Ήταν χρόνια σκοτεινά για όλους· δεν έφεραν παρά απατηλές ελπίδες για τους Εθνικούς (σ.σ. = ειδωλολάτρες). Η συγκλονιστική μορφή της Υπατίας έχει προβληθεί επανειλημμένα ως σύμβολο της συντριβής τους. Κόρη του Θέωνος, ενός διάσημου Αλεξανδρινού μαθηματικού που της δίδαξε μαθηματικά και αστρονομία, όμορφη και ευφυής, η Υπατία συνέγραψε σχόλια σε παλαιότερους συγγραφείς, ενώ μελέτησε επίσης φιλοσοφία και δίδαξε τα συστήματα διαφόρων σχολών...
Ο μαθητής της Συνέσιος ένας μεγαλογαιοκτήμονας από την Κυρήνη που έγινε επίσκοπος Πτολεμαΐδος στην Κυρηναϊκή και συνέχισε να της γράφει ακόμα και μετά τη χειροτονία του, μας μεταδίδει τον ενθουσιασμό που την περιέβαλλε. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τον κύκλο της εστία φανατισμένων Εθνικών ή, ακόμα χειρότερα, μαγικών ή αστρολογικών ενασχολήσεων – αν ήταν έτσι, ο Συνέσιος δεν θα αναφερόταν στη διδασκαλία της με τέτοια ζέση. Η Υπατία είχε λάβει μια θέση που την επιχορηγούσε η πόλη, και φαίνεται ότι δίδασκε ένα είδος εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας υψηλού επιπέδου σε ένα ακροατήριο όπου Εθνικοί και Χριστιανοί συνυπήρχαν χωρίς προβλήματα. Η Υπατία δίδασκε «όλες τις σχολές», κυρίως όμως καλλιεργούσε ένα πολύ παραδοσιακό είδος πλατωνισμού, λίγο επηρεασμένο από τον Πλωτίνο ή τον Πορφύριο.
Σύμφωνα με ένα ανέκδοτο (που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί), η Υπατία συμμεριζόταν την άποψη των Χριστιανών ασκητών της εποχής της που θεωρούσαν το σώμα «σωρό σκουπιδιών». Σε κάποιον από το ακροατήριό της που την είχε ερωτευτεί επέδειξε τα γυναικεία ράκη της (τα πανιά της έμμηνης ρήσης), λέγοντας: «Αυτό έχεις ερωτευτεί, νεαρέ, και δεν υπάρχει τίποτε το ωραίο». Όπως φαίνεται, διατηρούσε την παρθενία της σαν Χριστιανή καλόγρια. Το περιστατικό αυτό θεωρήθηκε επινοημένο από κάποιον βιογράφο που θέλησε να παραστήσει την Υπατία παρόμοια με τους Κυνικούς φιλοσόφους που «συμπεριφέρονταν σαν σκυλιά», περιφρονώντας κάθε ντροπή, όπως η ευγενικής καταγωγής Ιππαρχία, που οκτώ αιώνες νωρίτερα συνουσιαζόταν δημόσια με τον σύζυγό της Κράτη. Το κυνικό πρότυπο σίγουρα είχε εμπνεύσει όχι μόνο τον βιογράφο της αλλά και την ίδια την Υπατία, που φορούσε κοντό τρίβωνα και «δεν ντρεπόταν να ανακατεύεται με τους άνδρες» (και ούκ ήν τις αισχύνη εν μέσω ανδρών παρείναι αυτήν). Οι τρόποι των Κυνικών είχαν μεγάλη επίδραση στους Χριστιανούς της Ύστερης Αρχαιότητας· άλλωστε, οι βίοι των αγίων περιέχουν πολλά επεισόδια εξίσου σκανδαλιστικά στα μάτια μας. Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε την αυθεντικότητα αυτού του συγκεκριμένου, μόνο και μόνο επειδή δεν συνάδει με τις ευαισθησίες μας. Η Υπατία μπορεί να ήταν αγνή, δεν ήταν όμως και άυλη.
Οι Έπαρχοι που διόριζε η κεντρική εξουσία έσπευδαν να την συναντήσουν μόλις έφταναν στην Αλεξάνδρεια. Ιδιαίτερα αισθητή ήταν η επιρροή της πάνω στον τότε έπαρχο, τον – Χριστιανό φυσικά – Ορέστη, την εποχή της δολοφονίας της (415). Ο Ορέστης δεν στάθηκε απλώς ανίσχυρος να προστατεύσει τη συμβουλάτορά του· ο θάνατος της Υπατίας υπήρξε άμεση συνέπεια της διαμάχης που είχε ξεσπάσει ανάμεσα σ’ αυτόν και τον επίσκοπο Κύριλλο, που ήταν ντόπιος και μάλιστα ανεψιός του επίσκοπου Θεόφιλου (εκείνου που είχε καταστρέψει το Σεραπείο μια γενιά νωρίτερα). Ο Ορέστης είχε εξοργιστεί από τις παρεμβάσεις και τη συνεχή επιτήρηση του επίσκοπου. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο αρχές εκτυλίσσεται σε τρία επεισόδια, που περιγράφονται διεξοδικά από τον Χριστιανό ιστορικό Σωκράτη Σχολαστικό, σύγχρονο των γεγονότων.
Το πρώτο επεισόδιο μάς μεταφέρει στην ανήσυχη ζωή μιας μεγαλούπολης της εποχής: φατρίες, ταραχές, και νυχτερινοί κίνδυνοι. Ξεκινά στο θέατρο. Στην Αλεξάνδρεια, όπως και αλλού, πολύ δημοφιλείς ήταν οι παραστάσεις παντομίμας, ενός είδους σιωπηλού μιμητικού χορού με θέματα ανάλογα με αυτά του κλασσικού θεάτρου, τον οποίο παρουσίαζε ένας κύριος ερμηνευτής που συνοδευόταν από δευτερεύοντες, ορχήστρα και μερικές φορές χορό. Το κοινό επευφημούσε τους αγαπημένους του χορευτές, σχηματίζοντας φατρίες, που στην πραγματικότητα αντιστοιχούσαν στις αντίπαλες θρησκείες – Εβραίοι εναντίον Χριστιανών. Το Σάββατο, ημέρα αργίας – και διασκέδασης – για τους Εβραίους, οι λαϊκές συμπλοκές ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Έπαρχος, θέλοντας να επιβάλλει την τάξη, παρευρίσκεται στο θέατρο (κάτι καθόλου ασυνήθιστο). Ο επίσκοπος Κύριλλος στέλνει στο ακροατήριο κάποιο Ιέρακα, αρχηγό της κλάκας στα κηρύγματα του επίσκοπου (διάπυρος δε ακροατής του επισκόπου Κυρίλλου … και περί το κρότος εν ταις διδασκαλίαις αυτού εγείρειν ήν σπουδαιότατος) – κατά τα άλλα ο Ιέραξ ήταν δάσκαλος μικρών μαθητών. Οι Εβραίοι τον καταγγέλλουν ως ταραχοποιό. Ο Έπαρχος, που θεωρεί ότι τον έστειλε ο επίσκοπος να τον κατασκοπεύσει, βάζει να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν δημόσια. Έξω φρενών ο επίσκοπος συγκεντρώνει τους επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας και τους απειλεί (ο Σωκράτης δεν διευκρινίζει πως) αν δεν καθίσουν φρόνιμα.
Η κατάσταση χειροτερεύει: οι Εβραίοι ορίζουν ως σημάδι αναγνώρισης ένα δαχτυλίδι από ίνες φοινικιάς και σχεδιάζουν νυχτερινές επιδρομές, με σκοπό να ξυλοκοπήσουν τους Χριστιανούς. Φαίνεται πως είχαν αποφασίσει ακόμα και να βάλουν μια νύχτα φωτιά σε μια Εκκλησία που λεγόταν «η επώνυμος Αλεξάνδρου Εκκλησία». Όμως το σχέδιο γίνεται γνωστό και οι Χριστιανοί τρέχουν να την υπερασπιστούν. Η μάχη έχει θύματα· ο Σωκράτης μιλάει για σφαγή: οι Εβραίοι δεν αφήνουν ζωντανό όποιον δεν φοράει το περίφημο δαχτυλίδι. Αυτή είναι τουλάχιστον η εκδοχή του επισκόπου Κύριλλου, για να δικαιολογήσει τα αντίποινα: βάζει να καταστρέψουν τις συναγωγές, κατάσχει τις περιουσίες των Εβραίων και τους διώχνει από την πόλη· μια πόλη, μας θυμίζει με κάθε επισημότητα ο Σωκράτης, την οποία κατοικούσαν από τον καιρό της ίδρυσής της (Οι μεν Ιουδαίοι, εκ των Αλεξάνδρου του Μακεδόνος χρόνων οικήσαντες την πόλιν, τότε αυτής γυμνοί άπαντες απανέστησαν, και άλλοι αλλαχού διεσπάρησαν – Εκκλ. Ιστ. 7.13).
Ο Ορέστης, που η εξουσία του περιφρονήθηκε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο περιστατικό με τον Ιέρακα, φέρει το ζήτημα βαρέως και αναφέρει τα γεγονότα στον αυτοκράτορα. Μάταια όπως φαίνεται· έκτοτε, όμως, ριζώνει το μίσος ανάμεσα στον επίσκοπο και τον Έπαρχο.
Στο δεύτερο επεισόδιο, ο Κύριλλος προσπαθεί να πάρει το πάνω χέρι. Καλεί μια ομάδα μοναχών – πεντακόσιους – από τα μοναστήρια της ερήμου νότια της Αλεξάνδρειας και με τη βοήθειά τους οργανώνει εξέγερση κατά του Ορέστη. Όταν η άμαξα του τελευταίου διασχίζει τους δρόμους, οι μοναχοί μαζεύουν πλήθη και τον λοιδορούν ως «θύτην» και «Έλληνα». Ο Ορέστης καταλαβαίνει τη σκευωρία του Κύριλλου και τους φωνάζει – μη ακουόμενος – πως είναι Χριστιανός βαπτισμένος στην Κωνσταντινούπολη (συνηθιζόταν να βαπτίζονται οι Χριστιανοί σε προχωρημένη ηλικία, όταν οι ίδιοι θεωρούσαν ότι ήταν άξιοι του μυστηρίου). Ένας ιδιαίτερα ερεθισμένος μοναχός πετάει μια πέτρα στον Έπαρχο που τον βρίσκει στο κεφάλι· το πρόσωπό του γεμίζει αίμα. Αυτό πάει πολύ· ο φανατικός συλλαμβάνεται από τη φρουρά του Επάρχου και βασανίζεται μέχρι θανάτου. Ο Έπαρχος και ο επίσκοπος απευθύνονται ξανά στον αυτοκράτορα, ενώ το πτώμα του μοναχού εκτίθεται σε μια Εκκλησία, σαν να ήταν μάρτυρας της πίστης. Ο Κύριλλος του δίνει νέο όνομα, σαν να τον αγιοποιεί (κάτι που θυμίζει μια παγανιστική συνήθεια: στους νεκρούς που ηρωοποιούνταν, αυτούς δηλαδή που αποτελούσαν αντικείμενο ταφικής λατρείας, συχνά δινόταν άλλο όνομα). Όμως οι μετριοπαθείς Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας δεν υποστήριξαν τον επίσκοπό τους: «ήξεραν ότι το θύμα τιμωρήθηκε για τη θρασύτητά του και όχι για να εξαναγκαστεί να απαρνηθεί τον Χριστό». Αυτή τη φορά νικητής ήταν ο Έπαρχος.
Ανίκανος να πλήξει τον αντίπαλό του – και ερχόμαστε στο τρίτο επεισόδιο –, ο Κύριλλος στράφηκε εναντίον ενός προσώπου του περιβάλλοντός του: Λίγο καιρό μετά την επίθεση κατά του Επάρχου, την περίοδο της Σαρακοστής, όταν η νηστεία και η θρησκευτική ανάταση υποδαυλίζουν τη βία, η Υπατία επέστρεφε από ταξίδι. Φανατικοί την άρπαξαν από την άμαξά της και την έσυραν σε μια από τις κύριες Εκκλησίες της πόλης, την πατριαρχική έδρα, αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ αλλά γνωστή σε όλους με το όνομα που είχε το κτίριο όταν ήταν παγανιστικό ιερό (κέντρο της αυτοκρατορικής λατρείας στην Αλεξάνδρεια): το Καισάριον. Εκεί την έγδυσαν και την σκότωσαν χτυπώντας της με σπασμένα αγγεία· μετά την κομμάτιασαν. Τα απομεινάρια της επιδείχθηκαν στους δρόμους και μετά κάηκαν – ένα ειδεχθές έθιμο που δεν αποτελούσε Χριστιανική ούτε Αλεξανδρινή καινοτομία.
Οι ερμηνείες αυτής της έκρηξης μίσους ποικίλουν. Σύμφωνα με τον Εθνικό Δαμάσκιο, που γράφει στις αρχές του 6ου αιώνα, ο επίσκοπος, περνώντας μπροστά από το σπίτι της Υπατίας και βλέποντας το πλήθος που συνωστιζόταν, ανακάλυψε τυχαία τη δημοτικότητα της φιλοσόφου. Η εκδοχή αυτή ενοχοποιεί άμεσα τον επίσκοπο και παρουσιάζει τον φόνο ως μια σαφή έκφραση της έχθρας ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Εθνική φιλοσοφία. Βέβαια, είναι μάλλον απίθανο ο Κύριλλος, που χειροτονήθηκε επίσκοπος τον Οκτώβριο του 412, να πληροφορήθηκε τη δημοτικότητα της Υπατίας τον Μάρτιο του 415. Η Υπατία ήταν διάσημη εδώ και μία – αν όχι δύο – δεκαετίες. Το 415 δεν μαρτύρησε ένα παιδί – θαύμα ή μια νεαρή κοπέλα, αλλά μια ώριμη κυρία. Ο θρύλος της ξεκινά με τον Δαμάσκιο και συνεχίζεται μέχρι τον Hugo Pratt, που σχεδίασε τη σιλουέτα της με φόντο τη νυχτερινή Βενετία – την κληρονόμο της Αλεξάνδρειας και του Βυζαντίου, μια πόλη γεμάτη μυστικισμό.
Για τον ιστορικό, πολύ πειστικότερος από τον Δαμάσκιο είναι ο Σωκράτης, σύμφωνα με τον οποίο ο Κύριλλος θεωρούσε πως η Υπατία αποτελούσε εμπόδιο στη συμφιλίωσή του με τον Έπαρχο. Υπήρξε θύμα της ίδιας της πολιτικής της επιρροής (ως Αλεξανδρινή, μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη συμβουλάτορας σε έναν ξένο διοικητή της πόλης) και της αντιπαλότητας των φατριών. Η απάντηση στα αστυνομικά μέσα του Ορέστη, τη σύλληψη και τα βασανιστήρια, ήταν οι ταραχές που υπέθαλψε ο Κύριλλος. Χωρίς να μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια την ευθύνη του επίσκοπου σε αυτή τη τραγική εξέλιξη, είναι φανερό ότι τα χέρια του δεν θα μπορούσε να είναι καθαρά σε ένα έγκλημα που διαπράχθηκε μέσα στον ίδιο τον πατριαρχικό ναό του. Όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις ταραχών, οι ένοχοι δεν τιμωρήθηκαν, αν και ήταν γνωστό το όνομα ενός τουλάχιστον από τους επικεφαλής, του αναγνώστη (κατώτερου κληρικού) Πέτρου. Οι φρικαλεότητες αυτές αποδοκιμάστηκαν ακόμα και από ένθερμους Χριστιανούς. Ο Βίος του Πορφυρίου περιγράφει μια δημόσια συζήτηση ανάμεσα σε μια Μανιχαία «Εκλεκτή» (μια νεαρή παγανίστρια ιέρεια) και τον ευσεβή επίσκοπο Γάζης· η συζήτηση τερματίζεται με τον αιφνίδιο θάνατο της άπιστης θεολόγου (θεϊκή επέμβαση). Ο επίσκοπος Πορφύριος την κηδεύει με όλους τους τύπους, δείχνοντας έτσι την υπεροχή του έναντι του Αγίου Κύριλλου Αλεξανδρείας. Όμως η Υπατία δεν δολοφονήθηκε εξαιτίας κάποιου παγανιστικού αγώνα. Το γεγονός ότι ήταν Εθνική απλώς την έκανε πιο ευάλωτη σε μια σύγκρουση που στην πραγματικότητα είχε να κάνει με την πολιτική ζωή της Αλεξάνδρειας.
Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Pierre Chuvin «Οι Τελευταίοι Εθνικοί», Εκδόσεις Θύραθεν. Δημοσιεύτηκε με τίτλο «Υπατία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου