Είναι γεγονός πως στους
τελευταίους δύο αιώνες εμείς οι πιστοί, ξεχάσαμε στην ουσία ποιο είναι και τι
αντιπροσωπεύει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ακολουθήσαμε ένα δρόμο
«μιμήσεως του Χριστού», πιστεύοντας πως έτσι θα πετύχουμε την σωτηρία μας. Και
θεωρήσαμε πως αυτό θα το κατορθώσουμε τηρώντας τις εντολές του Χριστού,
γλιστρώντας σ’ αυτό που ονομάζουμε ηθική δικαίωση...
Το ερώτημα όμως στους Πατέρες
δεν ήταν αν θα βελτιώσουμε τον χαρακτήρα μας τηρώντας τις εντολές της Παλαιάς
και Καινής Διαθήκης. Είναι παντελώς άχρηστος ένας βελτιωμένος χαρακτήρας ο
οποίος υποτάσσεται τελικά στο θάνατο και χάνει την αιώνια ζωή, δηλαδή τη σχέση
του με το Θεό. Το ερώτημα των Πατέρων ήταν πάντα υπαρκτικό ερώτημα, περί της
ύπαρξης του ανθρώπου, αυτό που ονομάζουμε οντολογικό. Πως δηλαδή αυτή η ύπαρξη
θα θεραπευτεί από τη νόσο της, τη νόσο της αυτονομίας της, τη νόσο της σύγχυσης
της, τη νόσο της αποξένωσής της από την ίδια τη ζωή που είναι ο Θεός.
Αυτό οι Πατέρες μάς το διδάσκουν
συνέχεια μέσα από μια εμπειρική πράξη, που είναι η θεία Ευχαριστία. Και μας
λένε ότι ο μόνος τρόπος για να θεραπεύσουμε τη φύση μας που νοσεί είναι, να
ζητήσουμε από τον Πατέρα να μας δεχθεί ως σάρκα του Υιού του. Γιατί ο Πατέρας
δέχτηκε τον Υιό του. Αυτό έγινε με την Ανάληψη όταν ο Υιός όχι μόνο ως Θεός
αλλά και ως Άνθρωπος κάθισε δίπλα του. Πρέπει να ειπωθεί εδώ πως η Ανάληψη είναι
ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα μέσα στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, του
σχεδίου δηλαδή που συνέλαβε ο Πατέρας για την οντολογική σωτηρία του ανθρώπου,
προ αιώνων. Γι’ αυτό και επιμένει η Εκκλησία μας τόσο πολύ στο γεγονός της
Ανάληψης. Γιατί αναλαμβάνεται ο Υιός μ’ αυτό τον τρόπο δηλαδή ενδόξως. Έτσι
φανερώνεται πως ο Πατέρας δέχεται πλέον τον καθένας μας εν δυνάμει κοντά του,
επειδή δέχεται τον Υιό του ως ενανθρωπήσαντα Χριστό (Άνθρωπο).
Βέβαια στο σημείο αυτό,
αυθόρμητα ανεβαίνει στο στόμα του κάθε πιστού το ερώτημα: «Και δεν παίζει ρόλο το αν τηρούμε τις εντολές;»
Κατ’ αρχάς, και αξίζει να
τονιστεί αυτό το «κατ’ αρχάς», ο Πατέρας μάς δέχεται ως μέλη του σώματος του
Υιού του. Δεν μας δέχεται επειδή
κατορθώσαμε κάτι, ούτε επειδή τηρήσαμε τις εντολές του. Άλλωστε δεν πρέπει
να λησμονούμε πως ήδη στην εποχή του Χριστού, οι δέκα εντολές που ως γνωστόν η
πρόθεσή τους ήταν να ανακόψουν ή να περιορίσουν την ανθρώπινη κακία,
χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο ως μέσο δικαιώσεως, με αποτέλεσμα να φθάσουμε
στη φαρισαϊκή εκτροπή, την οποία με τόση αυστηρότητα στηλίτευσε ο Χριστός.
Γιατί χαρακτηριστικό της εκτροπής αυτής είναι, πως οι εντολές αυτές αλλά και εν
γένει όλες εντολές κατανοούνται νομικά, δηλαδή ότι δυο πράγματα μπορούν να
συμβούν σε σχέση με τις εντολές, ή να τηρούνται ή να μη τηρούνται.
Ας μας επιτραπεί όμως να
πούμε στο σημείο αυτό κάτι που φαίνεται σκληρό: ο στόχος της σωτηρίας ενός
Χριστιανού είναι στην πραγματικότητα σχεδόν ανέφικτος, αν αυτονομήσει τις
εντολές και αποδυθεί σε ένα αγώνα συνδιαλλαγής και ανταποδόσεως. Τηρώ τις
εντολές, άρα δικαιούμαι της επιβραβεύσεως. Πάρτε π.χ. την Καινή Διαθήκη στα
χέρια σας και ξεκινήστε να απαριθμείτε σχολαστικά τις εντολές του Χριστού – αν
μπορούμε βέβαια να μιλάμε για «εντολές του Χριστού». Όλες αυτές οι «εντολές»
κινούνται στα όρια του ανέφικτου. Άλλωστε μια από τις πιο σημαντικές προσθήκες
της Καινής Διαθήκης στην παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης είναι η πνευματική και
όχι η νομική θεώρηση των εντολών. Ο Χριστός, με την επί του όρους ομιλία (Κατά
Ματθαίον 5 – 7), κάνει σαφές πως δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι τηρεί
πλήρως μια εντολή και ότι η αρετή δεν έχει όρια αλλά το μόνο όριο της αρετής
είναι «ότι δεν έχει όριο», όπως λέει
ο Γρηγόριος Νύσσης. Άρα δεν μπορεί να τις πραγματοποιήσει άνθρωπος, παρά μόνο
αν ξεπεράσει το όριο της φύσης του και φτάσει να είναι κεχαριτωμένος, να είναι
θεωμένος, αλλά αυτό είναι κατάσταση αγιότητας.
Γι’ αυτό και προβάλλει η
Εκκλησία μας τη ζωή των Αγίων ως κατόρθωμα υπερβάσεως των ανθρωπίνων δυνατοτήτων
και μας καλεί να ακολουθήσουμε την οδό των Αγίων. Όμως υπάρχουν αυτές οι
εντολές για να δίνουν το μέτρο και να προσανατολίζουν την άσκησή μας. Οι
εντολές μάς δείχνουν την κατεύθυνση σαν τους οδοδείκτες, αποτελούν το μέτρο της
πορείας μας. Κι έτσι κάθε βήμα που κάνουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, μικρό ή
μεγάλο, μας οδηγεί στην προετοιμασία να δεχτούμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνο
με τη χάρη επιτυγχάνεται το τέλος της πορείας και η δικαίωση.
Η προσπάθεια τηρήσεως των
εντολών του Θεού δεν οδηγεί σε αυτόνομη δικαίωση, αλλά αποτελεί βήμα μιας
πορείας και «τεκμήριο» του ότι βρισκόμαστε σε πορεία και δεν έχουμε παραιτηθεί
από την αναζήτηση της χάρης του Θεού. Η σωτηρία δηλαδή είναι χάρη, δωρεά του
Θεού προς εμάς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι
αν εμείς θα δεχτούμε αυτή τη δωρεά. Η προσπάθεια, ο αγώνας για τη τήρηση
των εντολών μάς κρατάει σε διαρκή εγρήγορση για να αποδεχτούμε την παρουσία του
Κυρίου. Χωρίς αυτή την προσπάθεια βουλιάζουμε στις δυνάμεις της φθοράς και του
θανάτου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Δημήτρης Μαυρόπουλος «Διερχόμενοι διά του Ναού», Εκδόσεις «Δόμος»
2.
π. Φιλόθεος Φάρος «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία», Εκδόσεις «Αρμός»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου