ΟΙ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ
ΠΑΝΩΛΗΣ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 250 μ.Χ.
Τώρα
πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, και ολόγυρα στην πόλη ακούγονται γοερά
κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει και πεθαίνουν κάθε μέρα.
Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα “έγινε κραυγή μεγάλη·
αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος …”
Οι περισσότεροι
λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδελφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας
στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν
επισκέψεις στους αρρώστους, τους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν
“εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν
μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον
και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους
άλλους στην αρρώστια τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν,
μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι
λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με
αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το
είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως,
να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα
χέρια σήκωναν τα σώματα των αγίων στην αγκαλιά τους και τους έκλειναν τα μάτια
και τα στόματα και τους μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τους σαβάνωναν και τους
έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο
γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή,
ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν
τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να
αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους
μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην
προσπάθειά τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να
αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά.
Διονυσίου Αλεξανδρείας,
Εορταστική Επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξάνδρειας, ΒΕΠΕΣ 17, 217 – 218
***
ΤΟ
ΗΡΩΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Τα
κύματα είναι πολλά και η τρικυμία φοβερή· όμως δε φοβόμαστε μήπως
καταποντιστούμε, γιατί στεκόμαστε πάνω στο βράχο. Ας είναι μανιασμένη η
θάλασσα, δεν μπορεί να διαλύσει το βράχο· ας σηκώνονται ψηλά τα κύματα, δεν
έχουν τη δύναμη να καταποντίσουν το πλοίο του Ιησού. Πες μου: τι φοβόμαστε; Το θάνατο;
Για μένα όμως η ζωή είναι ο Χριστός και το να πεθάνω είναι κέρδος. Αλλά πες
μου: φοβόμαστε την εξορία; Όμως η γη και το καθετί που τη γεμίζει, ανήκει στον
Κύριο. Αλλά μήπως φοβόμαστε δήμευση της περιουσίας; Τίποτε όμως δε φέραμε στον
κόσμο· είναι φανερό, επομένως, ότι και τίποτε δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας από
αυτόν. Και τα φοβερά πράγματα του κόσμου είναι αξιοκαταφρόνητα και τα χρήσιμα
φαίνονται γελοία. Δε φοβούμαι τη φτώχεια, δεν επιθυμώ τον πλούτο· δε φοβούμαι το
θάνατο, δεν εύχομαι να ζήσω, παρά μόνο για τη δική σας πνευματική πρόοδο. Για τούτο
και τώρα υπενθυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας να έχει θάρρος, γιατί κανείς δε
θα μπορέσει να σας χωρίσει από εμένα.
Περικοπή από την ομιλία του
Χρυσοστόμου «πρό της εξορίας» Ε.Π. 52, 427
***
Η
ΜΕΡΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ
Οτιδήποτε
είναι πραγματικά αυτή η ίδια η θεία φύση στην ουσία της, βρίσκεται πάνω από
κάθε αντιληπτική δύναμη του νου, γιατί (η θεία αυτή φύση) είναι απρόσιτη και
απροσπέλαστη στους διανοητικούς στοχασμούς και δεν έχει βρεθεί ακόμη καμιά
δύναμη από τους ανθρώπους, κατάλληλη για την κατανόηση αυτών που βρίσκονται έξω
απ’ την περιοχή της αντιληπτικής τους δυνάμεως· ούτε επινοήθηκε κάποιος τρόπος,
κατάλληλος για την κατανόηση των ασυλλήπτων. Γι’ αυτό και ο μεγάλος Απόστολος
ονομάζει ανεξιχνίαστες τις οδούς του Θεού, φανερώνοντας με το λόγο αυτό ότι είναι
απρόσιτη στις λογικές σκέψεις η οδός εκείνη, που οδηγεί στη γνώση της θείας
ουσίας. Αφού λοιπόν, τέτοιος είναι στη
φύση του Εκείνος που είναι πάνω από κάθε φύση, με διαφορετικό τρόπο γίνεται και
ορατός και αντιληπτός Αυτός, που είναι και αόρατος και απερίγραπτος. Πολλοί μάλιστα
είναι οι τρόποι κατανοήσεως αυτού του είδους. Γιατί είναι δυνατό και με τη
βοήθεια της σοφίας, που φανερώνεται μέσα στο σύμπαν, να δούμε, με λογικό συμπέρασμα,
Εκείνον, που έχει δημιουργήσει με σοφία όλα τα πράγματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει
και με τα ανθρώπινα δημιουργήματα, όπου ο δημιουργός του κατασκευάσματος που
βρίσκεται μπροστά μας, με το νου γίνεται κατά κάποιο τρόπο ορατός, αφού έβαλε
την τέχνη του μέσα στο έργο. Είναι όμως ορατή όχι η ουσία του κατασκευαστή,
αλλά μόνο η (ειδική) τεχνική γνώση, που ο τεχνίτης έβαλε μέσα στο κατασκεύασμα.
Έτσι και όταν βλέπουμε προσεκτικά την τάξη μέσα στην κτίση, αναπαρασταίνουμε
μέσα στο νου μας όχι την ουσία, αλλά τη σοφία Εκείνου, που έχει δημιουργήσει την
κτίση με σοφία σε όλα.
Περικοπή από τον 6ο
λόγο του Γρηγορίου Νύσσης στους μακαρισμούς Ε.Π. 44, 1268
***
Η
ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μη βιάζεσαι
να δημιουργείς φιλικούς δεσμούς· αν όμως δημιουργήσεις, να διατηρείς αδιάλυτο
το δεσμό με κάθε τρόπο, βαστάζοντας όλο το βάρος τού πλησίον, εκτός αν τούτο
έχει ως συνέπεια κάποιο κίνδυνο για την ψυχή σου … Να κάνεις φίλους εκείνους
που διατήρησαν πάντοτε ειλικρινή τη φιλία τους προς τους άλλους, και δεν τους είδαν
με μάτι ζηλοτυπίας, όταν ευτυχούσαν, ούτε αδιαφόρησαν, όταν δυστυχούσαν. Γιατί πολλοί
πρόσφεραν συνδρομή και βοήθησαν τους φίλους, όταν δυστυχούσαν· όταν όμως ευτυχούσαν,
δεν μπορούσαν να βλέπουν την ευτυχία τους· κι εκείνους που δεν τους φανέρωσε ο
καιρός της συμπάθειας αν ήταν πραγματικοί φίλοι ή όχι, τους ανακάλυψε το πάθος
του φθόνου. Να κάνεις λοιπόν φίλους όχι τους φαύλους, αλλά τους άριστους· να μη
ζητάς όμως να ακούς τα ευχάριστα από τους φίλους· να ζητάς καλύτερα να ακούς τα
αληθινά.
Περικοπή από την 6η
ομιλία του Μ. Φωτίου «προς Μιχαήλ τον Άρχοντα Βουλγαρίας» Ι. Βαλέττα, Φωτίου
επιστολαί, εν Λονδίνω 1864 σ. 229 – 230
***
ΟΙ
ΕΛΕΓΧΟΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΦΙΛΩΝ
Για εκείνον
που είναι φίλος μου, θα έλεγα πως με αγαπά όχι μόνο όταν με επαινεί, αλλά και
όταν με κατηγορεί και με διορθώνει. Γιατί το να επαινεί κανείς όλα ανεξαιρέτως,
δηλαδή και τα καλά και τα άσχημα, δεν είναι γνώρισμα φίλου, αλλά απατεώνα και
είρωνα· ενώ να επαινεί κανείς, αν γίνεται κάτι που πρέπει, και να κατηγορεί, αν
γίνεται κάποιο σφάλμα, τούτο είναι γνώρισμα φίλου και κηδεμόνα … Τον εχθρό
λοιπόν δεν τον δέχομαι, ούτε όταν επαινεί· το φίλο όμως τον αφήνω να ’ρθει
κοντά μου, ακόμη και όταν με κατηγορεί. Ο εχθρός, και αν εκδηλώνει αγάπη προς εμένα,
είναι αηδιαστικός· ενώ ο φίλος, και όταν μου προξενεί τραύματα, είναι επιθυμητός.
Το φίλημα του εχθρού είναι γεμάτο από υποψία· ενώ το τραύμα από τον φίλο είναι αποτέλεσμα
κηδεμονίας. Γι’ αυτό κάποιος λέγει: “Εμπνέουν περισσότερη εμπιστοσύνη τα
τραύματα που προέρχονται από το φίλο, παρά τα θεληματικά φιλήματα του εχθρού”.
Περικοπή
από την ομιλία του Χρυσοστόμου στο «Σαύλε, Σαύλε, τι με διώκεις;» (Πράξ. θ΄, 4)
Ε.Π. 51, 131
***
Η
ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Επειδή
κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος της ζωής του και θεωρούσε κατάλληλο πια τον
καιρό να καθαριστεί από τα σφάλματα που κάποτε είχε κάμει, αποφάσισε να
απαλλάξει την ψυχή του με τη δύναμη των λόγων των μυστηρίων, και μάλιστα με τα
σωτήρια λόγια του βαπτίσματος, από όλα τα αμαρτήματα που είχε κάμει ως
άνθρωπος. Αφού λοιπόν πήρε αυτή την απόφαση, γονάτισε στο έδαφος και
παρακαλούσε το Θεό … Έφυγε δε από εδώ και φτάνει σε ένα προάστειο της
Νικομήδειας· και εδώ αφού συγκέντρωσε τους επισκόπους, τους μίλησε περίπου ως
εξής:
“…
Καιρός είναι να απολαύσουμε και εμείς τη
σφραγίδα του Πνεύματος που χαρίζει την αθανασία, καιρός είναι να λάβουμε μέρος
στο σωτήριο σφράγισμα … Ας μην υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία. Γιατί, και αν
πάλι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου θέλει να συνεχίσουμε να ζούμε στην
παρούσα ζωή, και αν έτσι έχει ορίσει ο Θεός, δηλαδή να συνεχίσω να ζώ μαζί με
το λαό μου, παίρνοντας μέρος στις εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις και
συμμετέχοντας μαζί με όλους στις κοινές προσευχές, τότε θα επιβάλω πια στον
εαυτό μου κανόνες συμπεριφοράς που θα συμφωνούν με το θέλημα του Θεού”.
Εκείνος
λοιπόν αυτά έλεγε, ενώ οι επίσκοποι, κάνοντας όσα ήταν σύμφωνα με την
εκκλησιαστική τάξη, εφάρμοζαν τους θείους κανόνες και, αφού συμφώνησαν από πριν
μεταξύ τους, μετέδιδαν από τα μυστήρια όσα είναι αναγκαία. Τώρα λοιπόν μόνος ο
Κωνσταντίνος, από όλους εκείνους που εξαρχής είχαν γίνει αυτοκράτορες, αφού
αναγεννιόταν με τη μαρτυρία του βαπτίσματος του Χριστού, γινόταν τέλειος
Χριστιανός· και αφού αξιώθηκε τις θείες δωρεές του αγίου Πνεύματος, ένιωθε
πνευματική αγαλλίαση, γινόταν καινούριος άνθρωπος και πλημμύριζε από θείο φως·
ακόμη είχε χαρά στην ψυχή για την τόσο μεγάλη πίστη, και δοκίμαζε έκπληξη για
την ολοφάνερη απόδειξη της θείας δυνάμεως. Όταν τελείωσαν όσα έπρεπε να γίνουν,
φόρεσε λαμπρά και βασιλικά ενδύματα που ακτινοβολούσαν σαν το φως, και
ξεκουραζόταν πάνω σε ολόλευκο στρωμένο κρεβάτι, γιατί δε θέλησε να πλησιάσει
πια τη βασιλική πορφυρή φορεσιά.
Περικοπή από τον 4ο λόγο του Ευσεβίου
Καισαρείας στο βίο του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ε.Π. 20, 1212
– 1220
***
Η
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Συ θρηνείς
με τραγούδια, που έχουν γίνει για να προκαλούν μελαγχολία, και καταγίνεσαι με
μοιρολόγια για να φθείρεις τελείως την ψυχή σου· και όπως ακριβώς
χαρακτηριστικό γνώρισμα των ηθοποιών είναι η μιμική αναπαράσταση και η
χρησιμοποίηση των θεατρικών κουστουμιών, με τα οποία παρουσιάζονται στη σκηνή
των θεάτρων, έτσι νομίζεις ότι επιβάλλεται και αρμόζει σ’ αυτόν που πενθεί,
ανάλογη εξωτερική εμφάνιση, δηλαδή μαύρο ένδυμα και άλουστα μαλλιά και σκοτάδι
μέσα στο σπίτι και βρωμιά και σκόνη και μοιρολόγι, που διατηρεί στην ψυχή
ανοικτό το τραύμα της λύπης. Άφησε να κάνουν αυτά εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα.
Συ όμως διδάχτηκες για όσους έχουν κοιμηθεί (πεθάνει) “εν Χριστώ”, ότι “σπέρνεται
σώμα φθαρτό, ανασταίνεται άφθαρτο· σπέρνεται σώμα ασθενικό, ανασταίνεται εύρωστο·
σπέρνεται σώμα που έχει απλώς ζωή, ανασταίνεται σώμα πνευματικό”. Γιατί λοιπόν
κλαις γι’ αυτόν, που έφυγε από τη ζωή αυτή, για να αλλάξει (το παλαιό φθαρτό)
ένδυμα και να φορέσει νέο ένδυμα (της αφθαρσίας); Ούτε να θρηνείς για τον εαυτό
σου, γιατί στερείσαι ένα βοηθό χρήσιμο στη ζωή, γιατί η Γραφή λέγει, ότι είναι καλό
να ελπίζει κανείς στον Κύριο παρά να ελπίζει σε άνθρωπο. Ούτε να κλαις αυτόν,
γιατί τάχα έχει πάθει φοβερά πράγματα. Γιατί μετά από λίγο (στη δευτέρα παρουσία)
θα τον ξυπνήσει η σάλπιγγα από τον ουρανό και θα τον ιδείς να παρουσιάζεται
μπροστά στο θρόνο του Χριστού.
Περικοπή από την ομιλία του Μεγάλου
Βασιλείου «Περί ευχαριστίας» Ε.Π. 31, 232 – 233
ΑΣ
ΜΗΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΓΙΑ
Ας
μην ντρεπόμαστε για τις χειρωνακτικές εργασίες· ούτε να νομίζουμε ότι η εργασία
είναι αιτία για κατηγορία· αιτία για κατηγορία είναι η αργία και το να μην
έχουμε να κάνουμε κάτι. Γιατί, αν η εργασία ήταν ντροπή, δε θα την επιδίωκε ο
Παύλος, ούτε θα παράγγελνε σ’ εκείνους που δεν εργάζονται, να μην τρώνε.
Ντροπή, πραγματικά, είναι μόνο η αμαρτία. Την αμαρτία όμως, και μάλιστα όχι μία
ή δύο και τρεις μορφές αμαρτίας, αλλά όλη μαζί την κακία, τη γεννά συνήθως η
αργία … Λοιπόν, ότι είναι για το άλογο το χαλινάρι, το ίδιο είναι η εργασία για
τη φύση μας … Δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που να μην καταστρέφεται με την αργία.
Πράγματι, και το νερό που είναι στάσιμο, βρωμά, ενώ εκείνο που τρέχει και
τριγυρίζει παντού, διατηρεί την καλή του ποιότητα. Και το σίδερο, όταν δεν
χρησιμοποιείται, γίνεται μαλακότερο και άχρηστο, επειδή καταστρέφεται από τη
σκουριά· ενώ εκείνο που χρησιμοποιείται στις εργασίες, είναι πολύ χρησιμότερο,
αλλά και πιο ευπαρουσίαστο, αφού δε λάμπει λιγότερο από κάθε ασήμι. Και τη γη
που δεν καλλιεργείται, θα μπορούσε να την ιδεί κανείς να μην παράγει τίποτε
ωφέλιμο, αλλά βλαβερά βότανα, αγκάθια, τριβόλια και άκαρπα δέντρα, ενώ εκείνην
που απολαμβάνει την εργασία, να είναι γεμάτη με ήμερους καρπούς. Και γενικά ή
αργία καταστρέφει το καθετί· αντίθετα η εργασία κάνει τα πάντα χρήσιμα. Γνωρίζοντας
λοιπόν όλα τούτα, καθώς επίσης και πόση είναι η βλάβη από την αργία και το
κέρδος από την εργασία, ας αποφεύγουμε την πρώτη και ας επιδιώκουμε τη δεύτερη.
Περικοπή από τον 1ο
λόγο του Χρυσοστόμου στο «Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και
Ακύλαν» (Ρωμ. ιστ΄, 3) Ε.Π. 51, 193 – 194 και 196
***
ΑΡΜΟΝΙΑ
ΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Άλλο είναι
να μιλήσει κανείς για το ψωμί και το τραπέζι, και άλλο είναι να φάει και να
γνωρίσει τη νοστιμάδα του ψωμιού και να ενισχυθούν όλα τα μέλη του σώματός του.
Άλλο είναι να είπει κανείς κάτι με λόγια για ένα πάρα πολύ γλυκό ποτό, και άλλο
είναι να βγει να το πάρει από την ίδια την πηγή του και να χορτάσει με τη γεύση
του γλυκύτατου αυτού ποτού. Άλλο είναι να μιλήσει κανείς για πόλεμο και για
γενναίους αθλητές και πολεμιστές, και άλλο είναι να πάει στο πεδίο της μάχης
και να συμπλακεί με τους εχθρούς, και να μπει και να βγει, και να λάβει και να
δώσει, και να φέρει ο ίδιος στον εαυτό του τα βραβεία της νίκης. Κάτι παρόμοιο
συμβαίνει και στα πνευματικά ζητήματα. Άλλο είναι να εξηγεί κανείς τους θείους
λόγους με κάποια γνώση και με τη λογική, και άλλο είναι να κατέχει το θησαυρό,
τη χάρη, την αίσθηση, και την ενέργεια του αγίου Πνεύματος πραγματικά και
έμπρακτα και με τέλεια βεβαιότητα στην ψυχή του και στο νου.
Περικοπή από την 27η
ομιλία, η οποία αποδίδεται στο Μακάριο τον Αιγύπτιο Ε.Π. 34, 701
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ», ΣΧΟΛΙΚΟ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, ΟΚΔΕ, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου