Εισερχόμενος ο Χριστιανισμός
στον κόσμο, όπως ήταν φυσικό, συνάντησε την εχθρότητα του κόσμου, ως κάτι το
καινούργιο και θείο. Όπως άλλωστε επισημαίνεται και σ’ ένα από πρώτα κείμενά
του, την προς Διόγνητο επιστολή 5:17,
αγνώστου συγγραφέα, οι Χριστιανοί «από
τους Ιουδαίους ως αλλόφυλοι πολεμούνται και από τους Έλληνες (=ειδωλολάτρες)
διώκονται»...
Οι Ιουδαίοι ήταν αυτοί που εδίωξαν
πρώτοι τον Χριστιανισμό και μάλιστα από τα πρώτα βήματά του, αφού για το
Ρωμαϊκό κράτος προς το παρόν δεν συνιστούσαν απειλή, όχι μόνο λόγω της μικρής
συμμετοχής πιστών σ’ αυτόν, αλλά και επειδή θεωρήθηκε από τις Ρωμαϊκές αρχές ως
μία ακόμα Ιουδαϊκή αίρεση. Με πρωτοβουλία των Φαρισαίων, οι οποίοι ήταν αυτοί
που κατά κύριο λόγο θίγονταν από το αντιφαρισαϊκό κήρυγμα του Χριστού, διώχτηκε
και σταυρώθηκε αυτός ο ίδιος ο αρχηγός της Χριστιανικής πίστης. Ακολούθως με
πρωτοβουλία της επίσημης πλέον θρησκευτικής ηγεσίας των Ιουδαίων, δηλαδή των
Σαδδουκαίων, παρεμβλήθηκαν χιλιάδες εμπόδια στους συνεχιστές του έργου του
Χριστού, των γνωστών μας αποστόλων, οι οποίοι γνώρισαν κατ’ επανάληψη
φυλακίσεις και κακουχίες για το έργο αυτό.
Βίαιος υπήρξε άλλωστε, ο
εγερθείς διωγμός κατ’ αυτών, περί το 30 μ.Χ., ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να δώσει
στον Χριστιανισμό τον πρώτο μάρτυρά του, τον διάκονο Στέφανο, και να συμβάλλει
στον διασκορπισμό των μαθητών του Κυρίου στις πόλεις της Ιουδαίας και της
Σαμάρειας. Επόμενος σταθμός στο διωγμό των Χριστιανών από τους Ιουδαίους υπήρξε
το έτος 42 μ.Χ., κατά το οποίο φονεύθηκε ο μαθητής του Χριστού ο Ιάκωβος του
Ζεβεδαίου, βασιλεύοντας της Ιουδαίας ο Ηρώδης Αγρίππας. Δυο δεκαετίες μετά τα
γεγονότα αυτά φονεύεται και ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο
Αδελφόθεος. Να πως περιγράφεται από τον Ηγήσιππο, την μαρτυρία του οποίου
αναφέρει ο Ευσέβιος στην
Εκκλησιαστική Ιστορία του 2,23,12 – 17, ο θάνατος του Ιάκωβου του
Αδελφόθεου: «Έστησαν λοιπόν οι
προειρημένοι Φαρισαίοι τον Ιάκωβο επάνω στο αέτωμα του ναού … Αναβάντες λοιπόν
κατέρριψαν τον δίκαιο. Και έλεγαν μεταξύ τους “ας λιθοβολήσουμε τον Ιάκωβο τον
δίκαιο”, και άρχισαν να τον λιθοβολούν, επειδή παρά την πτώση δεν πέθανε· αλλά
στραφείς γονάτισε λέγοντας· “παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πατέρα, συγχώρεσε αυτούς·
διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Καθώς δε τον λιθοβολούσαν, ένας από τους ιερείς
που προέρχονταν από τους γιους του Ρηχάβ που ήταν γιος του Ραχαβείμ, οι οποίοι
μαρτυρούνται από τον προφήτη Ιερεμία, φώναξε λέγοντας, “σταματήστε· τι κάνετε;
ο δίκαιος εύχεται για σας”. Και κάποιος από αυτούς, ένας που πλένει ρούχα, πήρε
το ρόπαλο με το οποίο χτυπά τα υφάσματα, και το κατάφερε στο κεφάλι του
δίκαιου, και έτσι μαρτύρησε. Τον έθαψαν δε επί τόπου πλησίον του ναού και η στήλη
του παραμένει ακόμα πλησίον του ναού.»
Δεν πρέπει επίσης να
διαφεύγει της προσοχής μας, πως και ο Παύλος – πρώην διώκτης των Χριστιανών –
υπέστη επανειλημμένα κτυπήματα, λιθοβολισμούς, διώξεις, φυλακίσεις και κάθε
είδους κακοποιήσεις από τους ομοεθνείς του Ιουδαίους, στην Θεσσαλονίκη, Βέροια,
Κόρινθο, Έφεσο, Ιεροσόλυμα, Καισάρεια και οπουδήποτε βρισκόταν για να σπείρει
τον σπόρο του Ευαγγελίου.
Παρόλα αυτά όμως, οι Ιουδαίοι
δεν κατάφεραν να ανακόψουν την πορεία και εξάπλωση του Χριστιανισμού, αφού εις
μεν την διασπορά ανά τον γνωστό τότε κόσμο η επιρροή τους υπήρξε περιορισμένη,
ενώ εις την Παλαιστίνη μετά την επανάσταση τους εναντίον των Ρωμαίων το 70 μ.Χ.
η δύναμή τους συντρίφτηκε ολοσχερώς. Πάντως η έχθρα τους εναντίον των Χριστιανών
δεν τους εγκατέλειψε ποτέ, αφού κατ’ επανάληψη αυτοί υπήρξαν οι κύριοι
υποκινητές των ρωμαϊκών αρχών κατά των πιστών του Χριστιανισμού. Μάλιστα στο
μαρτυρολόγιο του Πολυκάρπου 13,1
σημειώνεται πως οι Ιουδαίοι ήταν αυτοί οι οποίοι μετά μεγάλης προθυμίας μάζευαν
φρύγανα και ξύλα για την πυρά στην οποία θα μαρτυρούσε ο άγιος Πολύκαρπος, όπως
συνήθιζαν σε τέτοιου είδους περιστάσεις («κατά
το έθος αυτοίς» όπως σημειώνει το αρχαίο κείμενο).
Ερχόμενοι τώρα να εξετάσουμε
τους παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν το Ρωμαϊκό κράτος στην δίωξη των Χριστιανών,
οι οποίοι σημειωτέον ήταν πολίτες αυτού, μπορούμε να προσδιορίσουμε τους
παρακάτω.
Κατ’ αρχάς την λαϊκή
εχθρότητα. Διότι θα περίμενε κανείς πως ο λαός εκείνος, δηλαδή αυτός της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, ο οποίος δέχονταν ευχαρίστως κάθε θρησκεία που προέρχονταν από
την Ανατολή, θα υποδέχονταν με ευμένεια και την Χριστιανική θρησκεία, η οποία
μάλιστα εξήρε την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς όμως δεν συνέβη κάτι
τέτοιο. Η έχθρα βέβαια κατά των Χριστιανών ξεκίνησε και για οικονομικούς
λόγους, αφού οι κρεοπώλες υφίσταντο οικονομική αιμορραγία από την απαγόρευση
της βρώσης των κρεάτων που θυσιάζονταν στα είδωλα, οι αργυροχόοι από την
απαγόρευση της χρήσης ειδωλίων, και τα έσοδα που έχανε το ειδωλολατρικό
ιερατείο.
Για να πετύχουν τον σκοπό
τους αυτοκράτορες και άρχουσα τάξη, εξαπέλυσαν συκοφαντίες κατά των Χριστιανών.
Λόγου χάρη ο Μαξιμίνος (270
– 313 μ.Χ.) χρηματοδότησε μια «φιλολογική» επίθεση, κυκλοφορώντας παραποιημένα
ευαγγέλια και απομνημονεύματα που περιείχαν γνωστές και τετριμμένες συκοφαντίες
εναντίον του Ιησού. Τα τοιχοκολλούσαν σε τόπους δημοσίων συγκεντρώσεων και
επέβαλλαν στους δασκάλους να διαβάζουν στα παιδιά αποσπάσματα ως μάθημα (Ευσέβιος, Περί
των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9.4.2. – 5.2). Για να στηρίξει τις
κατηγορίες περί ανηθικότητας των χριστιανών, ο Μαξιμίνος προσέλαβε πράκτορες
(duces) να συλλάβουν μαζικά πόρνες από την αγορά της Δαμασκού. Αφού τις
βασάνισαν μέχρι να ομολογήσουν πως είναι χριστιανές, στη συνέχεια τις έβαλαν να
υπογράψουν δηλώσεις πως οι εκκλησίες ασκούσαν τελετουργικά την πορνεία και
ζητούσαν από τα μέλη τους να μετέχουν σε διεστραμμένες σεξουαλικά πράξεις.
Αυτές οι δηλώσεις μοιράστηκαν στις πόλεις για δημόσια επίδειξη.
Επίσης παρεξήγησαν πολλές εκφράσεις που
λέγονταν κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας. Άκουγαν οι ειδωλολάτρες
πως οι Χριστιανοί στις ιδιαίτερες συναθροίσεις τους απήγγειλαν ορισμένους
λόγους όπως «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί
το σώμα μου» ή «πίετε εξ αυτού πάντες
τούτο εστί το αίμα μου». Δεν ήταν λοιπόν αυτό απόδειξη πως συνέβαιναν
ανθρωποφαγίες κατά την διάρκεια των ιδιαίτερων αυτών μυστικών συναθροίσεων;
Άλλωστε υπήρχε και το υπόβαθρο για να γίνεται πιστευτό κάτι τέτοιο, αφού η
λαϊκή μυθιστορία είχε πλάσει ένα μύθο πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το αντιουδαϊκό
μίσος. Ότι οι Ιουδαίοι κάθε χρόνο συλλαμβάνανε έναν Έλληνα και τον θυσίαζαν ορκιζόμενοι αιώνια
έχθρα κατά του γένους αυτού: «Τούτο το
έθιμο επαναλαμβανόταν μια φορά τον χρόνο σε συγκεκριμένη εποχή. Σύμφωνα μ’ αυτό
απήγαγαν έναν Έλληνα ξένο, τον έθρεφαν
επί ένα χρόνο και μετά τον πήγαιναν στο δάσος, όπου τον έσφαζαν, θυσίαζαν το
σώμα του με τις παραδοσιακές τους τελετές, έτρωγαν την σάρκα του και, ενώ
θυσίαζαν τον Έλληνα, έδιναν όρκο μίσους προς τους Έλληνες. Ό,τι απέμενε από το
θύμα τους το πετούσαν σε ένα λάκκο …» Ιώσηπος,
Κατ’ Απίωνος 2,94 – 95.
Αιτία παρεξήγησης ήταν και το
φίλημα ειρήνης που αντάλλασσαν οι Χριστιανοί στις λατρευτικές συνάξεις, όπως
και η προσφώνηση «αδελφοί» και βεβαίως ένας αδελφός υπό την έννοια του ομόφρονα
στην πίστη νυμφεύονταν μία «αδελφή». Όλα αυτά οι ειδωλολάτρες τα εκλάμβαναν ως
αιμομικτικές σχέσεις. Γράφει ο Χριστιανός απολογητής Τερτυλλιανός χαρακτηριστικά: «Χαρακτηριζόμαστε ως οι μεγαλύτεροι εγκληματίες εξ αιτίας κάποιας
κρυφής τελετής η οποία αποτελείται από σφαγιασμό παιδιού και δείπνο που
παρασκευάζεται από αυτό, και εξ αιτίας αιμομιξιών που διαπράττονται μετά το
δείπνο, όταν και δίνεται η κατάλληλη προς αυτό ευκαιρία, διότι σκυλιά
εξασκημένα στην ανατροπή των φώτων, αληθινοί μαστροποί του σκότους, μας
απαλλάσσουν από την ντροπή αυτών των αποτρόπαιων ηδονών» Απολογητικός 7.
Όλες βέβαια οι χονδροειδείς
και ανυπόστατες αυτές κατηγορίες ήταν πολύ εύκολο να αναιρεθούν από τους Χριστιανούς,
οι οποίοι ως γνωστόν ούτε να δούν αίμα στον ιππόδρομο δεν άντεχαν, αλλά ούτε
και να ρίξουν βλέμμα στις γυναίκες με κακό σκοπό. Οι ειδωλολάτρες όμως τους
ανακήρυξαν «μισητάς τού ανθρώπινου
γένους» Τάκιτος Annales
15,44 επειδή απέφευγαν τις συναναστροφές με
αλλόθρησκους, και τους μίσησαν και αυτοί.
Αυτό δε το μίσος το υπέβαλαν
σε περαιτέρω επεξεργασία με αποτέλεσμα να αποδώσουν στους Χριστιανούς κάθε
δημόσια συμφορά, επειδή τάραζαν την «ειρήνη των θεών», η οποία όπως πίστευαν
είχε εξασφαλιστεί με αυτούς και η οποία γινόταν φανερή με πλήθος αγαθών, όπως η
συγκομιδή των καρπών ή η δημόσια υγεία κ.λ.π.
Πάντως η Ρωμαϊκή πολιτεία
καθυστέρησε αρκετά να αντιμετωπίσει τον Χριστιανισμό οργανωμένα, όλες δε οι
διώξεις που έλαβαν χώρα κατ’ αυτού στην διάρκεια των πρώτων χρόνων, ήταν
ενέργειες είτε ανεύθυνων παραγόντων είτε τοπικών διοικητών που υποκινούνταν από
ανθρώπους των οποίων θίγονταν τα οικονομικά συμφέροντα. Αλλά και οι επίσημοι διωγμοί
οφείλονταν σε προσωπικές δυσκολίες των αυτοκρατόρων. Λόγου χάρη ο Νέρωνας ήθελε
να αποσείσει την κατηγορία πως προξένησε την πυρπόληση της Ρώμης, ο δε
Δομιτιανός στράφηκε κατά των Χριστιανών επειδή ήθελε να απαλλαγεί από
ορισμένους επικίνδυνους συγγενείς του που εποφθαλμιούσαν τον θρόνο του.
Η περαιτέρω αύξηση των Χριστιανών
η οποία προκάλεσε την αντίθεση του ειδωλολατρικού πλήθους και του Εθνικού
ιερατείου, επηρέασε και τη στάση μερικών κατά τόπους κυβερνητών, οι οποίοι
θέλησαν να εφαρμόσουν τους νόμους που αφορούσαν τις εταιρείες. Σημειωτέον, πως
στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν απαγορεύονταν η συμμετοχή κάποιου σε ξένη ή νέα
λατρεία• αλλά κάθε νέα θρησκεία μπορούσε να γίνει δεκτή στο Ρωμαϊκό κράτος,
εφόσον δεν ήταν αποκλειστική, εφόσον δηλαδή δεν απαγόρευε στους πιστούς της την
συμμόρφωση στην επίσημη κρατική λατρεία της θεάς Ρώμης, του εκάστοτε θεού
αυτοκράτορα και των αρχαίων θεοτήτων, έτσι ώστε να γίνει ένα είδους «μίξη» με
την παλιά που θα δικαιολογούσε την αποδοχή αυτής. Έτσι εξηγείται και η επιμονή
των διωκτών των Χριστιανών που απαιτούσαν από αυτούς να κάνουν θυσία σε κάποιο
είδωλο. Ο Χριστιανισμός, αρνούμενος την συμμόρφωση αυτή, ήταν παράνομη
θρησκεία, religio
illicita,
γι’ αυτό και οι έπαρχοι προέβαιναν σε πράξεις βίας κατά των Χριστιανών, κάθε
φορά που θεωρούσαν πως αυτό ήταν αναγκαίο, όπως στην Βιθυνία, την Αντιόχεια,
την Αθήνα, την Σμύρνη, την Ρώμη, την Λυών, την Βιέννη και αλλού, κατά την
διάρκεια ολοκλήρου του 2ου αιώνος.
Για ένα σχεδόν αιώνα οι
ενέργειές τους εμπνέονταν από το λαϊκό αντιθρησκευτικό αίσθημα και ρυθμίζονταν
από το διάταγμα του αυτοκράτορα Τραϊανού. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε όταν ο
έπαρχος της Βιθυνίας Πλίνιος ο νεότερος τον ρώτησε με επιστολή του, αν άξιζε να
τιμωρούνται οι Χριστιανοί λόγω της ιδιότητάς τους μόνον, δηλαδή λόγω του
ονόματος «Χριστιανός», χωρίς να έχουν κάνει κάτι το μεμπτό ή ήταν σωστό να
τιμωρούνται για συγκεκριμένα κρίματα τα οποία είχαν σχέση με το όνομα•
διηγούνταν συγχρόνως στην επιστολή αυτή και τις ενέργειες που είχε κάνει,
δηλαδή την παρακολούθηση, σύλληψη και ανάκριση πλήθους Χριστιανών. Η επιστολή
του Πλίνιου δείχνει, πως είχε συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που διέτρεχε η ειδωλολατρία
από τον Χριστιανισμό, αφού έβλεπε πως οι ναοί των Εθνικών είχαν εγκαταλειφτεί
και τα ειδωλόθυτα περιφρονούνταν. Ο Τραϊανός απάντησε ότι σε παρόμοια ζητήματα
δεν μπορεί να καθορισθεί γενικός κανόνας ο οποίος να καλύπτει όλες τις
περιπτώσεις, έδωσε δε εντολή να μην αναζητούνται οι Χριστιανοί ούτε να
λαμβάνονται υπόψη ανώνυμες καταγγελίες, αλλά να συλλαμβάνονται όσοι τους
καταγγέλλουν επώνυμα, αυτοί δε που αρνούνται πως είναι Χριστιανοί και το
αποδείκνυαν αυτό κάνοντας θυσία στους θεούς να απαλλάσσονται (Πλίνιος ο νεότερος, Epistola
10,97 έέ). Παρόμοια περίπου, αλλά πιο ήπια,
διέτασσε και η επιστολή του Αδριανού προς τον Μινούκιο Φουνδανό• «εάν κάποιος λοιπόν κατηγορεί και το
αποδεικνύει βάσει των νόμων» Ευσέβιος,
Εκκλησιαστική Ιστορία 4,9. Φαίνεται πως ανάλογο κανονισμό αυστηρότερου
όμως χαρακτήρα εξέδωσε και ο Μάρκος Αυρήλιος, αν και περί αυτού δεν έχουμε
κάποια ρητή μαρτυρία.
Με την χειροτέρευση όμως της
πολιτικής κατάστασης στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χειροτέρευσε και η θέση των Χριστιανών,
γιατί έγινε φανερό πως έβλαπταν την πολιτεία
κατά άλλο ουσιαστικό τρόπο, δηλαδή με την άρνηση να στρατευτούν, η οποία
έδωσε αφορμή να ενταθούν οι υποψίες πως συνωμοτούν στις κρυφές συναθροίσεις
τους. Πιθανόν μερικοί και να άρχισαν να φοβούνται μία Χριστιανική θεοκρατία. Κρίθηκε
λοιπόν αναγκαίο η λήψη γενικών μέτρων κατά του Χριστιανισμού. Πρώτος ο
Σεπτίμιος Σεβήρος απαγόρευσε με ποινή θανάτου τον προσηλυτισμό στον Χριστιανισμό
και τον Ιουδαϊσμό, εκτός αν το προέβλεπε αυτό το μη διασωθέν και υποτιθέμενο
διάταγμα του Μάρκου Αυρήλιου, γεγονός που είναι πολύ πιθανόν.
Τα διατάγματα του Δεκίου και του
Διοκλητιανού επέβαλαν πιο αυστηρά μέτρα. Ο φιλόδοξος και σκεπτικιστής Δέκιος, ανέλαβε
διπλό αγώνα, να συντρίψει τους βαρβάρους και να αναμορφώσει το κράτος στηριζόμενος
στην θρησκεία της παλιάς ένδοξης και αδιάφθορης Ρώμης. Κάτι ανάλογο επιχείρησε,
σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό, ο ευλαβής Διοκλητιανός. Έτσι συνδέθηκε η παλιά Ρώμη
και η παλιά θρησκεία, εντός της οποίας άλλωστε η Ρώμη κατείχε ήδη τη θέση θεάς.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει πλέον ο χαρακτήρας των διωγμών, οι οποίοι δεν
είναι όπως παλιότερα ως αποτελέσματα ξεσπάσματος της μανίας του όχλου ή μέτρα για
συντριβή συνωμοσίας και ανυπακοής, αλλά ενέργειες οι οποίες υπαγορεύονταν από τη
νέα πολιτειακή φιλοσοφία και θεολογία της Ρώμης. Απέβλεπε δηλαδή στην εκμηδένιση
του εσωτερικού εχθρού που θεωρούνταν οι Χριστιανοί και στην εξύψωση του Ρωμαϊκού
Imperium.
Σε παρόμοιες προϋποθέσεις στηρίζονταν
και η πολιτική του Ιουλιανού του ονομασθέντος από τους Χριστιανούς ως Παραβάτη,
αλλά αυτή ήταν μικρής διάρκειας και χωρίς συνέπειες.
Η συνήθεια των παλιών να μιλάνε
ότι οι Χριστιανοί υπέστησαν δέκα διωγμούς, οφείλεται στην επιθυμία τους να σταθούν
στον αριθμό αυτό που θεωρείται ιερός. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αριθμός διωγμών,
αλλά συνεχής κατάσταση διωγμού με εξάρσεις και υφέσεις κατά καιρούς. Έτσι, ενώ επίσημα
απαγορεύονταν στους Χριστιανούς να υπάρχουν και όλοι έπρεπε ή να αρνηθούν την πίστη
τους ή να πεθάνουν, οι φιλικές σχέσεις με τους ειδωλολάτρες καθώς και το ότι η Ρωμαϊκή κοινωνία ήταν ανέκαθεν
ανεξίθρησκη και η ανεκτικότητά της συνοψιζόταν στο αξίωμα «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν», η επιείκεια των αρχόντων,
η ανάγκη των πραγμάτων, και άλλοι παράγοντες, επέτρεπαν την υπό ανοχή διαβίωση.
Άλλωστε
μία από τις επιτυχίες των
χριστιανών ήταν το ότι έπεισαν τους διώκτες τους ότι απολάμβαναν τις διώξεις•
ότι ο θάνατος τους άρεσε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο: πεθαίνοντας για τον
Ιησού Χριστό, εξασφάλιζαν το στέμμα της ουράνιας δόξας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Απολογηταί 1, Ιουστίνος (Πρόλογος), Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο
Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985
2.
Πορφύριος, «Κατά Χριστιανών» (Πρόλογος), Εκδόσεις «Θύραθεν», 2000
3.
Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»
4.
Ιώσηπος, «Άπαντα 1, Ιωσήπου Βίος• Κατ’ Απίωνος», Εκδόσεις «Κάκτος», 1997
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου.
Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Μου αρέσει ιδιαίτερα, γιατί εντάσσει μέσα στο ιστορικό πλαίσιο, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, τους διωγμούς των Χριστιανών. Έτσι, μας είναι πολύ κατανοητά όσα διαβάζουμε στους βίους των μαρτύρων. Για παράδειγμα ότι ήταν οι τοπικοί άρχοντες που ανέκριναν τους μάρτυρες, κάποιοι μάλιστα ελκύονταν από τις χριστιανές κοπέλες και προσπαθούσαν να τις πείσουν να τους παντρευτούν, καθώς και ο εκβιασμός να θυσιάσουν στα είδωλα ή να πεθάνουν.
Δημοσίευση σχολίου