
τότε ελληνοαμερικανού ιερέα του πατέρα Ιωάννη
Ρωμανίδη...
Η
διατριβή αυτή κατόρθωνε να συνοψίσει, με άξονα το θέμα της αμαρτίας και
σωτηρίας του ανθρώπου, τη σύνολη Ορθόδοξη εκκλησιαστική δογματική, δίνοντας το
μέτρο της «καισαρικής» διαφοράς από τη δυτική εκκλησιαστική μεταγραφή και
παραποίηση των δογμάτων, σε μεταφυσικά και νομικά σχήματα. Φώτιζε ως κριτήριο
Ορθοδοξίας την καθολικότητα και την συνέχεια των εμπειριών της θείας αποκάλυψης
που είχαν οι προφήτες, οι απόστολοι και οι άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Επιπλέον αποκάλυπτε τα δάνεια και τις εξαρτήσεις της προγενέστερης ελλαδικής
ακαδημαϊκής Θεολογίας από τη Δύση, καθώς επίσης και την συνολική διδασκαλία των
εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων, που είχαν απροκάλυπτα βασιστεί στα νομικά σχήματα
της θεωρίας του Ανσέλμου [1] «περί
ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης από τον σταυρικό θάνατο του Χριστού».
Στον
πρόλογο της Β΄ Έκδοσης του εξαίρετου αυτού βιβλίου, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καταγγέλλει την προσπάθεια δυτικοποίησης της
Ορθοδοξίας (βλέπε σχετικά «Σχέδιον δυτικοποήσεως τής Ορθοδοξίας»), μέσω της Ελληνικής Νομαρχίας, η οποία κατά π. Ιωάννη Ρωμανίδη είναι έργο του Ναπολέοντα
και του επιτελείου του.
Για
τους μη γνωρίζοντες η Ελληνική Νομαρχία
θεωρείται ένα κορυφαίο λόγιο έργο του ελληνικού προεπαναστατικού διαφωτισμού
που συνέγραψε ο «Ανώνυμος ο Έλλην»
και εξέδωσε ο ίδιος, χωρίς να αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα. Εικάζεται
πως ο «Ανώνυμος ο Έλλην» ήταν ο Ιωάννης Κωλλέτης. [2] Πρόκειται για ένα έργο κειμήλιο σκέψης και εθνικής
αφύπνισης, εθνεγερτικού χαρακτήρα που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806, αφιερωμένο
στον Ρήγα Βελεστινλή. Το πρώτο
κεφάλαιο αποτελεί ένα ύμνο προς την «ιερά ελευθερία» και στη συνέχεια
καυτηριάζει έντονα την τυραννία, την κοινωνική ανισότητα, το χρήμα, την
κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού έθνους, τους προύχοντες και το ιερατείο της
εποχής, προβάλλοντας την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης προς αποφυγή κυρίως της
ξενοδουλείας.
Ασκώντας
λοιπόν κριτική στη Ελληνική Νομαρχία
ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, επισημαίνει
εκτός από τις αντιφάσεις που περιέχονται σ’ αυτή π.χ. ενώ είναι εναντίον των
τυράννων και υπέρ της δημοκρατίας, εξισώνει την δημοκρατία με την αριστοκρατία
και την ανισότητα των ανθρώπων την θεωρεί ως φυσιολογική αφού την ονομάζει
φυσική!, πως το κείμενο της έχει ολοφάνερα γραφτεί από άτομο με δυτική
νοοτροπία που αγνοεί παντελώς την Ορθόδοξη Παράδοση. Αυτό προκύπτει από την
ορολογία που χρησιμοποιεί˙ π.χ. την ιεροσύνη την αποκαλεί «κλάσιν της
ιερωσύνης», το ράσο «φόρεμα ιερωσύνης» κ.λ.π. Μιλάει ο συντάκτης της Ελληνικής
Νομαρχίας πως έγγαμος ιερέας μπορεί να ανέλθει μέχρι του πατριαρχικού θρόνου!
και θεωρεί πως οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων
«υπόκεινται» στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, καθώς και πολλά άλλα
άσχετα με Ορθόδοξη Παράδοση και την πρακτική αυτής.
Προτού
εκθέσουμε την κριτική του μακαριστού πατρός Ιωάννη
Ρωμανίδη στην Ελληνική Νομαρχία,
θέλουμε να επισημάνουμε πως έχουμε παρέμβει στο κείμενο της κριτικής του μόνον
όσον αφορά την γλώσσα, την οποία μετατρέψαμε στην νεοελληνική για να είναι πιο
ευκολοδιάβαστη η κριτική αυτή. Δεν έχουμε παρέμβει όμως στα αποσπάσματα της
γλώσσας της Ελληνικής Νομαρχίας τα
οποία επικαλείται στο κείμενό του ο π. Ρωμανίδης.
Ακολουθεί η κριτική του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη στην Ελληνική
Νομαρχία
«Όταν γράφονταν η παρούσα μελέτη, δεν
ήταν ακόμα αισθητό ότι στα ξένα κέντρα αποφάσεων σχεδιάσθηκε όχι μόνο η
κατάργηση της Ρωμαιοσύνης αλλά και η αλλοίωση της Ορθοδοξίας κατά τα πρότυπα
των Δυτικών. Σήμερα παραδόξως η έρευνα οδηγεί στον Ναπολέοντα και το επιτελείο
του σαν αρχιτέκτονες των ενεργηθέντων. Αυτός είχε στο επιτελείο του μεταξύ
άλλων τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Αδαμάντιο Κοραή. Ο Ρήγας πρόσφερε σχέδιο
Επαναστάσεως και ιδρύσεως ελεύθερης Ρούμελης / Ρωμανίας, η οποία είχε την Κωνσταντινούπολη
ως πρωτεύουσα όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών των αποτελούντων το μιλέτ των Ρωμαίων, αλλά και των
Μουσουλμάνων. Κατ’ εντολή όμως του Ναπολέοντα, ο Κοραής εργάστηκε για την
ανατροπή των σχεδίων του Ρήγα, έργο που συντελέστηκε με ψήφισμα της Γ΄ Εθνικής
Συνέλευσης του 1827, διά του οποίου αναγνωρίζονταν ως θεμελιώδη τα “άριστα
συγγράμματα”, οι “λόγοι” και οι “παραγγελίες” του Κοραή. Ασφαλώς οι
πληρεξούσιοι οι γνωρίζοντες τις παραγγελίες αυτές ήσαν λίγοι, γιατί ψήφισαν α)
ότι το Έθνος ήταν υπόδουλο στην Κωνσταντινούπολη από την εποχή του Μεγάλου
Κωνσταντίνου μέχρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εν συνεχεία δε στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, και β) ότι οφείλουν να μεταβάλουν την θρησκεία χωρίς όμως αλλαγής
των δογμάτων.
Είναι φανερό πλέον
ότι το επιτελείο του Ναπολέοντα φρόντισε για την έκδοση το 1806 του βιβλίου Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί
ελευθερίας, του οποίου ο συντάκτης αναφέρει ότι “κράζομαι ανώνυμος Έλλην”. Αφιερώνει
το βιβλίο στον “Ρίγα” (κατά γαλλική ορθογραφία), κατ’ ουσία όμως ανατρέπει το
σχέδιο του Ρήγα δια σχεδίου του Ναπολέοντα, το οποίο αργότερα φέρεται ως σχέδιο
του Κοραή. Προς συγκάλυψη της πηγής του σχεδίου, ο συντάκτης επιτίθεται κατά
του δυνάστη της Γαλλίας και κατά των θρόνων, υποστηρίζοντας όμως την
αριστοκρατία και την φυσική ανισότητα των ανθρώπων, που αποτελούν τα θεμέλια
των θρόνων. Παραγγέλνει δε εις το υπό ίδρυση Ελληνικό Έθνος όπως δεχτεί τον Κοραή ως ένα από τους
διαδόχους του Ρήγα και νέο Ιπποκράτη και φιλόσοφο, αν και αυτός κατά την εποχή
εκείνη ήταν αφοσιωμένος στον Ναπολέοντα και στα σχέδιά του. Επιπλέον
παραγγέλνει στους μη γνωρίζοντες ακόμη ότι είναι Έλληνες, να ελευθερώσουν τους
εαυτούς τους γιατί εάν ελευθερωθούν από άλλους απλώς θα αλλάξουν δυνάστη. Το
τελευταίο φανερώνει ότι ο συντάκτης είναι ζηλωτής της απόλυτης και χωρίς όρους
ανεξαρτησίας, δηλαδή κανενός πράκτορας. Εύλογο λοιπόν είναι το ερώτημα γιατί
δεν αποκαλύπτει το όνομά του για να τον ακολουθήσουμε, συστήνει δε ως πράκτορα
τον Κοραή, ενώ έχουμε τον ίδιο ως πράκτορα κανενός.
Ότι η συγγραφή και
έκδοση του βιβλίου αυτού είναι έργο του επιτελείου του Ναπολέοντα, φαίνεται
καθαρά από την πολεμική την οποία επιχειρεί ο “συγγραφέας” εναντίον της
ισότητας των ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι και εις την αριστοκρατία μπορεί να
υπάρχει ελευθερία: “επειδή και εις τας δύο αυτάς διοικήσεις, δημοκρατίαν και
αριστοκρατίαν, σώζεται η ελευθερία. Αδιάφορος είναι η εκλογή”. Κατά τον
συντάκτη, η ελευθερία, δηλαδή η Νομαρχία, “χωρίς να θελήση ματαίως να κάμη
όλους δυνατούς, όλους πεπαιδευμένους, όλους πλουσίους, ή τουναντίον, εμετρίασε
μόνον με τους νόμους την φυσικήν ανομοιότητα, και τόσον καλώς εξίσωσε τας
λοιπάς, ώστε οπού έκαμε να χαίρωνται οι άνθρωποι μίαν εντελή ομοιότητα, αγκαλά
και κατά φύσιν ανόμοιοι”. Η ομοιότητα λοιπόν όλων επιτυγχάνεται με την υπακοή
στους νόμους, η οποία κάνει εξίσου ελεύθερους και τον αριστοκράτη και τον μη
αριστοκράτη, αν και υφίστανται μεταξύ των ανθρώπων ανομοιότητες: “Οι άνθρωποι
διαφέρουσιν … αναμεταξύ των κατά φυσικό τρόπο”. Στην ουσία πρόκειται για
ανατροπή των θεμελίων της δημοκρατίας και ελευθερίας και σαφούς επιστροφής στην
μεσαιωνική ρατσιστική φιλοσοφία – θεολογία της τευτονικής ευγένειας στην
Ευρώπη, η οποία γέννησε τον Καρλομάγνο, τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ.
Είναι δε κωμική η
αγανάκτηση του αριστοκράτη συντάκτη του βιβλίου, γιατί ένας ποταπός [3] γεωργικής προέλευσης νέος μπορεί να φτάσει μέχρι
το αξίωμα του πατριάρχη. Κωμικά επιπλέον αλλά και ουσιώδη είναι τα διατυπωμένα
λάθη για την οργάνωση και λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στην Οθωμανική
αυτοκρατορία, την οποία αντιλαμβάνεται παρόμοια με την παπική. Αγνοώντας το
συνοδικό μας σύστημα, θεωρεί πως οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και
Ιεροσολύμων “υπόκεινται” στον Οικουμενικό πατριάρχη, γι’ αυτό και γράφει: “ο
γελοιώδης τίτλος οικουμενικός φανερώνει … ότι οι άλλοι τρεις πατριάρχαι
υπόκεινται εις αυτόν. Αυτός λοιπόν διαμοιράζει εις όλας τας επαρχίας του
Οθωμανικού κράτους …”. Καθόλου δεν υποπτεύεται ο συντάκτης ότι εις τον χώρο της
εν λόγω Αυτοκρατορίας υπάρχουν αυτοκέφαλες και αυτόνομες Εκκλησίες, καθεμιά από
τις οποίες έχει δική της σύνοδο που προδρεύεται από πατριάρχη, μητροπολίτη ή
αρχιεπίσκοπο, εκλέγοντας αυτόνομα τους επισκόπους της. Επιπλέον ισχυρίζεται ο
συντάκτης του βιβλίου, ότι ο Οικουμενικός πατριάρχης “πολλάκις πέμπει εις όλην
την Οθωμανικήν επικράτεια και εκεί όπου δεν είναι Χριστιανοί τόσας εκατοντάδας
αρχιεπισκόπους, εξ ων ο καθείς έχει τέσσαρες ή πέντε επισκοπάς, εις τας οποίας
πέμπει και αυτός τόσους επισκόπους”. Ο Φράγκος νομίζει ότι μόνο η
Κωνσταντινούπολη έχει σύνοδο, στην οποία ο πατριάρχης είναι δέσμιος, όπως
ακριβώς στην Curia [4] ο πάπας της
Ρώμης. Μία φορά αναφέρει το όνομα “μητρόπολις” αλλά ποτέ “μητροπολίτες”, ενώ
είναι γνωστό ότι κατά την εποχή εκείνη ο μητροπολίτης προήδρευε συνήθως
συνόδου, ο δε αρχιεπίσκοπος ως μέλος της ίδιας συνόδου ήταν ο πρώτος κατά τα
πρεσβεία επίσκοπος, όπως ακριβώς ο αρχιδιάκονος μεταξύ των διακόνων. Η σύγχυση
του συντάκτη όσον αφορά θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ασφαλώς οφείλεται στις
πηγές από τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες του, που βρίσκονται στα αρχεία
κατασκοπίας. Στα αρχεία αυτά βρίσκονταν κατατεθειμένες οι αναφορές των “περιηγητών”,
οι οποίοι συνέλλεγαν πληροφορίες κατά την διάρκεια των ταξιδιών τους,
αδυνατώντας να κατανοήσουν ορθά όσα έβλεπαν και άκουγαν.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι μιλάει ο συντάκτης για “κλάσιν της ιερωσύνης”, ακριβώς διότι έχει υπόψη του
την δική του φράγκικη παράδοση κατά την οποία ο κλήρος αποτελούσε ιδιαίτερη
τάξη (classe) της οποίας ηγούνταν Φράγκοι επίσκοποι, διαφορετική
της classe των ευγενών στην οποία ανήκαν οι Φράγκοι, και της
τρίτης κατάστασης στην οποία ανήκαν οι Γαλλορωμαίοι.
Ισχυρίζεται επίσης
ότι ο ιερέας του χωριού, ο φέρων “φόρεμα ιερωσύνης”, αναγορεύεται σε
αρχιμανδρίτη “με γρόσια”, με τον ίδιο δε τρόπο μπορεί να ανέλθει μέχρι του
πατριαρχικού θρόνου. Αγνοεί φανερά ότι οι ιερείς των χωριών, μέχρι σήμερα, ήταν
έγγαμοι και επομένως δεν προβιβάζονταν σε αυτούς τους βαθμούς. Φαντάζονταν
λαθεμένα ότι οι ιερείς και οι επίσκοποι όλων των βαθμών άρχιζαν την
σταδιοδρομία τους σαν ιερείς των χωριών, λόγω των πληροφοριών του περί χωρικής
προέλευσής τους. Συγχέει τους ιερείς των χωριών με τους άγαμους κληρικούς και
αγνοεί ότι μόνο οι άγαμοι αποκτούν τα παραπάνω αξιώματα. Η προέλευση από τα
χωριά των μοναχών, των ανερχομένων μέχρι και τη θέση του πατριάρχη, τον οδηγεί
στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι αυτοί είναι αμόρφωτοι, και αυτό γιατί στην δική του
πατρίδα μόνο οι αριστοκράτες σπουδάζουν στις ανώτερες σχολές για να αποκτήσουν
νευραλγικές θέσεις στην Εκκλησία, αφού είναι γνωστό ότι η Εκκλησία κυβερνιόνταν
κυρίως από Φράγκους ευγενείς, όπως ακριβώς και το κράτος. Αγνοεί ο συντάκτης
ότι από τους χωρικούς αυτούς αναδείχθηκαν μεγάλες φυσιογνωμίες της Ορθόδοξης
Θεολογίας, λόγω ακριβώς της σπουδής τους, μέσα από τα χειρόγραφα των τεράστιων
βιβλιοθηκών των ιερών μονών. Γι’ αυτό ακριβώς γνώριζαν καλύτερα τους πατέρες
και την ιστορία της αυτοκρατορίας, εν σχέσει με τους λατίνους οι οποίοι
μελετούσαν αυτούς με κλειδί ερμηνείας μόνο τον Αυγουστίνο και τους σχολαστικούς τους.
Είναι γνωστό ότι ο
εκ γενετής αριστοκράτης δεν μπορεί να κρύψει την απέχθειά του για τους μη
αριστοκράτες οι οποίοι γίνονται ηγέτες. Γι’ αυτό και ο συντάκτης της “Ελληνικής Νομαρχίας” γράφει: “όθεν όλοι
οι αρχηγοί της Εκκλησίας κατάγονται από την ίδια ποταπότητα, [5] και οι
περισσότεροι είναι αμαθέστατοι”. Φαίνεται δε να αγνοεί ο αριστοκράτης αυτός ότι
οι Απόστολοι ήταν “ποταποί” και ο κορυφαίος Πέτρος
“αγράμματος”».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ανσέλμος:
Ανσέλμος: (1033 – 1109) αναφερόμενος και ως Ανσέλμος της Αόστης, ήταν
αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι. Ιταλός στην καταγωγή, αποτελεί κυρίαρχη μορφή
της θεολογίας και της φιλοσοφίας στην μεσαιωνική Ευρώπη του 11ου
αιώνα. Θεωρείται πατέρας του σχολαστικισμού και επινοητής του οντολογικού
επιχειρήματος για την ύπαρξη του Θεού. Ως αρχιεπίσκοπος αντιτάχθηκε ανοιχτά
στις Σταυροφορίες
2. Ιωάννης Κωλλέτης:
(1773 – 1847) ήταν Έλληνας πολιτικός την εποχή της Επανάστασης του 1821. Υπήρξε
ιδρυτής του κόμματος της Φουστανέλας ή Γαλλικού Κόμματος, όπως επικράτησε να
λέγεται, και πρώτος Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Επίσης διετέλεσε και πρόεδρος της
Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας
3. Ποταπός: τιποτένιος
4. Curia
(κουρία): Το σώμα διακυβέρνησης της Αγίας Έδρας στο Βατικανό
5. Ποταπότητα:
προστυχιά, ελεεινότητα, χυδαιότητα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννη
Σ. Ρωμανίδη, «Το προπατορικό αμάρτημα», Εκδόσεις Δόμος, Πρώτη Επανέκδοση, Αθήνα
1992
2.
Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Εκδόσεις Δόμος, Πρώτη
Έκδοση, Αθήνα 1992
3. Ελληνική Βικιπαίδεια (Wikipedia) για την Ελληνική Νομαρχία,
τα κύρια ονόματα και τους όρους που υπάρχουν στο άρθροΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου