Χαρακτηριστικές φιγούρες γυναικών του πιετισμού
Ο πιετισμός (= ευσεβισμός)* υπονομεύει, αν δεν αρνείται ολοκληρωτικά, την οντολογική αλήθεια της εκκλησιαστικής ενότητας και προσωπικής κοινωνίας: θεωρεί και αντιμετωπίζει την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου σαν ατομικό γεγονός, ατομική δυνατότητα ζωής. Είναι η απολυτοποίηση και αυτονόμηση της ατομικής ευσέβειας, της υποκειμενικής «οικειώσεως της σωτηρίας» – μετάθεση των δυνατοτήτων σωτηρίας του ανθρώπου στα όρια της ατομικής ηθικής προσπάθειας...
Για
τον πιετισμό η σωτηρία δεν είναι πριν από όλα το γεγονός της Εκκλησίας, η θεανθρώπινη «καινή κτίση» του
σώματος του Χριστού – ο τρόπος υπάρξεως του τριαδικού Πρωτοτύπου, η ενότητα της
κοινωνίας των προσώπων. Δεν είναι η δυναμική – προσωπική μετοχή στο σώμα της
εκκλησιαστικής κοινωνίας που σώζει τον
άνθρωπο παρά την ατομική του αναξιότητα (τον αποκαθιστά σώον – ολόκληρον στην υπαρκτική δυνατότητα της προσωπικής
καθολικότητας, μεταποιεί και την αμαρτία του με τη μετάνοια σε δυνατότητα
αποδοχής της Χάρης και αγάπης του Θεού). Αλλά είναι τα ατομικά καταρχήν
επιτεύγματα του ανθρώπου, η ατομική του συνέπεια σε θρησκευτικές υποχρεώσεις
και ηθικές εντολές, η ατομική μίμηση των «αρετών» του Χριστού, που του
εξασφαλίζουν μια αντικειμενικά διαπιστωμένη δικαίωση. Η Εκκλησία για τον
πιετισμό είναι ένα επιφαινόμενο της ατομικής δικαίωσης: είναι η συνάθροιση των
ηθικά «αναγεννημένων» ατόμων, μια σύναξη των «καθαρών», ένα συμπλήρωμα και
βοήθημα της ατομικής θρησκευτικότητας.
Από
αυτή την οδό ο πιετισμός έφτασε σε αποτέλεσμα αντίθετο από αυτό που αρχικά
επεδίωκε: ζητώντας να αρνηθεί τη μία ακρότητα που είναι η διανοητική
θρησκευτικότητα, κατέληξε στην άλλη ακρότητα, στο χωρισμό της πρακτικής
ευσέβειας από την αλήθεια και την αποκάλυψη της Εκκλησίας. Έτσι η ευσέβεια
χάνει τον οντολογικό της περιεχόμενο, παύει να είναι υπαρκτικό γεγονός –
πραγμάτωση και φανέρωση της υπαρκτικής αλήθειας του ανθρώπου, της «εικόνας» του
Θεού στον άνθρωπο. Μεταβάλλεται σε ένα ατομικό επίτευγμα που «βελτιώνει»
οπωσδήποτε το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, ίσως και τα κοινωνικά ήθη, αλλά
είναι αδύνατο να μεταμορφώσει τον τρόπο
της υπάρξεως, να μεταποιήσει τη φθορά σε αφθαρσία, το θάνατο σε ζωή και
ανάσταση.
Η
ευσέβεια χάνει τον οντολογικό της περιεχόμενο, αλλά και η αλήθεια και η πίστη
της Εκκλησίας χωρίζεται από τη ζωή και την πράξη, απομένει ένα σύνολο «αρχών»
και «αξιωμάτων» που τις αποδέχεται κανείς όπως μιαν οποιαδήποτε ιδεολογία. Η
διάκριση θεωρίας και πράξης, αλήθειας και ζωής, δόγματος και ήθους,
μεταβάλλεται σε σχιζοφρενική διάσταση. Η ζωή της Εκκλησίας περιορίζεται στην
ηθική πειθαρχία, τη θρησκευτική καθηκοντολογία, τις κοινωνικές σκοπιμότητες. Θα
τολμούσε να διατυπώσει κανείς το παράδοξο φραστικό σχήμα ότι στην περίπτωση του
πιετισμού η Ηθική διαφθείρει την Εκκλησία, μεταβάλλει τα κριτήρια της Εκκλησίας
σε κριτήρια εγκόσμια και συμβατικά, αλλοιώνει το «μέγα της ευσεβείας μυστήριο»
σε ορθολογική κοινωνική αναγκαιότητα. Αλλοιώνει η πιετιστική Ηθική τη
λειτουργική – ευχαριστιακή πραγματικότητα της Εκκλησίας, την ενότητα ζωής και
κοινωνίας μετανοούντων και τετελειωμένων, αμαρτωλών και αγίων, πρώτων και
εσχάτων, μεταβάλλει την Εκκλησία σε θεσμική εκπροσώπηση, αναπόφευκτα συμβατική,
των ατομικά θρησκευομένων.
Ένα
πλήθος ανθρώπων σήμερα, ίσως η πλειοψηφία στο χώρο των δυτικών κοινωνιών,
αξιολογούν το έργο της Εκκλησίας με μέτρο την κοινωνική του χρησιμότητα σε
σύγκριση με το κοινωνικό έργο της παιδείας, των σωφρονιστικών συστημάτων ή και της
αστυνομίας. Φυσικό αποτέλεσμα είναι να συντηρείται η Εκκλησία σαν αναγκαίος για
τα ήθη θεσμός και να οργανώνεται σαν κοσμικό ίδρυμα όλο και πιο γραφειοκρατικά.
Η πιο έκδηλη μορφή «εκκοσμίκευσης» της Εκκλησίας είναι η πιετιστική παραποίηση του
φρονήματος και του βιώματός της, η νόθευση των κριτηρίων της με ηθικιστικές σκοπιμότητες.
Από
την στιγμή που η Εκκλησία θα αρνηθεί την οντολογική της ταυτότητα, αυτό που πραγματικά
και ουσιαστικά είναι ως υπαρκτικό
γεγονός μεταβολής της ατομικής επιβίωσης σε προσωπική ζωή αγάπης και κοινωνίας,
από την ίδια στιγμή ξεπέφτει σε συμβατικό σχήμα θεσμικής ομαδοποίησης ατόμων, σε
μια εκδήλωση της πτώσης του ανθρώπου
– έστω θρησκευτική εκδήλωση. Αρχίζει να υπηρετεί τις «θρησκευτικές ανάγκες» του
λαού, τις ατομοκεντρικές συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες του ανθρώπου της
πτώσης.
Η
χρησιμοθηρική ιδρυματική νοοτροπία – τυπικό προϊόν του πιετισμού – έχει οδηγήσει
πολλές εκκλησίες και χριστιανικές ομολογίες σε ένα πυρετό ανησυχίας, μήπως και αποδειχθούν
ξεπερασμένες και άχρηστες μέσα στη σύγχρονη τεχνοκρατούμενη και ορθολογιστικά οργανωμένη
κοινωνία, μήπως και φανούν καθυστερημένες σε «συγχρονισμό» απέναντι στον κόσμο.
Προσπαθούν συχνά να προσφέρουν στο σύγχρονο άνθρωπο ένα κήρυγμα όσο γίνεται πιο
βολικό και προσαρμοσμένο στις χρησιμοθηρικές του απαιτήσεις ευζωίας.
Η
«ανθρωπιστική» Ηθική, η αρχή των άψογων επιφάσεων, παίρνει την προτεραιότητα σε
σχέση με την αλήθεια, με τη σωτηρία της ύπαρξης από την ανωνυμία του θανάτου. Το
θαύμα της μετάνοιας, η μεταμόρφωση της αμαρτίας σε έρωτα προσωπικής κοινωνίας με
τον Θεό, η κατάποση του θνητού υπό της ζωής, είναι αλήθειες ακατανόητες για το πιετιστικό
πνεύμα της εποχής μας. Το ευαγγελικό κήρυγμα «κενώνεται», αδειάζει από το οντολογικό
του περιεχόμενο, εμφανίζεται «κενή» η πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση του ανθρώπου.
*
Ο πιετισμός ήταν ένα κίνημα του Λουθηρανισμού από τα τέλη του 17ου αιώνα
μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και αργότερα. Άσκησε μεγάλη επίδραση στον
Προτεσταντισμό. Έδινε έμφαση στην ατομική ευσέβεια και στη δυναμική χριστιανική
ζωή. (Από τη Βικιπαίδεια)
Το
παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Η ελευθερία του Ήθους», Εκδόσεις Γρηγόρη,
3η Έκδοση, 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου