ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

24 Νοε 2019

Η πνευματική συμβίωση στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Ο θεσμός των συνεισάκτων.


Στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία οι διδαχές του Κυρίου ημών Χριστού αλλά και του κορυφαίου των Αποστόλων Παύλου για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων βρήκαν ισχυρή απήχηση, γι’ αυτό και αποδέχτηκε την σύναψη γάμου μεταξύ ανδρός και γυναικός ως τίμια, θεώρησε όμως ως τιμιότερη την αγαμία. Διότι σ’ αυτή διέκρινε προσπάθεια εξύψωσης του γάμου διά μέσου της πνευματικής συμβίωσης...

Έτσι πολλοί χριστιανοί οι οποίοι ονομάστηκαν «εγκρατείς» και «παρθένοι» επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως αληθινούς χριστιανούς και ίσους με τους αγγέλους, οι οποίοι ως γνωστόν ως πνευματικά όντα δεν έχουν φύλο αλλά και ορμές, ζούσαν ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους σε ιδιαίτερες οικίες και ασκούσαν αυστηρή εγκράτεια, την οποία θεωρούσαν ως τη μεγαλύτερη από όλες τις αρετές.
Μεγάλη δε άσκηση επίσης, θεωρούσαν αυτοί, την συγκατοίκηση των ανδρών με τις γυναίκες ορμώμενοι από τα λόγια του Παύλου: «αν κάποιος νομίζει πως φέρεται ανάρμοστα προς την παρθένο του, αν είναι ισχυρών παθών, και πρέπει να γίνει έτσι, τότε ας κάνει εκείνο που θέλει· δεν αμαρτάνει· ας παντρευτούν. Εκείνος όμως που είναι σταθερός στην καρδιά του και δεν είναι σε κατάσταση ανάγκης, αλλά είναι κύριος της θελήσεώς του, και έχει αποφασίσει μέσα στην καρδιά του το να κρατήσει την παρθένο του άγαμο, καλά. Ώστε και εκείνος που παντρεύεται την παρθένο του κάνει καλά, και εκείνος που δεν την παντρεύεται κάνει καλύτερα» 1 Επιστολή προς Κορινθίους 7:36 – 38.
Προϊόντος όμως του χρόνου, παρουσιάζεται αντίδραση στην πνευματική αυτή συμβίωση, πιθανόν λόγω κάποιων παρεκτροπών και έτσι έχουμε τις περίφημες επιστολές προς τις Παρθένους του Ψευδοκλήμεντα, οι οποίες γράφτηκαν περί τα μέσα του 3ου αιώνα, και οι οποίες κατακρίνουν με δριμύτητα την συμβίωση αυτή. Γράφει επ’ αυτού σχετικά ο μακαριστός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανός Παπαδόπουλος στην Πατρολογία του τόμος Α΄:
«Ανώνυμο έργο που είναι γνωστό σαν δύο Επιστολαί προς παρθένους του Κλήμεντα Ρώμης. Γράφτηκε στο β΄ήμισυ του Γ΄ αιώνα ελληνικά, πιθανώτατα στην Παλαιστίνη, από άγνωστο συγγραφέα, ο οποίος πρέπει να ήταν ασκητής κύρους. Σκοπός του ο εγκωμιασμός του παρθενικού βίου και αφορμή του η σποραδική συνήθεια των συνεισάκτων, η συγκατοίκηση δηλαδή ανδρών και γυναικών που ήθελαν να ζήσουν παρθένοι. Η συνήθεια των συνεισάκτων καταδικάζεται απόλυτα. Εξαίρεται η παρθενία ως θεία δωρεά, βίος αγγελικός, υπερφυσική ζωή και προϋπόθεση για την κατάληψη διακεκριμένης θέσεως εις τον παράδεισο, κάτι όμως που θα γίνη μόνο εάν οι παρθένοι επιδείξουν συγχρόνως και έργα αγάπης. Το κείμενο, που χωρίσθηκε βραδύτερα σε δύο τμήματα, έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία της ασκήσεως και του μοναχισμού, διότι πρώτο αυτό εκφράζει συγκεκριμένες σχετικές αντιλήψεις. Από το ελληνικό πρωτότυπο σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα στον Πανδέκτη της αγίας Γραφής του μοναχού Αντιόχου (περί το 600). Ολόκληρο το κείμενο σώζεται σε συριακή και τμήμα του (1,1 /8) σε κοπτική μετάφραση.»
Όμως παρόλα αυτά τα πράγματα δεν τελειώνουν εκεί. Ο πνευματικός χαρακτήρας του γάμου, τον οποίο εφάρμοσαν ορισμένοι χριστιανοί, δηλαδή η μέθοδος της πνευματικής συμβίωσης ανδρών με τις γυναίκες χωρίς σαρκική επαφή (= συνείσακτοι) παρουσιάζεται και στους μεταγενέστερους χρόνους. Την συνήθεια όμως αυτή, η οποία θεωρείται ως η μεγαλύτερη άσκηση καταπολέμησε αργότερα η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος διά του τρίτου αυτής κανόνος: «Απαγόρευσε εντελώς η μεγάλη Σύνοδος, ούτε ο Επίσκοπος, ούτε ο Πρεσβύτερος, ούτε ο Διάκονος ούτε κανένας άλλος από τον κλήρο, να μην έχει ξένη γυναίκα στο σπίτι του. Εκτός αν είναι η μητέρα του, η αδελφή του, ή η θεία του, ή τα μόνα εκείνα πρόσωπα που δεν δίνουν υποψία». Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος στηλιτεύει στα έπη του, αυτούς που είχαν ξένες γυναίκες στο σπίτι τους με την πρόφαση τάχα να τους υπηρετούν ή πως τάχα είναι απροστάτευτες και δεν έχουν κανένα να τις φροντίζει, λέγοντας πως απορεί γιατί δεν ξέρει που να τους κατατάξει, στους παντρεμένους τάχα ή στους άγαμους και παρθένους. Παρόλα αυτά όμως διατηρήθηκε αυτή η συνήθεια και αργότερα, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο ιερός Χρυσόστομος να συγγράψει πραγματεία με τίτλο «Προς τους έχοντας Παρθένους συνεισάκτους».

Εγκρατείς, χήρες, παρθένοι
Οι «εγκρατείς» και οι «παρθένοι», οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους κατόχους ανωτέρων δυνάμεων και έχοντας την δυνατότητα να προφητεύουν και να θεραπεύουν από τα πονηρά πνεύματα, και οι οποίοι εμφανίζονταν ως μια άλλη τάξη πνευματικών ηρώων μαζί με τους μάρτυρες, εξασφάλιζαν με την διαρκή εγκράτεια την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτούς μπορούμε να πούμε, πως αποτέλεσαν την χριστιανική έκφραση του ασκητισμού και δημιούργησαν στην Εκκλησία μια δύναμη ανυπολόγιστης αξίας. Οι αφοσιωμένοι αυτοί εγκρατείς εξακολουθούσαν να ζουν μέσα στις οικογένειές τους, από νωρίς δε αποτέλεσαν ένα είδος πνευματικής αριστοκρατίας σε κάθε ξεχωριστή  εκκλησία μαζί με τις χήρες, οι οποίες με τον τρόπο της ζωής τους διατήρησαν σταθερή αγνότητα κατά την διάρκεια της χηρείας των.
Όλοι αυτοί, εγκρατείς και χήρες, αύξαναν τις νηστείες που είχαν οριστεί από την Εκκλησία αλλά και τις προσευχές και σιγά – σιγά ανέλαβαν στην Εκκλησία την κοινωνική εκείνη αποστολή του Χριστιανισμού, η οποία ήταν η φροντίδα για τις χήρες, τα ορφανά, τους ασθενείς και τη συστηματική βοήθεια των φτωχών και των στερημένων.
Ο τρόπος ζωής των εγκρατών και των χηρών δημιούργησε μια κίνηση μέσα στην Εκκλησία, η οποία προσπάθησε να αξιοποιήσει την εγκράτεια αυτών και να καθορίσει ακόμα και λεπτομέρειες για την χρήση του οίνου, του κρέατος και κάθε πράγματος, το οποίο κατά την κίνηση αυτή περιέχει ένα είδος αμαρτίας. Οι «εγκρατείς» λοιπόν οι οποίοι σημειωτέον διακρίνονται από τους αιρετικούς «εγκρατιτές», αφού δεν δέχονταν τις δυαλιστικές ιδέες αυτών, δηλαδή την ύπαρξη δύο Θεών, Καλού και Κακού, ζούσαν μεν μέσα στις χριστιανικές κοινότητες, διακρίνονταν όμως από αυτές, για την αυστηρή εγκράτεια τους η οποία συνίσταται στην ακτημοσύνη, την αγαμία, τη νηστεία και την προσευχή όπως μας αναφέρει και ο Ιουστίνος ο μάρτυς και φιλόσοφος: «εμείς οι οποίοι άλλοτε διασκεδάζαμε με τις πορνείες, τώρα ικανοποιούμαστε με μόνη τη σωφροσύνη, οι οποίοι χρησιμοποιούσαμε και μαγικά τεχνάσματα, τώρα δε αναθέσαμε τους εαυτούς μας στον αγαθό και άκτιστο Θεό, οι οποίοι αγαπούσαμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα μέσα απόκτησης χρημάτων και κτημάτων, τώρα δε όσα έχουμε τα φέρνουμε στο κοινό ταμείο και τα μοιραζόμαστε με τον καθένα που έχει ανάγκη» 1η Απολογία 14:2. Συνέπεια δε της εγκράτειας αυτής, όπως έχουμε πει, ήταν όχι μόνο να θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους και ηθικότερους από τους άλλους χριστιανούς, αλλά και ίσους προς τους ευρισκόμενους στον ουρανό αγγέλους.
Διά μέσου της τάσης αυτής, να διακανονιστεί δηλαδή η ζωή και το έργο των εγκρατών, δημιουργούνται οι βάσεις του χριστιανικού μοναχισμού.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μας πληροφορούν ιδιαιτέρως, περί του τρόπου ζωής των χηρών, οι οποίες απέφευγαν τις δημόσιες συγκεντρώσεις, τους γάμους, τα θεάματα, ντύνονταν δε σεμνοπρεπώς με μαύρο χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια τους, χωρίς να φορούν κοσμήματα και ήσαν πάντα καλυμμένες.
Η γυναίκα η οποία εξυψώθηκε από τον χριστιανισμό έπαιρνε πλέον μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής, όπως και ο άντρας και συμμετείχε σε όλες τις συναθροίσεις, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να ομιλεί, εκτός αν λάμβανε θεία έμπνευση, οπότε πάλι θα έπρεπε να προφητεύει με καλυμμένη τη κεφαλή.
Η διά του χριστιανισμού ανύψωση της γυναίκας στην πρέπουσα αυτής θέση και η μετάκληση αυτής από καθαρά υπηρετικό ον, το οποίο στερούνταν κάθε πολιτικό δικαίωμα, σε ον ηθικά ισότιμο με τον άνδρα, αποδεικνύει την διαφορά της προ Χριστού κατάσταση αυτής.
Έτσι οι χήρες και ορισμένες απροστάτευτες κοπέλες οργανώνονται σε τάγματα και αυτό επισυμβαίνει για να προστατεύονται καλύτερα. Σιγά – σιγά όμως, οι ανήκουσες στα τάγματα ορίσθηκαν να προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες στην Εκκλησία ως διακόνισσες, χήρες, παρθένες, όπως αναφέρουν η 1η προς Τιμόθεο επιστολή 5:9 «μία χήρα μπορεί να καταγραφεί στον κατάλογο αν δεν είναι κάτω των εξήντα ετών, και υπήρξε σύζυγος ενός ανδρός, αν υπάρχουν μαρτυρίες για τα καλά της έργα, αν ανάθρεψε παιδιά, αν ήταν φιλόξενη, αν ένιψε τα πόδια αγίων, αν ανακούφισε θλιμμένους, αν αφιερώθηκε σε κάθε καλό έργο» και οι Διαταγές των Αποστόλων.
Εκτός των κοινών προσευχών στο ναό είχαν και τις ιδιαίτερες είτε στα ατομικά κελιά τους είτε εις τα κοινά. Έτρωγαν μία φορά την ημέρα τροφή που αποτελούνταν ως επί το πλείστον από χόρτα, πάντως όχι κρέας, το οποίο ήταν απαγορευμένο, σε κοινά τραπέζια ή μοναχές τους, υπηρετούσαν τους πτωχούς και βοηθούσαν τους ασθενείς. Στην ομάδα αυτή συγκαταλέγεται και η αδελφή του αγίου Αντωνίου.
Συνεπώς η διδασκαλία της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας θεωρώντας την αγαμία τιμιότερη από τον γάμο διά μέσου της πνευματικής συμβίωσης, δεν περιέχει κάτι το εξωχριστιανικό, αλλά απλά τρόπον τινά, υποτιμά τα παρόντα αγαθά έναντι των μελλόντων πνευματικών και θείων. Ο νέος αυτός τύπος της χριστιανικής ζωής ο οποίος αποτελεί την απαρχή της χριστιανικής μοναστικής πολιτείας, προήλθε από τις αρχικές αυστηρές ηθικές τάσεις του χριστιανισμού.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των πρώτων Χριστιανών και των ανθρώπων της εθνικής κοινωνίας (ειδωλολατρών) μέσα στην οποία ζούσαν και οι Χριστιανοί, έγκειται στο ότι αυτοί διακρίνονταν από εκείνους μέσω της εγκράτειας και ιδιαίτερα από τα μέσα του 2ου αιώνα, όταν αρχίζει να παρατηρείται η πρώτη ηθική κατάπτωση μέσα στους κόλπους του Χριστιανισμού.

Εγκράτεια αιρετικών
Βέβαια, τάσεις εγκρατισμού βρίσκομε αργότερα και στις αιρετικές τάξεις, οι οποίες τελούν υπό την επίδραση της Περσικής διαρχίας, δηλαδή την αρχή του καλού και την αρχή του κακού. Για παράδειγμα, οι Γνωστικοί ήσαν κατά το πλείστον εγκρατιτές – με εξαιρέσεις που έφταναν στην πλήρη ακολασία – και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, ώστε να προκαλούν τον γενικό θαυμασμό. Ο Γνωστικισμός στην αρχή ήταν εκλεκτικός, περιέχοντας στην διδασκαλία του ποικίλα στοιχεία από διάφορα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα, η δε τάση αυτού ήταν να χρησιμοποιεί όρους κατ’ εξοχήν συγκρητιστικούς. Όλα αυτά λοιπόν τα ξένα στοιχεία, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με ποιητική μορφή, μπορούν να ονομαστούν Χριστιανικά μόνο εκεί που αναφέρονται στην ιδέα της λύτρωσης, της οποίας πηγή είναι ο Χριστός. Οι δε διδάσκαλοι του συστήματος αυτού, δεν έδειχναν και σημαντική εμμονή στις θεωρητικές λεπτομέρειες του Γνωστικισμού, αλλά κυρίως στην πρακτική τάξη και πειθαρχία της ζωής, με την οποία μάλιστα κέρδιζαν και πολλούς οπαδούς. Η φιλοσοφική ζωή για αυτούς ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο της θεωρίας τους. Ακριβώς δε αυτό αποτελούσε και το μυστικό της επιτυχίας τους.
Από αυτούς λοιπόν οι ονομαζόμενοι Αντινομιστές οι οποίοι είχαν και αντι – Ιουδαϊκές τάσεις γι’ αυτό άλλωστε ήταν και εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς επίσης και οι οπαδοί του Βαλεντίνου, βρίσκονταν κάτω από την επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Αυτοί σε αντίθεση με άλλες Γνωστικές αιρετικές ομάδες ήταν γνωστοί κατά πλείστον για την σεξουαλική και ηθική ακράτειά τους.
Μια άλλη αιρετική ομάδα η οποία αναπτύχτηκε κυρίως στην Φρυγία με έντονα τα μυστικιστικά και εκστασιακά στοιχεία επηρεασμένα από τη λατρεία της Κυβέλης και του Άττι, ο Μοντανισμός, παρουσίασε έντονα τα στοιχεία του εγκρατισμού, εμμένοντας στην αυστηρότητα του βίου και την εκζήτηση του μαρτυρίου. Στην ουσία αποτελούσε ένα κίνημα επιστροφής στην αρχαία χριστιανική αυστηρότητα. Στην αρχή απαγόρευσε κάθε γάμο, αργότερα όμως μόνο τον δεύτερο. Κλασσικός εκπρόσωπος του Μοντανισμού ήταν ο Τερτυλλιανός, ο οποίος ήταν παντελώς άκαμπτος στην αυστηρότητα των ηθικών απαιτήσεων και αντιδρούσε στο ολοένα αυξανόμενο πνεύμα της εκκοσμίκευσης που παρατηρούνταν στην Εκκλησία. Αλλά και από τα χριστιανικά κείμενα οι λεγόμενες «Απόκρυφες Πράξεις των Αποστόλων» διακρίνονταν για το εγκρατιστικό, φεμινιστικό και φυτοφαγικό πνεύμα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αθανασίου Γρ. Γερομιχαλού, Ο Μοναχικός Βίος, Δεύτερη Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1972
2. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία τόμος Α΄,  Τέταρτη  Έκδοση, Αθήνα 2000
3. Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιο, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη
4. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Απολογηταί 1, Ιουστίνος, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...