ένας καλός γάμος ή σχέση μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο δυνατών και ανεξάρτητων ανθρώπων
Η δεύτερη συνηθέστατη λαθεμένη αντίληψη σχετικά με την αγάπη είναι η ιδέα ότι η εξάρτηση είναι αγάπη. Πρόκειται για μια λαθεμένη αντίληψη που οι ψυχοθεραπευτές αντιμετωπίζουν σχεδόν καθημερινά. Οι συνέπειές της φαίνονται δραματικά σε άτομα που κάνουν μιαν απόπειρα, ή κίνηση ή απειλή αυτοκτονίας ή που έχουν γίνει ράκος από κατάθλιψη ύστερα από μιαν απόρριψη ή από ένα χωρισμό από σύζυγο ή ερωμένο...
Ένα
τέτοιο άτομο λέει: «Δε θέλω να ζήσω, δεν
μπορώ να ζήσω χωρίς το σύζυγο (τη γυναίκα, τον φίλο, τη φιλενάδα) μου, τον (ή
την ) αγαπώ τόσο πολύ». Και όταν του απαντώ, όπως κάνω συχνά: «Πέφτεις έξω• δεν αγαπάς τον άντρα (τη
γυναίκα, τον φίλο, τη φιλενάδα) σου». «Τι εννοείς;» έρχεται η θυμωμένη
ερώτηση. «Σου είπα πως δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς αυτόν (ή αυτήν)». Προσπαθώ να εξηγήσω: «Αυτό που λες είναι παρασιτισμός, όχι αγάπη. Όταν έχεις ανάγκη ένα άλλο
άτομο για να επιβιώσεις, είσαι ένα παράσιτο αυτού του ατόμου. Δεν υπάρχει
εκλογή, δεν υπάρχει ελευθερία στις σχέσεις σου. Είναι ζήτημα ανάγκης, όχι
αγάπης. Η αγάπη είναι ελεύθερη εκλογή. Δύο άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο
μόνο όταν είναι ικανοί να ζουν ο ένας χωρίς τον άλλο αλλά διαλέγουν να
ζήσουν ο ένας με τον άλλο».
Ορίζω
την εξάρτηση ως την ανικανότητα ενός να ζει σαν άρτιο άτομο ή να δρα σωστά
χωρίς τη βεβαιότητα ότι κάποιος άλλος τον φροντίζει ενεργητικά. Η εξάρτηση όταν
αφορά φυσιολογικά υγιείς ενηλίκους είναι παθολογική – είναι αρρώστια, είναι
πάντοτε μια εκδήλωση ψυχοπάθειας ή ψυχικού ελαττώματος. Πρέπει να διακρίνουμε
τη διαφορά της με εκείνο που συνήθως λέμε εξάρτηση από ανάγκες ή συναισθήματα.
Όλοι μας, ο καθένας μας έχει – ακόμα κι όταν προσποιείται στους άλλους και στον
εαυτό του ότι δεν έχει – εξάρτηση από ανάγκες και συναισθήματα. Όλοι μας,
έχουμε επιθυμίες να μας κανακεύουν, να μας περιποιούνται χωρίς εμείς να κάνουμε
τίποτα, να μας φροντίζουν άτομα πιο δυνατά από μας που νοιάζονται ειλικρινά για
τα συμφέροντά μας. Όσο κι αν είμαστε δυνατοί, όσο κι αν είμαστε στοργικοί και
υπεύθυνοι και ενήλικοι, αν κοιτάξουμε καλά μέσα μας, θα βρούμε την επιθυμία να
αναλάβουν άλλοι να μας φροντίζουν, έτσι για αλλαγή.
Ο
καθένας μας, όσο κι αν είναι προχωρημένος στην ηλικία και ώριμος, αναζητάει και
θα ήθελε να έχει στη ζωή του (της) μια ευχάριστη μορφή πατέρα (μητέρας).
Ωστόσο, για τους περισσότερους από μας αυτές οι επιθυμίες ή τα συναισθήματα δεν
κυβερνούν τη ζωή μας. Δεν αποτελούν το επικρατέστερο θέμα της ύπαρξής μας.
Όταν, πράγματι, κυβερνούν τις ζωές μας και καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας,
τότε έχουμε κάτι περισσότερο από μιαν απλή εξάρτηση σε ανάγκες ή συναισθήματα:
είμαστε εξαρτώμενοι. Συγκεκριμένα, ένας του οποίου η ζωή κυβερνάται και
καθορίζεται από ανάγκες εξάρτησης υποφέρει από μια ψυχική διαταραχή στην οποία
δίνουμε τη διαγνωστική ονομασία «διαταραχή παθητικής εξαρτώμενης
προσωπικότητας». Είναι ίσως η πιο συνηθισμένη από όλες τις ψυχικές διαταραχές.
Άτομα
με αυτή τη διαταραχή, παθητικά εξαρτώμενα άτομα είναι τόσο απασχολημένα με την
αναζήτηση της αγάπης, ώστε δεν τους έχει μείνει καθόλου ενέργεια να αγαπήσουν.
Μοιάζουν με πεινασμένους ανθρώπους, που ψαχουλεύουν οπουδήποτε για να βρουν
κάτι να φάνε και που δεν έχουν κανένα δικό τους φαγώσιμο για να δώσουν στους
άλλους. Είναι σαν να έχουν μέσα τους ένα κενό, ένα απύθμενο πηγάδι που ζητάει
απεγνωσμένα να το γεμίσουν αλλά που κανείς δεν μπορεί ποτέ να το γεμίσει
τελείως. Ποτέ δε νιώθουν να είναι «ολοκληρωμένοι» ή ποτέ δεν έχουν την αίσθηση
της πληρότητας. Αισθάνονται πάντα πως «κάτι τους λείπει από τον εαυτό τους».
Ανέχονται ελάχιστα τη μοναξιά. Επειδή τους λείπει η αρτιότητα, δεν έχουν
πραγματική αίσθηση της ταυτότητάς τους, και αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά με
βάση τις σχέσεις τους.
Ένας
τριαντάρης χειριστής πρέσας που έπασχε από βαθιά κατάθλιψη, ήλθε να με δει
τρεις μέρες μετά την εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του, η οποία πήρε μαζί της
και τα τρία παιδιά τους. Τον είχε, τρεις φορές πριν, απειλήσει ότι θα τον
άφηνε, παραπονούμενη πως δεν έδειχνε καμιά προσοχή σ’ αυτήν και στα παιδιά.
Κάθε φορά την ικέτευε να μείνει και της υποσχόταν ότι θα αλλάξει, αλλά η αλλαγή
του ποτέ δε βαστούσε πάνω από μια μέρα, και αυτή τη φορά εκείνη πραγματοποίησε
την απειλή της. Ο άνθρωπος δεν κοιμήθηκε δυο νύχτες, έτρεμε από το άγχος, τα
δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του, και σκεφτόταν σοβαρά ν’ αυτοκτονήσει. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την οικογένειά μου»
είπε με αναφιλητά «τους αγαπάω τόσο πολύ».
«Πραγματικά
απορώ μαζί σου»
του είπα. «Μου ανέφερες ότι η γυναίκα σου
έχει δίκιο να παραπονιέται, ότι ποτέ δεν έκανες κάτι γι’ αυτή, ότι γύριζες
σπίτι όποτε σου άρεσε, ότι δεν είχες κανένα σεξουαλικό ή συναισθηματικό
ενδιαφέρον γι’ αυτήν, ότι δε μιλούσες καν στα παιδιά μήνες ολόκληρους, ότι ποτέ
δεν έπαιζες μαζί τους, ούτε τα πήγαινες κάπου. Δεν έχεις καμιά σχέση με κανένα
από την οικογένειά σου• δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί νιώθεις τόση κατάθλιψη για
την απώλεια μιας σχέσης που ποτέ δεν υπήρχε».
«Δεν το
βλέπεις;»
απάντησε. «Δεν είμαι τίποτε τώρα. Τίποτε.
Δεν έχω γυναίκα. Δεν έχω παιδιά. Δεν ξέρω ποιος είμαι. Μπορεί να μην
ενδιαφερόμουν γι’ αυτούς, αλλά οπωσδήποτε τους αγαπάω. Είμαι ένα τίποτε χωρίς
αυτούς».
Επειδή
η κατάθλιψη του ήταν πολύ σοβαρή – αφού είχε χάσει την ταυτότητα που του έδινε
η οικογένεια του – του είπα να έλθει να τον δω ξανά μετά από δυο μέρες.
Περίμενα να είναι λίγο καλύτερα. Όταν όμως ξανάρθε, μπήκε ορμητικά στο γραφείο
χαμογελώντας χαρούμενα και ανήγγειλε: «Όλα
είναι εντάξει τώρα».
«Είσαι πάλι
με την οικογένειά σου;» τον
ρώτησα.
«Όχι» απάντησε
ενθουσιασμένος «δεν είχα καμιά είδησή
τους από τότε που σε είδα. Αλλά συνάντησα μια κοπέλα χτες το βράδυ στο μπαρ που
συχνάζω. Μου είπε ότι πραγματικά της αρέσω. Είναι χωρισμένη, όπως κι εγώ.
Δώσαμε ένα άλλο ραντεβού σήμερα το βράδυ. Νιώθω πάλι σαν άνθρωπος. Νομίζω ότι
δε χρειάζεται να σε ξαναδώ».
Αυτή
η ταχεία ικανότητα για αλλαγή είναι χαρακτηριστική των παθητικά εξαρτημένων
ατόμων. Θα έλεγε κανείς πως δεν έχει σημασία από ποιον είναι εξαρτημένοι, όσο
υπάρχει ένας οποιοσδήποτε. Δεν έχει γι’ αυτούς σημασία ποια είναι ταυτότητά
τους, εφόσον υπάρχει κάποιος να τους τη δώσει. Επομένως, οι σχέσεις τους, αν
και φαίνονται δραματικές στην έντασή τους, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά
ρηχές. Εξαιτίας της δύναμης που έχει η αίσθηση της εσωτερικής κενότητάς τους
και της πείνας τους να τη γεμίσουν, οι παθητικοί εξαρτώμενοι άνθρωποι δε θα
ανεχτούν καμιά καθυστέρηση προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για
άλλους ανθρώπους.
Μια
όμορφη, ευφυέστατη και, κατά τα άλλα, πολύ υγιής νεαρή γυναίκα είχε, από τα
είκοσι ένα χρόνια της, μια σχεδόν ατέλειωτη σειρά σεξουαλικές σχέσεις με άντρες
πάντοτε κατώτερους απ’ αυτή σε ευφυΐα και ικανότητες. Πήγαινε από τον ένα
χαμένο στον άλλο. Το πρόβλημα, όπως φάνηκε, ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν
ανίκανη να περιμένει αρκετά για να ψάξει να βρει έναν άντρα που θα της ταίριαζε
ή τουλάχιστον να διαλέξει ανάμεσα στους άλλους άντρες που την περιστοίχιζαν και
της ήταν άμεσα διαθέσιμοι. Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες μετά τον τερματισμό μιας
σχέσης άρπαζε τον πρώτο άντρα που συναντούσε σε κάποιο μπαρ, και ερχόταν στην
επόμενη συνάντησή μας πλέκοντας το εγκώμιο του. «Ξέρω πως δεν εργάζεται και πως πίνει πολύ, αλλά βασικά είναι μεγάλο
ταλέντο και πραγματικά ενδιαφέρεται για μένα. Ξέρω πως αυτή η σχέση θα πιάσει».
Ωστόσο,
ποτέ δεν «έπιασε», όχι μόνο γιατί δεν είχε διαλέξει σωστά, αλλά και γιατί
άρχιζε τότε έναν τύπο προσκόλλησης στον άντρα, απαιτώντας όλο και περισσότερες
αποδείξεις της αγάπης του, και επιζητώντας να είναι μαζί του συνεχώς, αρνούμενη
να αφήνεται μόνη. «Ακριβώς επειδή σε
αγαπώ τόσο πολύ, δεν μπορώ να υποφέρω να είμαι μακριά από σένα» θα του
έλεγε. Αλλά αυτός αργά ή γρήγορα ένιωθε τελείως πνιγμένος και παγιδευμένος,
χωρίς χώρο να κινηθεί, από την «αγάπη» της. Επακολουθούσε ένας βίαιος καυγάς, η
σχέση έπαιρνε τέλος, και ο κύκλος ξανάρχιζε από την αρχή την επόμενη μέρα. Η
γυναίκα μπόρεσε να σπάσει τον κύκλο μόνο μετά από τρία χρόνια θεραπείας κατά
την διάρκεια της οποίας κατάφερε να εκτιμήσει τη νοημοσύνη της και τα προσόντα
της, να αναγνωρίσει την κενότητα και την πείνα της και να τα ξεχωρίσει από την
αληθινή αγάπη, να αντιληφθεί πως η πείνα της την έσπρωχνε να αρχίζει και να
προσκολλάται σε σχέσεις που έβλαπταν την ίδια και να παραδεχτεί την ανάγκη του
πιο αυστηρού είδους πειθαρχίας πάνω στην πείνα της, αν ήθελε να αξιοποιήσει τα
προσόντα της.
Στη
διάγνωση, η λέξη «παθητικός» χρησιμοποιείται σε συνάφεια με τη λέξη
«εξαρτώμενος» επειδή αυτά τα άτομα ενδιαφέρονται για το τι μπορούν άλλοι να
κάνουν γι’ αυτούς, όχι και για το τι μπορούν αυτοί να κάνουν. Μια φορά, εργαζόμενος
με μια ομάδα θεραπείας πέντε αγάμων ασθενών, όλων παθητικών εξαρτώμενων ατόμων, τους ζήτησα να
μιλήσουν για τους στόχους τους ως προς τη βιοτική κατάσταση στην οποία θα
ήθελαν να βρεθούν μετά από πέντε χρόνια. Ο καθένας τους απάντησε με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο: «Θέλω να παντρευτώ με
κάποιον (ή κάποια) που να φροντίζει πραγματικά για μένα». Ούτε ένας δεν
ανέφερε ότι θα ήθελε να κατέχει μια δουλειά που να τον ενδιαφέρει, να
δημιουργήσει ένα έργο τέχνης, να συνεισφέρει στο σύνολο ή να είναι σε θέση να
μπορεί να αγαπήσει ή και να έχει παιδιά. Η έννοια της προσπάθειας απουσίαζε από
τις ονειροπολήσεις τους: οραματίζονταν μόνο μια αμόχθητη παθητική κατάσταση να
δέχονται φροντίδες. Τους είπα, όπως λέω και σε πολλούς άλλους: «Αν ο στόχος σας είναι να γίνετε
αντικείμενα αγάπης δε θα τον πετύχετε. Ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσετε την αγάπη
των άλλων είναι να είστε ένα πρόσωπο που να αξίζει την αγάπη, και δεν μπορείτε
να είστε ένα πρόσωπο που να αξίζει την αγάπη όταν πρωταρχικός στόχος της ζωής
σας είναι να αγαπηθείτε παθητικά». Με αυτό δε θέλω να πω ότι τα παθητικά
εξαρτώμενα άτομα ποτέ δεν κάνουν
κάτι για τους άλλους, αλλά το κίνητρο που τα σπρώχνει να κάνουν κάτι είναι η
επιδίωξή τους να στερεώσουν το δεσμό των άλλων με τα ίδια, ώστε να εξασφαλίζουν
τις φροντίδες τους. Και όταν δεν εξυπακούεται άμεσα η δυνατότητα μέριμνας από
μέρους των άλλων, τα άτομα αυτά δυσκολεύονται πολύ να «κάνουν κάτι». Όλα τα
μέλη της πιο πάνω ομάδας βρήκαν φοβερά δύσκολο να αγοράσουν ένα σπίτι, να
χωρίσουν από τους γονείς τους, να βρουν μόνοι τους μια εργασία, να αφήσουν μια
εργασία που δεν τους ικανοποιούσε καθόλου, ή ακόμα και να επιδοθούν σε κάποιο
χόμπι.
Σ’
ένα γάμο υπάρχει κανονικά μια διαφοροποίηση των ρόλων των δύο συζύγων, ένας
κανονικά αποτελεσματικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ των δύο. Η γυναίκα
συνήθως κάνει το μαγείρεμα, το καθάρισμα του σπιτιού και τα ψώνια, και
φροντίζει τα παιδιά• ο άντρας συνήθως έχει την εργασία του, χειρίζεται τα
οικονομικά, κόβει το χορτάρι στον κήπο και κάνει τις διάφορες επιδιορθώσεις του
σπιτιού. Τα υγιή ζευγάρια από ένστικτο μπορεί να αλλάζουν πότε – πότε τους
ρόλους. Ο άντρας μπορεί να μαγειρέψει που και που ένα γεύμα, να διαθέσει μια
μέρα την εβδομάδα για τα παιδιά, να καθαρίσει το σπίτι για να κάνει μια
ευχάριστη έκπληξη στη γυναίκα του• η γυναίκα μπορεί να βρει μια ολιγόωρη
εργασία, να κόψει το χορτάρι του κήπου τη μέρα των γενεθλίων του άντρα της, να
αναλάβει για ένα χρόνο τον τραπεζικό λογαριασμό και την πληρωμή των δόσεων. Το
ζευγάρι συχνά μπορεί να θεωρεί αυτή την εναλλαγή των ρόλων σαν ένα είδος
παιχνιδιού που προσθέτει νοστιμάδες και ποικιλία στο γάμο τους. Είναι βέβαια
αυτό, αλλά ίσως ακόμα πιο σημαντικό (έστω κι αν αυτό γίνεται ασύνειδα), είναι
μια μέθοδος που περιορίζει την αμοιβαία εξάρτησή τους. Από μια άποψη, ο κάθε
σύζυγος εκπαιδεύεται για την επιβίωσή του στην περίπτωση που θα χαθεί ο άλλος.
Αλλά
για τα παθητικά εξαρτώμενα άτομα η απώλεια του άλλου είναι μια τόσο τρομακτική
προοπτική που τους είναι αδύνατο να την αντιμετωπίσουν προετοιμαζόμενοι γι’
αυτήν, ή υπομένοντας μια μεθόδευση που θα μείωνε την εξάρτηση ή θα μεγάλωνε την
ελευθερία του άλλου. Κατά συνέπεια, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα της
συμπεριφοράς των παθητικών εξαρτώμενων ατόμων στο γάμο, το γεγονός ότι ο
διαφοροποιημένος ρόλος τους είναι άκαμπτος και ότι επιζητούν να αυξήσουν μάλλον
παρά να ελαττώσουν την αμοιβαία εξάρτηση και έτσι μετατρέπουν το γάμο περίπου
σε παγίδα. Ενεργώντας έτσι, στο όνομα αυτού που ονομάζουν αγάπη, αλλά που στην
πραγματικότητα είναι εξάρτηση, περιορίζουν την ελευθερία και την αυτοτέλεια τη
δική τους και του συντρόφου τους.
Συμβαίνει
κάποτε, σαν μια από τις εκφάνσεις αυτής της εξέλιξης, παθητικά εξαρτώμενα
άτομα, όταν παντρευτούν, να εγκαταλείπουν ορισμένες από τις επιδεξιότητες που
είχαν πριν το γάμο. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι το όχι ασύνηθες σύνδρομο της
συζύγου που «δεν μπορεί» να οδηγήσει αυτοκίνητο. Στις μισές από αυτές τις
περιπτώσεις, η γυναίκα μπορεί να μην έχει μάθει ποτέ, αλλά στις υπόλοιπες, με
το πρόσχημα συχνά ενός μικρού ατυχήματος, η γυναίκα αναπτύσσει κάποτε μετά το
γάμο της μια «φοβία» σχετικά με την οδήγηση και σταματά να οδηγεί. Το αποτέλεσμα
αυτής της «φοβίας», σε αγροτικές περιοχές ή σε προάστια όπου ζουν πολλοί
άνθρωποι, είναι να γίνει εκείνη ολοκληρωτικά εξαρτημένη από το σύζυγό της, και
με την ανημποριά της να αλυσοδέσει τον άντρα της μ’ αυτή. Τώρα πρέπει να κάνει
αυτός όλα τα ψώνια για την οικογένεια ή πρέπει να γίνει ο σοφέρ της σε όλες τις
εκστρατείες τους για ψώνια.
Επειδή
αυτή η συμπεριφορά συνήθως ικανοποιεί τις ανάγκες εξάρτησης και των δύο
συζύγων, δε θεωρείται σχεδόν ποτέ από τα περισσότερα ζευγάρια ως νοσηρή, ή ως
ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Όταν κάποτε παρατήρησα σ’ έναν κατά τα άλλα
ευφυέστατο τραπεζίτη η γυναίκα του, που ξαφνικά σταμάτησε να οδηγεί σε ηλικία
σαράντα έξι χρόνων λόγω «φοβίας», μπορεί να είχε κάποιο πρόβλημα που χρειαζόταν
ψυχιατρική παρακολούθηση, αυτός μου είπε: «Μπα,
όχι, ο γιατρός της είπε πως αυτό οφείλεται στην εμμηνόπαυση και δεν μπορούμε να
κάνουμε τίποτε». Έτσι, αυτή ήταν τώρα ήσυχη, ξέροντας ότι ο άντρας της δε
θα μπορούσε να έχει εξώγαμη ερωτική σχέση και να την αφήσει, μιας και ήταν τόσο
απασχολημένος μετά τη δουλειά του με το να πηγαίνει μαζί της για ψώνια και να
παίρνει τα παιδιά μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Κι αυτός, από τη μεριά του, ήταν
ήσυχος, ξέροντας πως εκείνη δε θα μπορούσε να έχει εξώγαμη σχέση και να τον
αφήσει, μιας και δεν είχε τώρα την ευκολία των κινήσεων για να συναντάει κόσμο
όταν αυτός δεν ήταν μαζί της. Με μια τέτοια συμπεριφορά, οι παθητικοί
εξαρτώμενοι γάμοι μπορεί να αποκτούν διάρκεια και σιγουριά αλλά δεν μπορεί να
θεωρηθούν ούτε υγιείς ούτε διεπόμενοι από αληθινή αγάπη, διότι η σιγουριά
αποκτάται με τίμημα την ελευθερία, και η σχέση χρησιμεύει για την επιβράδυνση ή
την εκμηδένιση της ανάπτυξης των δύο συντρόφων. Δεν παύουμε να λέμε στα
ζευγάρια μας ότι «ένας καλός γάμος μπορεί
να υπάρχει μόνο μεταξύ δύο δυνατών και ανεξάρτητων ανθρώπων».
Η
παθητική εξάρτηση έχει τη γένεσή της στην έλλειψη αγάπης. Η εσωτερική αίσθηση
της κενότητας, από την οποία υποφέρουν τα παθητικά εξαρτώμενα άτομα, είναι το
άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας των γονέων τους να εκπληρώσουν τις ανάγκες τους
για τρυφερότητα, προσοχή και φροντίδα κατά την παιδική ηλικία τους. Τα παιδιά
που αγαπιούνται και φροντίζονται με σχετική συνέπεια σ’ όλη τη διάρκεια της
παιδικής ηλικίας μπαίνουν στην ενηλικιότητα με ένα βαθιά ριζωμένο συναίσθημα
ότι είναι αξιαγάπητα και πολύτιμα και συνεπώς θα αγαπιούνται και θα
φροντίζονται εφόσον θα είναι αληθινά με τον εαυτό τους.
Τα
παιδιά που μεγαλώνουν σε μιαν ατμόσφαιρα όπου η αγάπη και η φροντίδα λείπουν ή
δίνονται με κατάφωρη ασυνέπεια μπαίνουν στην ενηλικιότητα χωρίς μια τέτοια
αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας. Έχουν, αντίθετα, μια εσωτερική αίσθηση
ανασφάλειας, ένα συναίσθημα ότι «δεν έχω αρκετά» και ότι ο κόσμος είναι άστατος
και φειδωλός, καθώς και ότι αυτοί οι ίδιοι είναι αμφισβητήσιμα αξιαγάπητοι και
πολύτιμοι. Συνεπώς δεν είναι για ν’ απορούμε που αισθάνονται την ανάγκη να
παλεύουν για αγάπη, φροντίδα και προσοχή όπου μπορούν να τις βρουν, και όταν
τις βρουν προσκολλώνται σ’ αυτές με μια απόγνωση που τους οδηγεί σε μια χωρίς
αγάπη, συμφεροντολόγα, μακιαβελική συμπεριφορά που καταστρέφει τις ίδιες τις
σχέσεις που επιδιώκουν να διατηρήσουν.
Η
αγάπη και η πειθαρχία συμπορεύονται, έτσι που γονείς που δεν αγαπάνε τα παιδιά
τους και δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτά είναι άτομα που τους λείπει η πειθαρχία,
και όταν αποτυχαίνουν να προσφέρουν στα παιδιά τους την αίσθηση ότι
αγαπιούνται, αποτυχαίνουν να τους προσφέρουν και την ικανότητα για
αυτοπειθαρχία. Έτσι, η υπερβολική εξάρτηση των παθητικών εξαρτώμενων ατόμων
είναι απλώς η κύρια εκδήλωση της διαταραχής της προσωπικότητάς τους. Οι
παθητικοί εξαρτώμενοι άνθρωποι δεν έχουν αυτοπειθαρχία. Δεν θέλουν ή δεν
μπορούν να καθυστερήσουν την ικανοποίηση της πείνας τους για φροντίδα. Στην
απόγνωσή τους να συνάψουν και να διατηρήσουν δεσμούς, εξανεμίζουν την τιμιότητά
τους. Προσκολλώνται σε ξεφτισμένες πια σχέσεις ενώ θα έπρεπε να τις
εγκαταλείψουν. Το σπουδαιότερο: τους λείπει ένα αίσθημα ευθύνης για τον εαυτό
τους. Βλέπουν παθητικά τους άλλους, συχνά και τα ίδια τα παιδιά τους, ως την
πηγή της ευτυχίας και της αρτίωσής τους και, κατά συνέπεια, όταν δεν είναι
ευτυχισμένοι ή ολοκληρωμένοι, αισθάνονται βασικά ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι.
Έτσι, είναι συνεχώς θυμωμένοι γιατί συνεχώς νιώθουν πως τους έχουν εγκαταλείψει
οι άλλοι, που στην πραγματικότητα δε θα μπορούσαν ποτέ να εκπληρώσουν όλες τις
ανάγκες τους ή να τους κάνουν ευτυχισμένους.
Έχω
ένα συνάδελφο που συχνά λέει στον κόσμο: «Πρόσεξέ
με, αφήνοντας τον εαυτό σου να είναι εξαρτώμενος από ένα άλλο άτομο είναι το
χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου. Θα είσαι καλύτερα αν
εξαρτηθείς από την ηρωίνη. Όσο θα είσαι εφοδιασμένος με ηρωίνη, αυτή ποτέ δε θα
σε εγκαταλείψει• αν υπάρχει θα σε κάνει ευτυχισμένο. Αν όμως περιμένεις ένα
άλλο πρόσωπο να σε κάνει ευτυχισμένο, θα είσαι συνεχώς απογοητευμένος».
Στην
πραγματικότητα, δεν είναι τυχαίο ότι η πιο συνηθισμένη ανωμαλία που οι
παθητικοί εξαρτώμενοι άνθρωποι εκδηλώνουν πέρα από τις σχέσεις τους με τους
άλλους, είναι η εξάρτησή τους από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Σε αυτούς έχει
δοθεί ο χαρακτηρισμός «εθιστική προσωπικότητα». Είναι εθισμένοι σε ορισμένους
ανθρώπους, τους απομυζούν, τους καταβροχθίζουν και όταν δε βρίσκουν ανθρώπους
τους οποίους να μπορούν να απομυζήσουν και να καταβροχθίσουν, στρέφονται συχνά
στη μπουκάλα ή στη βελόνα ή στο χάπι, σαν υποκατάστατα των ανθρώπων.
Κοντολογίς,
η εξάρτηση μπορεί να εμφανίζεται σαν αγάπη καθότι είναι μια δύναμη που κάνει
τους ανθρώπους να δένονται βίαια ο ένας στον άλλον. Στην πραγματικότητα όμως
αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι μια μορφή αντι – αγάπης. Έχει τη γένεσή της σε μιαν
αποτυχία των γονέων ν’ αγαπήσουν και διαιωνίζουν την αποτυχία. Επιζητεί να
παίρνει, όχι να δίνει. Καλλιεργεί τον παιδισμό, όχι την ανάπτυξη. Δουλεύει για
να παγιδεύει και να περιορίζει, όχι να ελευθερώνει. Τελικά καταστρέφει αντί να
δημιουργεί σχέσεις, καταστρέφει αντί να πλάθει ανθρώπους.
Το παρόν άρθρο
είναι από το βιβλίο του ψυχίατρου Μ. Σκοτ Πεκ «Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος»,
Εκδόσεις Κέδρος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου