Ο
άντρας στο Ισραήλ είχε απεριόριστα δικαιώματα σαν πατέρας τα οποία εφάρμοζε στα
μέλη της οικογένειάς του. Δικαιώματα που εφαρμόζονταν πολύ περισσότερο στο
πρόσωπο της γυναίκας του. Και εδώ υπήρχε ένα παράδοξο. Ποιο ήταν αυτό; Πως δεν
υπήρχε ούτε ένα ιερό κείμενο που να του αναγνωρίζει κατηγορηματικά τα
απεριόριστα αυτά δικαιώματα απέναντι στη γυναίκα του, δηλαδή δεν είχε κανένα
νομικό έρεισμα να τα ασκεί. Αντίθετα μάλιστα κάποια κείμενα της Βίβλου
υπαινίσσονταν σαφώς την ισοτιμία αντρός και γυναικός. Συνεπώς, από που
προέρχονταν η τάση αυτή της υπεροχής των αντρών έναντι των συζύγων τους; Πολύ
απλά, κάποια άλλα κείμενα της Βίβλου προσφέρονταν για τέτοια ερμηνεία από την
οποία οι άντρες έσπευσαν να επωφεληθούν, προς ίδιον βέβαια όφελος. Έτσι λοιπόν,
βάσει της εντολής του Δεκαλόγου: «Μην επιθυμήσεις την οικία του πλησίον σου,
μην επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου, ούτε τον δούλο αυτού, ούτε την
δούλη αυτού, ούτε το βόδι αυτού, ούτε τον όνον αυτού, ούτε τίποτα άλλο που
είναι του πλησίον σου» Έξοδος 20 και
Δευτερονόμιο 5:21, δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να συμπεράνουν πως η γυναίκα
τους, τους «ανήκε» σαν οποιοδήποτε άλλο αγαθό. Την λανθασμένη αυτή αντίληψη,
πως η γυναίκα είναι σαν εξάρτημα του άντρα ενίσχυε και ο Νόμος επειδή έλεγε πως
η γυναίκα ενός δούλου έπρεπε να πουλιέται μαζί του: «Αν ήρθε μόνος (ενν. ο
δούλος) μόνος θα φύγει. Αν ήρθε με την γυναίκα του θα ελευθερωθεί και εκείνη
μαζί του» Έξοδος 21:3. Το «εξάρτημα»
αυτό ήταν τόσο πολύτιμο για τον άντρα, που δεν έπρεπε κανένας να το αγγίξει,
όπως άλλωστε φαίνεται και στην Ευαγγελική περικοπή που διηγείται το επεισόδιο
με την μοιχαλίδα. Η συζυγική ηθική ήταν το Α και το Ω για τους Ιουδαίους,
ιδιαίτερα επειδή έβλεπαν τις Ρωμαίες ή τις Ελληνίδες να έχουν μια ανησυχητική
ελευθερία που πίστευαν πως μπορεί να επηρεάσει και τις δικές τους...
Η «τιμή» λοιπόν της γυναίκας καθοριζόταν από την αγνότητά της ως κοπέλα
και αργότερα από την πίστη και την αφοσίωση στον σύζυγο. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα, η επαφή της με το δημόσιο χώρο να είναι αδύνατη χωρίς την παρουσία
του άντρα. Οποιοδήποτε ρήγμα στη συνοχή της οικογένειας εξαιτίας της γυναίκας
αποτελούσε «ντροπή» για όλα τα μέλη της, ιδιαίτερα δε για τους άντρες. Οι
γυναίκες λοιπόν όφειλαν να είναι προσεκτικές σε ζητήματα «τιμής», γεγονός που
ίσχυε όχι μόνο στο Ισραήλ, αλλά σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και τις αγροτικές
κοινωνίες. Τις αντιλήψεις αυτές βέβαια έπρεπε να μεταδίδουν και στα παιδιά
τους. Συνεπώς η γυναικεία «τιμή» είχε στενή σχέση με τη γενετήσια πράξη και
αναπαραγωγή. Η απόδειξη της αγνότητας της γυναίκας π.χ. το πρώτο βράδυ του
γάμου ήταν απαραίτητη, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα γύριζε στο σπίτι του
πατέρα της με οδυνηρές συνέπειες για το κύρος και την υπόληψη των μελών της.
Πηγή ντροπής αποτελούσε η γυναίκα και όταν δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.
Θεωρούνταν «καταραμένη» από το Θεό, που σήμαινε ταυτόχρονα ένα είδος «μόλυνσης»
και κοινωνικού αποκλεισμού, αφού δεν μπορούσε π.χ. να γεμίσει τη στάμνα της
νερό από το πηγάδι όταν υπήρχαν άλλες γυναίκες που είχαν τεκνοποιήσει και
έπρεπε να περιμένει παράμερα μέχρι να φύγουν αυτές. Αυτό φαίνεται εναργέστατα
στην Ευαγγελική διήγηση που περιγράφει την «σύλληψη» του Ιωάννη του Βαπτιστή
από την μητέρα του την Ελισάβετ: «Ύστερα από τις ημέρες αυτές η Ελισάβετ η γυναίκα του έμεινε έγκυος
και έκρυβε τον εαυτό της επί πέντε μήνες και έλεγε “Αυτό μου έκανε ο Κύριος
κατά τις ημέρες, που ενδιαφέρθηκε να μου
αφαιρέσει την ντροπή μεταξύ των ανθρώπων”» Λουκάς 1:24 – 25.
Η γυναίκα όφειλε απόλυτη πίστη στον άντρα της, χωρίς – και εδώ είναι η
ειδοποιός διαφορά με το σήμερα – να μπορεί να απαιτήσει και αυτή το ίδιο. Ο
σύζυγός της δεν είχε το δικαίωμα να την πουλήσει, μπορούσε ωστόσο, να τη διώξει
χωρίς καμιά δυσκολία, λέγοντας απλώς «σε χωρίζω», ενώ οι περιπτώσεις που είχε η
ίδια το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο ήταν πολύ σπάνιες. Από κάθε άποψη λοιπόν,
η θέση που της αναγνώριζε η ισραηλιτική κοινωνία ήταν κατώτερη. Γι’ αυτό το
λόγο δεν πρέπει να ξενίζει το απόφθεγμα κάποιων ραβίνων που προέτρεπε τους
άντρες να ευχαριστούν καθημερινά το Θεό που δεν τους έκανε να γεννηθούν
γυναίκες, ειδωλολάτρες και προλετάριοι! Και οι διακρίσεις εις βάρος των
γυναικών δεν είχαν τελειωμό. Δεν έτρωγαν μαζί με τους άντρες, αλλά τους
σερβίριζαν όρθιες, συνήθεια που δυστυχώς λάμβανε χώρα και σε πολλές περιοχές
στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα σχεδόν του προηγούμενου αιώνα, ειδικά όταν η νύφη
δεχόταν το σόι του άντρα της. Στον δρόμο και στα προπύλαια του Ναού στεκόνταν
παράμερα. Μάλιστα στο Ναό είχαν δικαίωμα να μπαίνουν μόνο στην ειδική γι’ αυτές
αυλή. Πουθενά αλλού. Την περισσότερη ζωή τους την περνούσαν στο σπίτι – το
μικρό «βασίλειό» τους – και συνήθως τα παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο ήταν
καφασωτά για να μην τις βλέπουν, όπως μας διηγείται και η Βίβλος: «Κοίταζε η
μαύρη η μάνα του από το παραθύρι και θρηνούσε του Σίσερα η μάνα, μέσα από το καφασωτό» Κριτές 5:28. Τα παλιά χρόνια δεν έβγαιναν, παρά μόνο με σκεπασμένο
πρόσωπο και η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε σε ορισμένους αυστηρούς κύκλους.
Συνήθεια που την εφάρμοζαν αργότερα και οι Βυζαντινές, φορώντας την λεγόμενη
«τσίπα», εξ’ ου και η συνήθεια να αποκαλείται και σήμερα ακόμη, μια γυναίκα
ελαφρών ηθών, ως «ξετσίπωτη» ή «μη έχουσα τσίπα(ντροπή)». Περιττό βέβαια να
πούμε πως το έθιμο αυτό κυριαρχεί στις γυναίκες του Ισλάμ, ο γνωστός σε όλους «φερετζές».
Το να μιλάει κανείς σε μια γυναίκα στο δρόμο, ήταν μεγάλη απρέπεια για τον
Ισραηλίτη, ιδιαίτερα δε αν αυτή, ήταν η γυναίκα του! Έτσι εξηγείται και
τεράστια έκπληξη που ένοιωσαν οι Απόστολοι όταν είδαν τον Χριστό να μιλάει με
γυναίκα, την Σαμαρείτιδα, γεγονός που μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Την
στιγμή αυτή ήλθαν οι μαθητές του και απόρησαν
που μιλούσε με γυναίκα» Ιωάννης 4:27.
Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, ας δούμε τώρα, για το πως έβλεπε ο νόμος
την γυναίκα στο Ισραήλ. Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο, η γυναίκα θεωρούνταν σαν
ανήλικη, σαν ανεύθυνη. Ο σύζυγος είχε τη δυνατότητα ν’ αναιρέσει χωρίς καμιά
επίπτωση γι’ αυτόν, όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει και η γυναίκα που
τις είχε δεχτεί δεν μπορούσε να καταφύγει πουθενά για να δικαιωθεί. Μάλιστα στα
δικαστήρια – εκτός από ορισμένες σπανιότατες και εξαιρετικές περιπτώσεις – η
μαρτυρία της δεν γινόταν δεκτή. Κατά συνέπεια μπορούμε να πούμε – γινόμενοι
κάπως υπερβολικοί – πως νομικά η γυναίκα δεν υφίστατο σαν ύπαρξη, σαν οντότητα.
Ήταν μη όν, ανύπαρκτη. Σαν αποτέλεσμα είχαν όλα αυτά, κατά γενικό κανόνα, να
μην κληρονομεί ούτε τον πατέρα της, ούτε τον άντρα της και τα περιουσιακά
στοιχεία του αποθανόντος να πηγαίνουν στον πλησιέστερο συγγενή.
Όμως στο σημείο αυτό αξίζει τώρα ν’ αναρωτηθούμε. Άραγε η γυναίκα λόγω της αδυναμίας
αυτής δεν είχε τελικά κανένα δικαίωμα; Κάθε άλλο! Επειδή ακριβώς ήταν ανίσχυρη και αδύναμη την προστάτευε ο νόμος.
Μεγάλο μέρος του ιερού βιβλίου του Δευτερονομίου είχε ως σκοπό να προστατέψει
την γυναίκα και ιδιαίτερα αυτό φαίνεται στα κεφάλαια 21 και 22 αυτού. Έτσι το
ιερό κείμενο προστάτευε την νέα που την είχε αποπλανήσει ένας άντρας και πιο
πολύ ακόμη αυτή που την είχαν βιάσει, τη γυναίκα που της έθιξαν την τιμή με
συκοφαντία, ακόμα και την αιχμάλωτη, που ο νικητής είχε προσπαθήσει να
χρησιμοποιήσει σαν σάρκα για την ηδονή. Ας δούμε κάποια αποσπάσματα. Και πρώτα
την συμπεριφορά απέναντι στην αιχμάλωτη γυναίκα: «Όταν κάνετε πόλεμο με τους
εχθρούς σας και ο Κύριος, ο Θεός σας, τους παραδώσει στην εξουσία σας και
πιάσετε αιχμαλώτους, αν κάποιος από εσάς δει ανάμεσα τους μια ωραία γυναίκα και
την ερωτευτεί και θέλει να την πάρει γυναίκα του, μπορεί να τη φέρει σπίτι του
… θα μείνει στο σπίτι και θα κλάψει τον πατέρα της και τη μάνα της για ένα
μήνα. Τότε μόνο ο άντρας μπορεί να την πλησιάσει και να την κάνει γυναίκα του.
Αν αργότερα δεν του αρέσει πια η γυναίκα, μπορεί να την αφήσει ελεύθερη. Πάντως
απαγορεύεται να την πουλήσει ή να την μεταχειριστεί σαν δούλη, αφού την
υποχρέωσε να γίνει γυναίκα του» Δευτερονόμιο
21:10 – 14. Σε περίπτωση που άντρας βαρέθηκε την γυναίκα του και την
συκοφαντεί πως δεν ήταν παρθένα: «Τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης θα συλλάβουν
τον άντρα και θα τον μαστιγώσουν. Επιπλέον θα του επιβάλλουν χρηματική ποινή
εκατό ασημένιους σίκλους, που θα τους παραδώσει στον πατέρα της νέας, επειδή
δυσφήμησε μια παρθένα Ισραηλίτισσα. Τέλος αυτή θα παραμείνει γυναίκα του για
πάντα. Δεν θα μπορεί να τη χωρίσει σ’ όλη του τη ζωή» Δευτερονόμιο 22:18 – 19. Σε περίπτωση που άντρας βιάσει γυναίκα: «Αν
ένας άντρας συναντήσει μια νέα που δεν είναι αρραβωνιασμένη, και τη βιάσει και
τους ανακαλύψουν, τότε ο άντρας που βίασε την κοπέλα, θα δώσει στον πατέρα της
πενήντα ασημένιους σίκλους και θα την πάρει γυναίκα του, επειδή την ταπείνωσε.
Και σ’ όλη του τη ζωή δεν θα μπορεί να τη χωρίσει» Δευτερονόμιο 22:28 – 29.
Βεβαίως όλη η υλική συντήρηση της γυναίκας, από την στιγμή που δεν είχε
δικούς της πόρους, βάραινε το σύζυγο, που όφειλε να την στεγάζει, τρέφει και
ντύνει ανάλογα όμως και από την κοινωνική του θέση και τα μέσα που ασφαλώς
διέθετε: «Αν ο κύριος της δούλης πάρει και άλλη γυναίκα, δεν επιτρέπεται να της
περικόψει την τροφή της, τον ρουχισμό της και τις συζυγικές σχέσεις» Έξοδος 21:10. Μάλιστα αν δεν την
συντηρούσαν καλά μπορούσε να ζητήσει βοήθεια και προστασία από τον πατέρα της,
ο οποίος έσπευδε να επιτιμήσει το γαμπρό του. Κατά κανόνα όμως δεν ήταν
απαραίτητο κάτι τέτοιο. Οι Ιουδαίοι ήθελαν τις γυναίκες τους καλοντυμένες και
στολισμένες, όπως επίσης ήθελαν να δείχνουν πως υπήρχε και αφθονία αγαθών στο
σπίτι τους, με το πιο εκλεκτό σιτάρι και το μέλι και το λάδι να τρέχουν σε
μεγάλη αφθονία όπως περιγράφεται και στη περίφημη αποστροφή του Ιεζεκιήλ με το
συμβολισμό του Κυρίου ως συζύγου και την Εκλεκτή Ισραηλιτική Εθνότητα ως σύζυγο:
«Σε έντυσα με πολύχρωμα υφαντά φορέματα και σου φόρεσα σανδάλια καμωμένα από το
πιο μαλακό δέρμα. Έζωσα τη μέση σου με ωραίο λινό και σε σκέπασα με μεταξωτό
μανδύα. Σε στόλισα με κοσμήματα: βραχιόλια έβαλα στα μπράτσα σου και περιδέραιο
στο λαιμό σου, κρίκο στη μύτη σου, στ’ αφτιά σου σκουλαρίκια και στέμμα ατίμητο
πάνω στο κεφάλι σου. Έτσι στολίστηκες με μάλαμα κι ασήμι και ντύθηκες μέσα στα
λινά και μέσα στα μεταξένια και πολύχρωμα υφαντά. Έφαγες πίτα από σιμιγδάλι,
μέλι και λάδι» Ιεζεκιήλ 16:10 – 13.
Ένα ακόμη κατ’ εξοχήν δικαίωμα που απολάμβανε η γυναίκα, ήταν ο σεβασμός
που έπρεπε να έχουν οι Ισραηλίτες για την μητέρα τους, βάσει της γνωστής σε
όλους μας εντολή του δεκαλόγου. Άξιο προσοχής είναι και το γεγονός πως στο Λευιτικό 19:3, η γυναίκα αναφέρεται
πρώτη: «Τίμα την μητέρα σου και τον
πατέρα σου». Αν και η γυναίκα ζούσε σε ένα τόσο ασφυκτικό ανδροκρατικό κλοιό
που δεν ήταν εύκολο να της προσπορίσει κανέναν οικονομικό έσοδο, αφού κατά
κανόνα ο σύζυγος ήταν ο διαχειριστής της περιουσίας, εικάζεται πως δεν
απαγορεύονταν παντελώς στην γυναίκα να χρησιμοποιεί τα προσωπικά της κέρδη, αν
υπήρχαν φυσικά. Έτσι η άξια γυναίκα «Κοιτάζει ένα χωράφι και το αγοράζει. Με
χρήματα που η ίδια κέρδισε φυτεύει αμπέλι» Παροιμίες
31:16. Αν κάποιος αναρωτηθεί από
πού η γυναίκα μπορούσε να έχει τέτοια έσοδα η απάντηση είναι πολύ απλή. Πολλές
γυναίκες που έγνεθαν στο σπίτι τους και έβγαζαν νήμα περισσότερο από όσο
χρειαζόταν για τις ανάγκες της οικογένειας τους, κρατούσαν όσα κέρδιζαν
πουλώντας ότι περίσσευε.
Από θρησκευτική άποψη οι γυναίκες
είχαν απεριόριστη ελευθερία σε σχέση με τους άντρες. Δεν ήταν υποχρεωμένες να
απαγγέλουν το «Σεμά» δηλαδή το αντίστοιχο με το δικό μας Ιουδαϊκό «Σύμβολο της
Πίστης» («Το Πιστεύω»), να παρευρίσκονται στην ανάγνωση του Μωσαϊκού νόμου ή να
κατοικούν σε σκηνές επί οχτώ ημέρες στην ετήσια γιορτή της Σκηνοπηγίας που
γίνονταν σε ανάμνηση της εποχής που ζούσαν στην έρημο μετά την έξοδό τους από
την Αίγυπτο. Όμως τα παραπάνω καθήκοντα δεν τους απαγορεύονταν και υπήρχαν
πολλοί ραβίνοι που τις παρότρυναν να μαθαίνουν καλά το Νόμο για να τον διδάξουν
στους γιους τους και να παροτρύνουν τον σύζυγο στην πιστή εκτέλεση των
θρησκευτικών του καθηκόντων.
Εκεί όμως που τα δικαιώματα της γυναίκας άγγιζαν το ζενίθ, έτσι ώστε να
νοιώθει μια μικρή βασίλισσα, ήταν ο χώρος της οικογενειακής εστίας. Και δεν
μπορούσαν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, αφού ο υλικός ρόλος της ήταν
τεράστιος, επειδή σχεδόν σε όλους τους αρχαίους λαούς πολλά πράγματα που τα
προμηθευόμαστε σήμερα έτοιμα από κάποιο εργοστάσιο ή εργαστήρι, τα έφτιαχνε η
γυναίκα. Λόγου χάρη τα υφάσματα, αλλά και διάφορα είδη ρουχισμού που τα έγνεθαν
και τα ύφαιναν στο σπίτι. Έπειτα η κατασκευή της καθημερινής διατροφής για όλη
την οικογένεια. Για να φτιάξει το ψωμί, έπαιρνε τους σπόρους από το σιτάρι, το
άλεθε ανάμεσα στις μυλόπετρες του μικρού μύλου που είχε κάθε σπίτι και το
προϊόν του αλέσματος δηλαδή το αλεύρι το έπαιρνε και το ζύμωνε με τα χέρια της.
Μετά κουβαλώντας τη ξύλινη σκάφη με το ζυμάρι συνήθως στο κεφάλι της, το πήγαινε
στο φούρνο που και απ’ αυτόν διέθετε κάθε σπίτι, για να το ψήσει και να γίνει
«ο επιούσιος άρτος», όπως αναφέρει και η «Κυριακή προσευχή» το γνωστό μας ως
«Πάτερ ημών», που θα έτρεφε όλη την οικογένεια. Βέβαια το σχήμα του ψωμιού, δεν
είχε την μορφή που έχουμε συνηθίσει σήμερα, της γνωστής «φραντζόλας», αλλά την
μορφή πίτας, επειδή το ζυμάρι απλώνονταν σε καυτή μεταλλική πλάκα για να ψηθεί.
Όμως με την παρασκευή του «επιούσιου άρτου» δεν είχε τελειώσει ακόμα η
συνεισφορά της γυναίκας στην οικογενειακή εστία. Έπρεπε να προμηθεύσει το σπίτι
με ένα ακόμα βασικό αγαθό, το οποίο σήμερα εμείς το έχουμε ακόπως εν αφθονία,
αφού η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας, μας έχει εξασφαλίσει την κεντρική
ύδρευση. Το νερό λοιπόν το πιο βασικό αγαθό για την επιβίωσή μας και την
συντήρησή μας, το προμηθεύονταν οι γυναίκες με τις στάμνες τους από παρακείμενα
πηγάδια ή ποταμούς. Ήταν σπάνιο θέαμα να δεις άντρα με στάμνα που είχε νερό και
έτσι εξηγούνται τα λόγια του Χριστού στους μαθητές του, που πιθανόν να
ακούγονται λίγο παράξενα επειδή δεν τον κατονομάζει, όταν τους έστελνε να
προετοιμάσουν το Πασχάλιο Δείπνο πριν τα Πάθη του: «Πηγαίνετε στη πόλη και θα
σας συναντήσει ένας, που θα κρατά μια στάμνα με νερό» Μάρκος 14:13. Αυτό δηλαδή πως κρατούσε ο άντρας στάμνα ήταν
διακριτικό σημάδι. Οι τόποι φυσικά που προμηθεύονταν οι γυναίκες το νερό, ήταν
και τόποι χαράς και κοινωνικότητας αφού εκεί εύρισκαν την ευκαιρία να μάθουν
και να σχολιάσουν τα διάφορα τεκταινόμενα της περιοχής τους. Μία ακόμη
υποχρέωση της γυναίκας ήταν και η προμήθεια λαδιού και ιδιαίτερα το πολύ αγνό
λάδι που έπρεπε να καίει στο λυχνάρι, την αγία ημέρα του Σαββάτου. Μάλιστα η
προφορική παράδοση του Ιουδαϊσμού, η Γκεμαρά, έλεγε πως όσες από τις γυναίκες
δεν συντηρούσαν την φλόγα του λυχναριού θα πέθαιναν κατά τη γέννα.
Εξαιτίας λοιπόν της τόσο σημαντικής προσφοράς της γυναίκας, αλλά και του
δεσίματος και της εξάρτησης του ανδρός προς αυτή, ιδιαίτερα του
συναισθηματικού, εύρισκε ευκαιρία να εκδηλωθεί ο μισογυνισμός των ανδρών, που
είναι εμφανής σε κάποια κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα στα
προφητικά. Κατά γελοίο τρόπο κενόδοξες τις αποκαλεί ο Ησαΐας «Ο Κύριος είπε
“Κοιτάξτε τις γυναίκες της Ιερουσαλήμ, πόσο περηφανεύτηκαν! Βαδίζουν με τον
τράχηλο στητό, σκορπάνε βλέμματα προκλητικά, καθώς πηγαίνουν με βήματα μικρά
και κροταλίζουν των αστραγάλων τους οι κρίκοι”» Ησαΐας 3:16, σκληρές ο Αμώς «Ακούστε αυτό το λόγο γυναίκες της Σαμάρειας,
καλοθρεμμένες σαν τις αγελάδες της Βασάν: Καταπιέζετε τους αδύνατους και
καταθλίβετε τους φτωχούς, λέτε στους άντρες σας “φέρτε μας να πιούμε!”» Αμώς 4:1. Η απόκρυφη γραμματεία των
κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης είναι ακόμη πιο αδιάλλακτη και επικριτική. Η
«Διαθήκη των 12 Πατριαρχών» δεν τους αναγνωρίζει τίποτα καλό παρά μόνο ευκαιρία
για πορνεία. Από τη Διαθήκη του Πατριάρχη Ρουβήμ: «Πονηρές είναι οι γυναίκες,
παιδιά μου, επειδή μην έχοντας εξουσία ή δύναμη πάνω στον άνθρωπο σκέπτονται
πονηρά εξαιτίας του σχήματός τους, πως θα του προκαλέσουν την προσοχή προς
αυτές. Και επειδή δεν μπορούν να υπερισχύσουν έναντι αυτού με τη δύναμη τον
νικάνε με απάτη. Διότι και περί αυτών μου είπε ο άγγελος του Θεού και με δίδαξε
πως οι γυναίκες νικάνε τον άνθρωπο με
την πορνεία, και μηχανεύονται μέσα τους κατά των ανθρώπων, και με το
στολισμό τους πλανεύουν πρώτα το μυαλό και με το βλέμμα διασπείρουν τον ιό, και
τότε με τις πράξεις τους αιχμαλωτίζουν. Διότι δεν μπορεί η γυναίκα να αναγκάσει
τον άνθρωπο. Αποφύγετε λοιπόν παιδιά μου, την πορνεία, και διατάξτε τις
γυναίκες σας και τις θυγατέρες σας, να μην στολίζουν τα κεφάλια τους και τα
πρόσωπά τους. Διότι όποια γυναίκα με δόλο τα χρησιμοποιεί αυτά θα τύχει αιωνίου
κολάσεως». Διαθήκη των 12 Πατριαρχών 5:1
– 5. Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου κινούνται και οι αναρίθμητοι αφορισμοί
των ραβίνων του Ιουδαϊσμού. Ας σταχυολογήσουμε μερικούς: «Όταν ο Κύριος έδωσε
στην ανθρωπότητα δέκα μέτρα λόγου, οι γυναίκες πήραν τα εννιά», «Λαίμαργες και
τεμπέλες, ζηλιάρες και καβγατζούδες έτσι είναι οι γυναίκες κι ακόμα ακούνε στις
πόρτες!», «Από ποιο μέρος του άντρα να βγάλω την γυναίκα; αναρωτιόνταν ο
Παντοδύναμος. Από το κεφάλι; Θα γίνει πολύ φαντασμένη. Από το μάτι; Θα γίνει
πολύ περίεργη. Από το αυτί; Θα κρυφακούει στις πόρτες. Από το στόμα; Θα
φλυαρεί. Από το χέρι; Θα γίνει σπάταλη. Πήρε τελικά ένα πολύ σκοτεινό μέρος,
πολύ απόκρυφο μέρος του σώματος, με την ελπίδα να την κάνει σεμνή.»
Δεν διέκρινε όμως, όλους τους ραβίνους ο μισογυνισμός. Πολλοί από αυτούς
εγκωμίαζαν την διορατικότητά τους, το ζήλο τους στη δουλειά, την επιμονή τους,
την καλή τους καρδιά. Μάλιστα αποδίδουν στο Γαμαλιήλ που υπήρξε ως γνωστόν και
ο δάσκαλος του Αποστόλου Παύλου, την εξής χαριτωμένη ιστοριούλα: «Ένας
αυτοκράτορας λέει στο Σοφό: “Ο Θεός σου είναι κλέφτης: χρειάστηκε για να
δημιουργήσει τη γυναίκα, να κλέψει ένα πλευρό από τον κοιμισμένο Αδάμ”. Ο Σοφός
δεν ήξερε τι να απαντήσει και τότε η κόρη του, του είπε: “Άσε εμένα να το
κανονίσω”. Πήγε να βρει τον αυτοκράτορα και του δήλωσε: “Κάνουμε μήνυση – Μπα!
Και γιατί; – Μπήκαν κλέφτες στο σπίτι μας τη νύχτα, έκλεψαν ένα ασημένιο μπρίκι
κι άφησαν στη θέση του ένα χρυσό μπρίκι. – Αχ και να ‘χα κάθε νύχτα τέτοιες
επισκέψεις! Είπε γελώντας ο αυτοκράτορας. – Ε λοιπόν, το ίδιο έκανε κι ο Θεός
μας. Πήρε από τον πρώτο άντρα ένα σκέτο πλευρό και σε αντάλλαγμα του έδωσε την
γυναίκα!”» Ομοίως και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης όχι μόνο εγκωμιάζουν τις
γυναίκες αλλά και δίνουν άπειρα παραδείγματα αξιοθαύμαστων γυναικών για το
θάρρος, την απλοχεριά, την αυτοθυσία και την μεγαλοψυχία τους. Τι να
πρωτοθυμηθούμε. Την ηρωϊκή Δεββόρα, την αυτοθυσιαστική μητέρα των Μακκαβαίων,
τις σεμνές και φρόνιμες Ρουθ, Ιουδήθ, Εσθήρ και τόσες μα τόσες άλλες. Ας
θυμηθούμε, όμως, στο σημείο αυτό τους
υπέροχους στίχους που αφιερώνει ο Σειράχ στη γυναίκα: «Ευτυχής είναι ο άντρας
που έχει ενάρετη σύζυγο. Ο αριθμός των ετών της ζωής του θα διπλασιαστεί.
Γυναίκα δραστήρια και εργατική ευφραίνει τον άντρα της, τα δε έτη της ζωής του
θα είναι γεμάτα από ειρήνη. Η ενάρετη γυναίκα είναι αγαθό δώρο, που προσφέρεται
από τον Κύριο.» Σοφία Σειράχ 26: 1 – 3.
Την πραγματική θέση της η γυναίκα θα τη βρει τελικά στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο Θεάνθρωπος που δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους την υπερασπίστηκε και την
απελευθέρωσε από κάθε υποτίμηση και αδικία σε βάρος της. Τη δέχτηκε ισότιμα –
γι’ αυτό άλλωστε είχε και γυναίκες μαθήτριες, γεγονός ανήκουστο για εκείνη την
εποχή – με τον άντρα, έσκυψε με ενδιαφέρον και στοργή στα προβλήματά της και
την προστάτεψε από την αυστηρότητα, των εναντίον της θρησκευτικών και
κοινωνικών κανόνων. Παίρνοντας τη σκυτάλη η Εκκλησία από το Χριστό, έκανε
μυστήριο την αγάπη και τη σχέση του άντρα με τη γυναίκα, αφού την παρομοίωσε με
την ένωση Χριστού και Εκκλησίας μέσω του μυστηρίου του γάμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ντανιέλ Ροπς: Η καθημερινή ζωή στη
Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού
2. Συλλογικός Τόμος
«Ιστορία της Ορθοδοξίας, οι απαρχές του Χριστιανισμού.»
3. Σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Β΄Τάξης
Γυμνασίου
4. Σάββα Χρ. Αγουρίδη, «Τα απόκρυφα κείμενα της
Παλαιάς Διαθήκης», Τόμος Α΄
5. Αγία Γραφή της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας
6. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας
της ΕλλάδαςΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρον θέμα. Η επιλογή του για τα εγκαίνια της 2ης εκατοντάδας πρωτότυπων θεμάτων (αυτή είναι η 101η εργασία σου) είναι πολύ επιτυχής, αποδίδοντας το κοινωνικό περιβάλλον του Ισραήλ στα χρόνια του Χριστού και ιδιαίτερα στη σημαντική αλλά ανασφαλή και αθεσμοθέτητη θέση της γυναίκας. Παραφράζοντας μια λαϊκή ρήση : οι πρώτες 100 εργασίες είναι δύσκολες, οι επόμενες …
Εύχομαι καλή υγεία και δημιουργική συνέχεια
Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος - φυσικός
Δημοσίευση σχολίου