Η παραδοσιακή αρχαιοελληνική έννοια της ψυχής διατυπώθηκε από τον Όμηρο. Ο Πάτροκλος πέφτει νεκρός στην Τροία και η ψυχή του διαχωρισμένη από το σώμα πετά για τον Άδη. Ενδεχομένως αυτό εξηγεί γιατί στα αρχαία ελληνικά η πεταλούδα περιγράφεται με τον όρο «ψυχή», διότι όπως η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα μετά τον θάνατο, με τον ίδιο τρόπο η πεταλούδα ξεπετάγεται από τη χρυσαλλίδα...
Στον Φαίδωνα ο Πλάτωνας περιγράφει αναλυτικότερα την παραδοσιακή θεωρία. Η ψυχή δεν είναι απλώς κάτι που χάνεται όταν πεθαίνουμε· εκλογικεύει και ρυθμίζει τις επιθυμίες του σώματος ενόσω είμαστε ακόμα ζωντανοί. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτός που πεθαίνει είναι ο Σωκράτης. Και η δική του ψυχή θα εγκαταλείψει το σώμα όπου είναι παγιδευμένη και θα ταξιδέψει στον Άδη, αλλά ενώ η ψυχή του Πάτροκλου θα ζήσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια υποτονική μετά θάνατον ζωή, η ψυχή του Σωκράτη μπορεί να ελπίζει στην προοπτική μιας διαρκούς μετενσάρκωσης – ή τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει με αισιοδοξία. Στην Πολιτεία η ψυχή αποκτά πρόσθετη πολυπλοκότητα. Ο Πλάτωνας περιγράφει την ανθρώπινη ψυχή ως ακρωτηριασμένη από το κακό, όπως ο Γλαύκος, το θαλάσσιο τέρας – προφανώς κατ’ εικόνα ενός είδους καβουρομάνας – που γονατίζει από το βάρος των όστρακων και των φυκιών που τον περιτυλίγουν.
Αποσπάσματα από τα νεανικά έργα του Αριστοτέλη αναφέρονται σε παρόμοιες πεποιθήσεις. Ένας καλός φίλος, ο Εύδημος, είχε πεθάνει στο πεδίο της μάχης στη Σικελία. Σε μια μονογραφία που αφιέρωσε στη μνήμη του, ο Αριστοτέλης περιγράφει την επιστροφή της ψυχής του Εύδημου στην κατοικία της. Σε ένα άλλο πρώιμο έργο του, με τίτλο Προτρεπτικός, συγκρίνει τη σχέση σώματος – ψυχής με το δυσάρεστο ετρουσκικό έθιμο κατά το οποίο έδεναν τους αιχμαλώτους πρόσωπο με πρόσωπο με ένα πτώμα – με την ψυχή να είναι ο ζωντανός σύντροφος σε αυτό το μακάβριο pas de deux (= ντουέτο). Όσον αφορά το συγκεκριμένο απόσπασμα, κάποιος μελετητής σχολίασε «Σίγουρα βρισκόμαστε ενώπιον ενός άρρωστου, κι ωστόσο δυνατού και όμορφου, μυαλού».
Αργότερα στη ζωή του ο Αριστοτέλης έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για την ψυχή, το Περί ψυχής. Απαλλαγμένο από πλατωνικές ηθικολογίες, διακρίνεται για το απολύτως επιστημονικό του ύφος του:
“Θεωρούμε ότι η γνώση ανήκει στα όμορφα και πολύτιμα πράγματα. Και μάλιστα η γνώση σε ένα πεδίο μπορεί να υπερέχει κάποιας άλλης είτε για την ακρίβειά της, είτε γιατί τα αντικείμενά της έχουν μεγαλύτερη αξία και είναι πιο θαυμαστά. Και για τους δυο παραπάνω λόγους θα πρέπει να θέσουμε τη μελέτη της ψυχής ως μια γνώση πρωτεύουσας σημασίας. Φαίνεται όμως ότι η γνώση που αφορά την ψυχή συμβάλλει τα μέγιστα στην αναζήτηση της αλήθειας εν γένει, αλλά και στη μελέτη της φύσης ειδικά· γιατί οι ψυχές είναι οι αρχές του βίου των ζώων”. [DA 402a1 – 7]
Ο παραπάνω ισχυρισμός είναι, για μας, παράξενος, αν όχι ύποπτος. Η «ψυχή» είναι μια λέξη που φέρει το βάρος πολλών σημασιών, όχι όμως στο πλαίσιο της σύγχρονης επιστήμης. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην επιχειρήσουμε να τον ερμηνεύσουμε με βάση τη σύγχρονη έννοια. Για εμάς, η «ψυχή» αναφέρεται σε νοητικές καταστάσεις – συγκεκριμένα, στη συνείδηση. Και ο Αριστοτέλης πραγματεύεται τις νοητικές καταστάσεις στο βιβλίο του, αλλά τις αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα της φυσιολογίας: το καρτεσιανό πρόβλημα της συνείδησης δεν ανακύπτει. Πράγματι, το Περί ψυχής δεν είναι επ’ ουδενί μια ψυχολογική πραγματεία, αλλά η πιο γενική δήλωσή του για τα συστήματα εντολής και ελέγχου που καθιστούν τα έμβια όντα ικανά να κάνουν ό,τι κάνουν.
Ο Αριστοτέλης διατυπώνει, με ελάχιστα επιχειρήματα, δύο προτάσεις: ότι όλα τα έμβια όντα – φυτά, ζώα και άνθρωποι – έχουν ψυχή· και ότι, όταν ένα έμβιο όν πεθαίνει, η ψυχή του παύει να υπάρχει. Αυτές οι παραδοχές ήταν κοινός τόπος μεταξύ των ελλήνων διανοουμένων του τέταρτου αιώνα π.Χ. Ο Πλάτωνας σαφώς πιστεύει το πρώτο και πρέπει να επιχειρηματολογήσει εναντίον του δεύτερου. Αλλά τι ακριβώς είναι η ψυχή; Ο Αριστοτέλης ξεκινά εξετάζοντας τις απόψεις των προκατόχων του.
Όλοι, αναφέρει, συμφωνούν ότι η ψυχή σχετίζεται με την κίνηση: την ικανότητα του έμβιου όντος να αναπνέει, να μεγαλώνει, να στρέφει το σώμα του, να κολυμπά, να περπατά και να πετά. Μια καλή περιγραφή της ψυχής θα πρέπει να εξηγεί πως γίνονται όλα αυτά. Εξετάζει την κοινή πεποίθηση ότι η ψυχή συντίθεται από κάποια φυσική ουσία. Οι συνήθεις υποψήφιοι ως υλικά της ψυχής είναι τα στοιχεία: αέρας, νερό ή φωτιά – μόνο η γη φαίνεται να χάνει την υποψηφιότητα ως υλικό της ψυχής. Τα απορρίπτει όλα. Εντελώς εύλογα, δεν καταλαβαίνει πως είναι δυνατόν οποιοδήποτε στοιχείο να προκαλεί την κίνηση ενός ζώου. Εξετάζει το επιχείρημα του Δημόκριτου σύμφωνα με το οποίο οι κινήσεις των όντων οφείλονται στην αέναη κίνηση των σφαιρικών ατόμων που συγκροτούν την ψυχή τους. Όλο αυτό, λέει ο Αριστοτέλης, είναι τόσο παράλογο όσο το σχέδιο του Δαίδαλου να ζωντανέψει ένα ξύλινο άγαλμα της Αφροδίτης χύνοντας στο εσωτερικό του λιωμένο ασήμι. Τα στοιχεία είναι το υλικό μέσω του οποίου λειτουργεί η ψυχή· είναι το υπόστρωμα της ζωής – όχι ή ίδια η ζωή.
Εξετάζει επίσης κάποιες πιο ενδιαφέρουσες ιδέες. Σύμφωνα με μία από αυτές, που διατυπώθηκε από κάποιον επαναστάτη Πυθαγόρειο, η ψυχή είναι κάποιου είδους αρμονία. Ο Αριστοτέλης την ερμηνεύει ως μία συγκεκριμένη αναλογία στοιχείων. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει κάποια αξία σ’ αυτήν. Έχει κάτι κοινό με τη δική του θεωρία στον βαθμό που δεν εξαρτάται από τις ιδιότητες της ύλης per se (= καθ’ εαυτόν, μόνη της), αλλά από τον τρόπο διάταξη της ύλης. Διότι ο Αριστοτέλης, όταν καταλήγει να διατυπώσει τη δική του θεωρία, υποστηρίζει ότι η ψυχή ενός έμβιου όντος είναι η μορφή του – είδος – ενυπάρχουσα στο σώμα του.
Έχω υποστηρίξει ότι όταν ο Αριστοτέλης μιλά περί «μορφής» ή «ειδικής [μορφικής] φύσης» ενός πλάσματος, συχνά εννοεί την πληροφορία που απαιτείται για τη διάταξη της ύλης με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύψει ένα συγκεκριμένο είδος πλάσματος. Αυτή η ερμηνεία βασίζεται όχι μόνο στις διάφορες αναλογίες που παραδίδει (όπως π.χ. εντυπώματα σε κερί· γράμματα και συλλαβές), αλλά επίσης στο γεγονός ότι οι μορφές είναι παρούσες ακόμα και όταν είναι αόρατες. Είναι κατά κάποιον τρόπο παρούσες στο σπέρμα του ζώου και είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη του εμβρύου, καθώς και την εμφάνιση και τις λειτουργίες του ενήλικου πλάσματος. Συνεπώς, η ψυχή ενός ζώου είναι η μορφή του, αν και υπό συγκεκριμένες συνθήκες:
“Εάν θα έπρεπε να πούμε κάτι κοινό για όλες τις ψυχές (όλους τους τύπους ψυχής), θα λέγαμε ότι είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος με οργανικά μέρη”. [DA 412b3 – 5]
Η λέξη – κλειδί εδώ είναι ο όρος εντελέχεια. Αυτή η λέξη, μέρος της αριστοτελικής ορολογίας, είναι η πλέον χαρακτηριστική στη θεωρία περί ψυχής. Συχνά τη χρησιμοποιεί σε αντιδιαστολή με τον όρο δύναμις. Η αντίθεση διατρέχει σε βάθος τη φυσική του θεωρία. Κατά την άποψη του Αριστοτέλη, οποιαδήποτε μεταβολή είναι η πραγμάτωση μιας αντίστοιχης δύναμης. Έτσι, όταν λέει ότι η ψυχή είναι εντελέχεια, τονίζει το γεγονός πως είναι κάτι που προηγουμένως υπήρχε μόνο δυνάμει· πως είναι κάτι που πραγματώνεται προερχόμενο από κάτι διαφορετικό. Όταν αυτό συνδυαστεί με τον ισχυρισμό ότι η ψυχή ενός έμβιου όντος είναι «η μορφή του ενυπάρχουσα στο σώμα του», καθίσταται σαφές ότι εννοεί πως οι μορφές των μη γονιμοποιημένων σπερμάτων είναι απλώς δυνάμει, και ότι αυτές οι μορφές όταν πραγματωθούν ως αναπτυσσόμενα έμβρυα και λειτουργικά ενήλικα άτομα είναι ψυχές.
Τα παραπάνω εξακολουθούν να είναι ενοχλητικά αόριστα. Αλλά ο Αριστοτέλης μάς λέει αρκετά για τις ιδιότητες της ψυχής και αυτές, με τη σειρά τους, μας δείχνουν που το πάει. Ορισμένες ιδιότητες είναι αρκετά γενικές και παρατηρούνται σε όλα αυτά που κάνει η ψυχή σε κάθε πλάσμα· άλλες είναι πιο συγκεκριμένες και παρατηρούνται μόνο στους ανθρώπους. Τέσσερις εξ αυτών είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές.
Καταρχάς, η αριστοτελική ψυχή δεν είναι φτιαγμένη από ύλη. Αυτό είναι σαφές από την αντίρρησή του απέναντι στον ακατέργαστο υλισμό του Δημόκριτου, αλλά προκύπτει και από τον ορισμό που δίνει για την ψυχή ως «μορφή ενός φυσικού σώματος». Δεύτερον, η μορφή σχετίζεται με την παρουσία οργάνων, το οποίο σημαίνει ότι συνιστά μία λειτουργική ιδιότητα των έμβιων όντων. Τρίτον, η ψυχή ευθύνεται για τις μεταβολές στα έμβια όντα. Με αυτό εννοεί ότι ρυθμίζει τις διεργασίες του σώματος: ανάπτυξη, διατήρηση, γήρανση, μετακίνηση, αίσθηση, συναίσθημα, και την ίδια την σκέψη. Τέλος, η ψυχή είναι υπεύθυνη για τους σκοπούς ενός πλάσματος, εντέλει για την επιβίωση και την αναπαραγωγή του.
Η χρήση του όρου «εντελέχεια» από τον Αριστοτέλη προκειμένου να περιγράψει την ψυχή μάς δείχνει πόσο σημαντικό τον θεωρούσε, διότι η λέξη προκύπτει εν μέρει από το τέλος, τον σκοπό ή στόχο. Αυτή η σύλληψη διατρέχει και τη μεταφυσική του σε όλο το εύρος της. Η ψυχή, λέει, είναι «ουσία με την έννοια του ορισμού [λόγος]». Με αυτό εννοεί ότι η ψυχή ενός έμβιου όντος είναι το άθροισμα των λειτουργικών χαρακτηριστικών του. Εάν το μάτι ήταν έμβιο όν, λέει, τότε η ψυχή του θα ήταν η όραση. Είναι τόσο αφοσιωμένος στην ιδέα ότι ένα πλάσμα (ή ένα όργανο) ορίζεται από τα λειτουργικά χαρακτηριστικά, και όχι από το υλικό από το οποίο αποτελείται, ώστε καταλήγει να ισχυριστεί ότι εάν ένα μάτι δεν μπορεί να δει (γιατί έχει υποστεί κάποια βλάβη) τότε δεν είναι καν μάτι. Είναι μάτι «μόνο κατ’ όνομα», σαν τα «μάτια» που οι έλληνες ναυτικοί ζωγραφίζουν στην πλώρη των πλοίων τους. Πάντως, στην πράξη δεν είναι πάντα τόσο αυστηρά λειτουργιστής: μιλά χαρακτηριστικά για το μάτι του τυφλοπόντικα, παρότι αναφέρει ότι οι τυφλοπόντικες είναι τυφλοί λόγω της ύπαρξης μιας στιβάδας δέρματος που καλύπτει τα μάτια τους. Επιμένει ωστόσο, ότι ένα πτώμα δεν είναι άνθρωπος επ’ ουδενί, αφού δεν έχει ψυχή. Υπό αυτή την έννοια, μια αρσενική σουπιά που ζευγαρώνει με ένα νεκρό θηλυκό όχι απλώς χάνει τον χρόνο της, αλλά διαπράττει και σοβαρό φιλοσοφικό σφάλμα.
Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Armand Marie Leroi «Η Λιμνοθάλασσα», Εκδόσεις Ροπή, 2018
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στην ανιψιά μου Αιμιλία – Αλεξάνδρα Κρητικού και στην ξαδέλφη της Έμιλυ Κρητικού, οι οποίες μετέφρασαν στα ελληνικά το βιβλίο του Armand Marie Leroi «Η Λιμνοθάλασσα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου