Ο Μ. Βασίλειος καλεί τους ανθρώπους να μιμηθούν την κοινωνικότητα των μελισσών
Μολονότι ο Μ. Βασίλειος μιλάει σε απλούς ανθρώπους, κατά την αριθμητική πλειοψηφία τουλάχιστον, σχολιάζοντας τα πρώτα κεφάλαια από το βιβλίο Γένεσις της Π.Δ., δηλαδή για την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, τους διδάσκει υψηλές θεολογικές αλήθειες χρησιμοποιώντας απλά και ζωντανά παραδείγματα. Λόγου χάρη, η συμμετοχή του ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού παριστάνεται με την χαρά της θέας του ήλιου της δικαιοσύνης. Πρόκειται για την αισθητική απόλαυση, μιας υψηλής και τέλειας ομορφιάς. Αν ο τυφλός ζημιώνεται, που δεν βλέπει τον φθαρτό ήλιο, πόσο μάλλον ζημιώνεται αυτός που στερείται το αληθινό φως;
Εδώ βλέπουμε ότι ο Μ. Βασίλειος ξεπερνά τις υλικές και ευδαιμονιστικές – που κατά βάθος είναι εγωκεντρικές – παραστάσεις για τον παράδεισο. Πρόκειται για μια τελείωση και όραση του θείου κάλλους που κάνουν την παραδείσια ζωή. Έτσι και η κόλαση δεν είναι κτιστός τόπος βασάνων, αλλά οδύνη που προκαλείται απ’ αυτή τη στέρηση και από την καυστική επίδραση του ίδιου του θείου φωτός στα άρρωστα μάτια του κολασμένου. Όλα τα πλάσματα, χωρίς να διαμοιράζονται κατά ειδωλολατρικό τρόπο σε δυο τόπους, έρχονται αντιμέτωπα με το ίδιο θείο φως: “… και το μεν φως ξεχωρίζεται σε απόλαυση στους δίκαιους, το δε της καύσης οδύνη στους κολασμένους” Εις την Εξαήμερον PG 29,121D. Οι δίκαιοι χαίρονται το θείο κάλλος και οι ανάξιοι νιώθουν καυστική την επίδρασή του.
Επιπλέον ο Μ. Βασίλειος βλέπει στην δημιουργία μια ποικιλία και μια διαβάθμιση ως προς τη λεπτότητα ή την παχύτητα και τη δεκτικότητα για τελείωση όλων των δημιουργημάτων. Έτσι, λόγου χάρη, το πρώτο φως που δημιουργήθηκε κατά την πρώτη ημέρα, από το οποίο έγιναν οι μεγάλοι φωστήρες (ήλιος – φεγγάρι) για να λάμπουν, είναι καθαρότατο, “ειλικρινές (= αγνό)” και άυλο: “έτσι με εκείνο το καθαρότατο και αγνό και άυλο φως κατασκευάστηκαν τώρα οι φωστήρες” Εις την Εξαήμερον PG 29,121Α. Προφανώς εδώ το “άυλο” του φωτός σημαίνει τη λεπτότητα και την εκλεπτυσμένη του δομή και όχι πως είναι αδημιούργητο. Πρόκειται για φως δημιουργημένο και υλικό.
Ακόμη και η ύλη έχει διαβαθμίσεις κατά την κινητικότητα, την ευλυγισία και τη στόφα της. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει για την ψυχή, που είναι και αυτή δημιουργημένη, ομοίως δε και για την ανθρώπινη ζωή. Όσο περισσότερο μια κτιστή πραγματικότητα πλησιάζει κατά την ευκινησία τη θεία ζωή, τόσο η ομοιότητα της δημιουργίας με τον Θεό γίνεται πιο καθαρή και επιβλητική. Άλλωστε ο ανθρώπινος νους ως κτιστός και αυτός δεν διαφέρει ριζικά από κάθε άλλη κτιστή πραγματικότητα παρά μόνο κατά την ευκίνητη και ζωντανή δεκτικότητα, ώστε να γνωρίζει και να προσεγγίζει τη θεία ζωή. Η δυσκίνητη και άκαμπτη δεκτικότητα της άλογης και απρόσωπης κτίσης δεν μπορεί να φθάσει τη θεογνωσία και φυσικά την εμπειρία της θέωσης. Ή καλύτερα, ενώ ο ανθρώπινος νους, ως κτιστός, ποτέ μόνος του δεν μπορεί να φθάσει τη θεία τελειότητα, χωρίς τη δεκτικότητα του νου ο άνθρωπος ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωθεί. Λόγος και νους της ψυχής, ως συμπληρωματικές λειτουργίες της ανθρώπινης φύσης, αποτελούν την προίκα της ευκίνητης δεκτικότητας.
Έτσι το κακό, σαν μια αρρώστια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαταραχή αυτής της ευκινησίας στη δεκτικότητα. Η ίδια η φύση ωστόσο ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κακή. Η κτιστότητα είναι οριακή κατάσταση και όχι το κακό· η δεκτικότητα επίσης είναι μια οριακή κατάσταση. Το ότι ο Εωσφόρος, και φυσικά κάθε λογικό πλάσμα, δεν είναι κατά φύση “ανεπίδεκτος του χειρότερου” αυτό δεν είναι κακό, αλλά οριακή κατάσταση. Το κακό εισβάλλει, ως μία διαταραχή και διασάλευση αυτής της δεκτικότητας, και έτσι φέρνει τη στασιμότητα και τη τύφλωση των ματιών και της ψυχής, ώστε να μη βλέπουν τη φανέρωση της θείας ομορφιάς. Τελικά το κακό είναι μόνο η παραμόρφωση του καλού και δεν αποτελεί καμιά ουσία: “διότι το κακό είναι, όχι ουσία ζωντανή και έμψυχη, αλλά διάθεση της ψυχής εναντίον της αρετής” Εις την Εξαήμερον PG 29,37D. Γι’ αυτό και οι κακές πράξεις των ανθρώπων και κάθε τι που οφείλεται στα όρια της δεκτικότητας ή στις δυνατότητες του αυτεξούσιου δεν πρέπει να αποδίδονται με κανένα τρόπο στην επίδραση των άστρων πάνω στην ανθρώπινη ζωή. Βλέπουμε δηλαδή εδώ το Μ. Βασίλειο να καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνο τον ίδιο τον άνθρωπο για τις πράξεις του και να μην ψάχνει διάφορες δικαιολογίες γι’ αυτές.
Ωστόσο ο Μ. Βασίλειος, θέλοντας να διδάξει υψηλές θεολογικές και ηθικές αλήθειες, δίνοντας και τις ανάλογες προτροπές, χρησιμοποιεί μερικές φορές παραδείγματα από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, ορισμένα και από την άψυχη φύση, όπως είναι λόγου χάρη η αύξηση και η φθίση της σελήνης, με ένα τόνο υπερβολικό, ώστε να αποδίδεται κάποια ατέλεια ή κακία στην ίδια τη φύση. Πάντως με λίγη προσοχή καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για απλά βοηθητικά παραδείγματα.
Τα τριαντάφυλλα πρώτα δεν είχαν αγκάθια και ύστερα, μετά την παρακοή του ανθρώπου, ενώθηκαν με αυτά και τα αγκάθια, ώστε μαζί με τη χαρά της απόλαυσης να έχουμε και τη λύπη και να μην ξεχνάμε την αμαρτία. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να μιμούνται τη σκληρότητα των αρπακτικών πτηνών, τα οποία μόλις δουν τα μικρά τους να κάνουν τα πρώτα φτερουγίσματα, τα διώχνουν έξω από τη φωλιά και δεν τα φροντίζουν πια. Βέβαια στο παραπάνω παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Μ. Βασίλειος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως αυτό γίνεται από μέρος των γονιών – πουλιών για το σκληρό αγώνα της επιβίωσης, έτσι ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν πιο εύκολα τα μικρά.
Οι γύπες γεννούν τους απογόνους χωρίς γαμική “επιπλοκή” και μάλιστα ζουν πάνω από εκατό χρόνια. Εδώ, λέει στους ακροατές του ο Μ. Βασίλειος, η φύση μάς δίνει ένα παράδειγμα τρανό, για να μη γελάμε για τα παράδοξα μυστήρια, όπως είναι η κυοφορία και ο τόκος τής Αειπάρθενου Μαρίας. Πιο άδικος, συνεχίζει ο Μ. Βασίλειος, είναι ο αετός· κάνει δύο νεοσσούς και τον ένα τον πετάει έξω από τη φωλιά· ευτυχώς για τον μικρό νεοσσό που τον παίρνει και τον μεγαλώνει η φήνη (= θαλάσσιος αετός). Ας το έχουν υπόψη τους οι σκληροί γονείς που με πρόφαση τη φτώχεια πετούν τα παιδιά τους· δεν πρέπει να μιμηθούν τη σκληρότητα του αετού. Τα περισσότερα ψάρια αλληλοτρώγονται. Δεν κάνουμε και εμείς οι άνθρωποι κάτι ανάλογο, ρωτάει ο Ιεράρχης, θέλοντας έτσι να διδάξει τους ακροατές του να μην κατατρώγουν το δίκαιο του διπλανού τους: “αλληλοφάγα είναι τα περισσότερα ψάρια, και το μικρότερο απ’ αυτά αποτελεί τροφή για το μεγαλύτερο … Τι άλλο λοιπόν κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, δεν καταδυναστεύουμε τους κατώτερους;” Εις την Εξαήμερον PG 29,152CD.
Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι αποδεικνύονται πως υστερούν απέναντι στα άλογα ζώα που ξέρουν καλύτερα να προστατέψουν τον εαυτό τους από τις βλαπτικές επιρροές. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και στο φυτικό βασίλειο. Η τραυματισμένη αρκούδα δένει τα τραύματά της με μια ξηρή γάζα, κατά πάσα πιθανότητα φυτικής ουσίας· η αλεπού θεραπεύει τραύματα με ρητίνη πεύκου· η χελώνα, όταν πάρει δηλητήριο από σάρκες έχιδνας, τρώει ρίγανη και το φίδι θεραπεύει αρρώστιες των ματιών του τρώγοντας μάραθο. Το σιτάρι εξάλλου μπορεί να κρύβει τους μικρούς κόκκους σε θήκες, για να μη τους διασκορπίζουν τα πουλιά και συνάμα έχει τις μικρές και μυτερές βελόνες, για να προφυλάγεται από τυχόν βλαβερές επιρροές μικρών ζώων.
Άριστα υποδείγματα μπορούν να πάρουν οι άνθρωποι από την “ηθική” συμπεριφορά των πουλιών. Πρέπει να ντρέπονται τα παιδιά αν δεν δείχνουν την πρόνοια των πελαργών προς τον πατέρα τους που έχει γεράσει· του φέρνουν τροφή και στο πέταγμα τον βοηθούν, στηρίζοντας τα φτερά του με τα δικά τους φτερά. Και αυτή την πράξη μερικοί την ονομάζουν αντιπελάργωση. Η τρυγόνα, αν χωρίσει από το σύντροφό της, ποτέ δεν πηγαίνει με άλλον για ζευγάρωμα. Ας το ακούσουν αυτό, λέει ο Μ. Βασίλειος, οι γυναίκες και να παραδειγματίζονται, αφού και στα άλογα ζώα η σεμνότητα της χηρείας είναι προτιμότερη από την απρέπεια της πολυγαμίας.
Αλλά και η κοινωνικότητα που μπορούμε να βρούμε στο ζωικό βασίλειο είναι παραδειγματική. Οι μέλισσες αποτελούν ένα άριστο παράδειγμα για την κοινή συγκατοίκηση, την κοινή πτήση και την κοινή εργασία. Δεν πετούν αν πρώτος δεν τους οδηγήσει ο αρχηγός τους. Άξιο παρατήρησης εδώ, είναι, πως ο Μ. Βασίλειος δεν μιλάει για βασίλισσα των μελισσών αλλά για βασιλιά! Και ο αρχηγός τους έχει την πρώτη θέση από την φύση, διαφέροντας έτσι κατά το μέγεθος, το σχήμα και το ήθος· δεν είναι “χειροτονητός” από το πλήθος που πολλές φορές χαρακτηρίζεται για την ακρισία και τις ατυχές επιλογές που κάνει· ούτε “κληρωτός” είναι, γιατί η τύχη δεν μπορεί να στηρίξει μια εξουσία· ούτε είναι “κληρονομικός” βασιλιάς· αυτοί κατά κανόνα είναι απαίδευτοι και αμαθείς, διεφθαρμένοι από την καλοπέραση και τις κολακείες.
Στο σημείο αυτό φαίνεται και μια υψηλή πολιτική φιλοσοφία του Μ. Βασιλείου. Η αρχηγία πρέπει να στηρίζεται στην κατά φύση λειτουργία της κοινωνικότητας· ο πρώτος πρέπει να είναι πρώτος κατά φύση και κατ’ εξουσία και όχι να γίνεται από εκλογές, από κλήρο και από βασιλική διαδοχή. Τέτοιες απόψεις θα μπορούσε κανείς να δει μόνο στην ουτοπική ιδεολογία των εχθρών της κρατικής εξουσίας, η οποία, κατά τις απόψεις τους, δεν είναι ούτε φυσική ούτε κοινωνική. Άλλο βέβαια θέμα πως μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει μια τέτοια κοινωνικότητα, χωρίς έννομη και κατά συνέπεια χωρίς στην έννομη βία στηριγμένη εξουσία.
Ο Μ. Βασίλειος βέβαια έχει μπροστά στα μάτια του το ιδανικό της χριστιανικής κοινωνικότητας. Τον ενδιαφέρει πολύ η κοινωνικότητα, γι’ αυτό φέρνει και πολλά άλλα παραδείγματα από το ζωικό βασίλειο, όπου φαίνεται το “φιλάλληλο” της φύσης των ζώων. Τέλος αξίζει να τονιστεί πως ο Μ. Βασίλειος αλλά και όλη η πατερική θεολογία βλέπει στη φυσική τάξη της δημιουργίας ένα “διδασκαλείο”. Λόγου χάρη, η δημιουργία του ήλιου την τέταρτη και όχι την πρώτη μέρα, αναφέρεται στη Γραφή, για να μην νομίζουν οι άνθρωποι πως ο ήλιος είναι θεός και αρχηγός της ζωής.
Βιβλιογραφία
Νίκου Α. Ματσούκα, “Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου”, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Β΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου