Του Ιωάννη Ζαχαράκη
Η βιβλική διήγηση περί δημιουργίας, όπως αυτή εκτυλίσσεται στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γένεσης, δείχνει ότι όλα τα κτιστά δημιουργήματα, ο κόσμος και ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης και αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο άκτιστος και υπερβατικός Θεός, χωρίς να υπάρχει καμιά έλλειψη ή εσωτερική αναγκαιότητα, κινούμενος από ελευθερία και αγάπη, δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο, με σκοπό τη συμμετοχή των κτιστών δημιουργημάτων του και ιδιαίτερα τού ανθρώπου στη δόξα του Τριαδικού Θεού. «Ο Θεός δημιουργεί από άπειρη ευσπλαχνία και αγαθότητα, και σ’ αυτό καταδεικνύεται η ευδοκία και η ελευθερία του» Φλωρόφσκυ Γ., Δημιουργία και Απολύτρωση...
Ενώ, όμως, ο δημιουργός Θεός ως άκτιστος και υπερβατικός βρίσκεται σε απόλυτη οντολογική ετερότητα από τα κτιστά δημιουργήματα, ο κόσμος και ο άνθρωπος εξαρτώνται απόλυτα από τον Θεό. Ο Θεός, σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης, μόνο με το λόγο του, δημιουργεί σε έξι ημέρες τον κόσμο και τελευταία τον άνθρωπο. Η εξελικτική πορεία, η οποία ακολουθείται κατά τη δημιουργία, δηλαδή από τα απλούστερα στα τελειότερα, αποκαλύπτει έναν κόσμο, ο οποίος δημιουργήθηκε με σοφία, σχέδιο και σκοπιμότητα. Ο βιβλικός συγγραφέας για να περιγράψει αυτό το γεγονός, χρησιμοποιεί το σχήμα της εξαήμερης παραγωγής του κόσμου, επιχειρώντας να φωτίσει όχι την ιστορική διάσταση της κτιστής δημιουργίας, αλλά κυρίως τη μεταξύ τους σχέση και αμοιβαιότητα, την οποία εμπερικλείει το τρίπτυχο: Θεός – κόσμος, Θεός – άνθρωπος και άνθρωπος – κόσμος.
Τη ριζική αυτή διαφοροποίηση της βιβλικής διήγησης από τις κοσμογονίες και τις κοσμολογίες των άλλων γειτονικών λαών της ευρύτερης περιοχής θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε στη συνέχεια της εργασίας μας. Μερικά από τα κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία ανακύπτουν και τα οποία θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, είναι: Με ποιον τρόπο ο Θεός της Βίβλου δημιουργεί τον κόσμο; Πότε ολοκληρώνεται το δημιουργικό έργο του Θεού και σε τι αποβλέπει; Ποια η αξία και η σημασία τού ανθρώπου μέσα στην υπόλοιπη κτιστή δημιουργία;
Ο Θεός της Βίβλου αρχικά παρουσιάζεται στη βιβλική διήγηση να κατασκευάζει τον κόσμο με μόνο το λόγο του σε έξι ημέρες και η κάθε ημέρα φαίνεται να περιλαμβάνει τρεις φάσεις. Η κάθε ημέρα της δημιουργίας προϋποθέτει τη διαβούλευση, τη προσταγή, τη βούληση του Θεού, η οποία εκφράζεται με τον άκρα παραστατικό τρόπο: «και είπεν ο Θεός». Τα κτιστά όντα παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά και μόνο ενεργήματα της ελεύθερης βούλησης και αγάπης του Θεού και όχι κάποιου άλλου θεού ή το αποτέλεσμα της αναγκαστικής απορροής ή της σύγκρουσης μεταξύ των θεών. Στη συνέχεια ακολουθεί η πραγματοποίηση της εντολής του Θεού, δηλαδή η εμφάνιση του δημιουργήματος ή των δημιουργημάτων τής κάθε ημέρας, τα οποία ασφαλώς ανταποκρίνονται στη βούληση και στην αγάπη του και τα οποία είναι «η πραγμάτωση της βουλής και του σχεδίου αυτού της δημιουργίας» Πατρώνος Γ., Θεολογία και Ορθόδοξο Βίωμα, σελ. 68. Η ολοκλήρωση, ωστόσο, της κάθε δημιουργικής ημέρας συνοδεύεται από τη θεϊκή αξιολόγηση με την επαναλαμβανόμενη φράση: «και είδεν ο Θεός, ότι καλόν» Γένεση 1:8. Επιπλέον, το κάθε έμψυχο ή άψυχο δημιούργημα του Θεού δείχνει να έχει ένα σκοπό και μια αποστολή να επιτελέσει μέσα στην υλική δημιουργία. Ο βιβλικός συντάκτης αναφέρεται για παράδειγμα στο μεγάλο αστέρα, δηλαδή στον ήλιο, ο οποίος χρειάζεται, για να φωτίζει την ημέρα, και στο μικρό αστέρα, δηλαδή στη σελήνη, η οποία καλείται, για να φωτίζει τη νύκτα, Γένεση 1:14 – 16. Κατά τον ίδιο τρόπο ο προφήτης Δαυίδ, περιγράφοντας αυτή την αρμονία και τη σκοπιμότητα, η οποία διακατέχει το σύμπαν, λέγει χαρακτηριστικά: «ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανά μέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα· ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών· επ’ αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη» Ψαλμός 103:10 – 13. Έτσι, σε αντίθεση με τις κοσμογονίες των λαών της ευρύτερης περιοχής, όπως των Ινδών, των Σουμερίων, των Βαβυλωνίων και των Ελλήνων, οι οποίες είχαν θεοποιήσει τα φυσικά σώματα και φαινόμενα, η βιβλική διήγηση θεωρεί ότι όλα είναι κτιστά δημιουργήματα του άκτιστου και υπερβατικού Θεού. Η λατρεία, για παράδειγμα, του ήλιου ως αστρικής θεότητας από τους Σουμέριους και τους Βαβυλωνίους εκπίπτει στη βιβλική διήγηση από την οντολογία του θείου στην κατηγορία του κτιστού.
Το δημιουργικό έργο του Θεού ολοκληρώνεται την έκτη ημέρα και ακολουθεί η έβδομη ημέρα, η οποία είναι εκτός από ημέρα ανάπαυσης του Θεού και ημέρα ευλογίας και αγιασμού του κόσμου και τού ανθρώπου: «και συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πας ο κόσμος αυτών· και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού, ά εποίησε, και κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ών εποίησε· και ευλόγησεν ο Θεός την ημέρα την εβδόμη και ηγίασεν αυτήν· ότι εν αυτή κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι» Γένεση 2:1 – 3.
Η πατερική Παράδοση της Εκκλησίας διαβλέπει, μάλιστα, ότι η έβδομη ημέρα είναι η γενέθλια ημέρα τού ανθρώπου μέσα στη δημιουργία του Θεού. Ο άνθρωπος λαμβάνει το σκήπτρο, δηλαδή την εντολή από τον Θεό, για να συμπληρώσει και συγχρόνως να ολοκληρώσει το δημιουργικό έργο του Θεού. Το δημιουργικό έργο του ανθρώπου όμως οφείλει να έχει ως πρότυπο το δημιουργικό έργο του Θεού και να μην διακατέχεται από την αυθάδεια και την αυθαιρεσία τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι της κτίσης. Το παράδειγμα, άλλωστε, του Θεανθρώπου, το οποίο ο ίδιος υιοθέτησε κατά τον επίγειο βίο του, αποτελεί το ασφαλέστερο κριτήριο για την πορεία του ανθρώπου. Ο Ιησούς Χριστός, όπως και ο Θεός Πατέρας αλλά και το Άγιο Πνεύμα δεν «αναπαύονται» κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας με την έννοια της απάθειας και της αδιαφορίας σε σχέση με τον άνθρωπο και την κτίση. Αντίθετα, ο Ιησούς Χριστός πραγματοποιεί θαύματα σε άρρωστους και δυστυχισμένους ανθρώπους, ανασταίνει τον αγαπημένο φίλο του Λάζαρο, την κόρη του Ιαείρου, το νέο της Ναΐν και θεραπεύει τις πληγές των ανθρώπων και της κτίσης με ποικίλα «σημεία» και «τέρατα». Πρόκειται στην ουσία για σημεία μιας άλλης βιοτής και ενός άλλου μεταμορφωμένου κόσμου, τον οποίο ο ίδιος προαναγγέλλει ότι θα υπάρξει καθολικά και οριστικά στα έσχατα και τον οποίο συγχρόνως αποκαλύπτει σε περιορισμένη κλίμακα ήδη από τώρα. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να μιμηθεί την «ανάπαυση» του Τριαδικού Θεού και να μην επιδεικνύει απάθεια και απραξία έναντι των οξύτατων προβλημάτων, τα οποία ο ίδιος προξενεί στο φυσικό περιβάλλον, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο αναστέλλει τη μεταμορφωτική και τελειωτική πορεία της κτίσης. «Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι στην πατερική Παράδοση ακόμα και η ζωή στον Παράδεισο δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση απαθούς νιρβάνας και μακαριότητας, αλλά μια πορεία από δόξα σε δόξα ακτίστου φωτός. Αυτό είναι το ατελές τέλος της σωτηρίας (= ολοκλήρωσης) της θέωσης και της ευτυχίας» Δεσπότης Σ.Σ., Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ερμηνευτική προσέγγιση στο βιβλίο της Προφητείας, τόμος Α΄, σελ. 97 – 98.
Η ίδια η διήγηση περί δημιουργίας, άλλωστε, μας επιτρέπει να διακρίνουμε την τάξη, την αρμονία, τη σκοπιμότητα αλλά και το θαύμα, το οποίο διέπει την κτίση ως δημιουργία του Τριαδικού Θεού. Το θαύμα σχετίζεται με τη δομή ολόκληρης της κτίσης, καθώς «τη συνέχει και την κρατάει σε αρμονία ο δημιουργικός λόγος του Θεού με τη φυσική νομοτέλεια» Ματσούκας Α.Ν., Επιστήμη φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σελ. 68 – 69. Ο θαυμαστός αυτός τρόπος δόμησης της δημιουργίας εκδηλώνεται σε κάθε διάστασή της τόσο σε σχέση με την πλάση και το σκοπό τού ανθρώπου. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα δημιουργήματα της κάθε ημέρας προϋποθέτουν τα δημιουργήματα της προηγούμενης ημέρας, για να μπορέσουν να υπάρξουν. Ωστόσο, ενώ ο άνθρωπος προϋποθέτει όλα τα δημιουργήματα της εξαημέρου γένεσης των όντων, προκειμένου να υπάρξει, κανένα από αυτά δεν προϋποθέτει τον άνθρωπο για να μπορέσει να υπάρξει. Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ούτε ότι ο κόσμος μπορεί να υπάρξει χωρίς την παρουσία τού ανθρώπου ούτε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε, για να υπηρετεί χωρίς νόημα και σκοπό τον άνθρωπο, όπως αρκετοί κατά καιρούς αυθαίρετα και επιπόλαια υποστηρίζουν. Η διαβεβαίωση, εξάλλου, του ίδιου του Θεού ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργήθηκαν «καλά λίαν» Γένεση 1:31, δεν μας επιτρέπει αφενός να αμφισβητούμε την αξία και την ποιότητα του έργου του, αφετέρου δε το νόημα, το σκοπό και τον προορισμό της κτιστής δημιουργίας. Αντίθετα, καλούμαστε ν’ αναζητήσουμε το βαθύτερο σύνδεσμο και τη σχέση, η οποία υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο.
Σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό με χώμα από τη γη (χοϊκός) και στη συνέχεια εμφύσησε σ’ αυτόν ο Θεός «πνοή ζωής», για να καταστεί έτσι υλικό – πνευματική ύπαρξη. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βασιζόμενος στη βιβλική αυτή διήγηση περί δημιουργίας τού ανθρώπου επισημαίνει αφενός μεν τη θέση τού ανθρώπου ως βασιλιά επί της γης, αφετέρου δε το διαμεσολαβητικό του ρόλο μεταξύ της αισθητής και της νοητής κτίσης. Παρόμοια, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι ο άνθρωπος έχει διπλή καταβολή, θεία και γήινη, η οποία του επιτρέπει να συγγενεύει και να έχει οικειότητα τόσο με τον Θεό όσο και με τη γη. Το δομικό υλικό, κατά συνέπεια, τόσο τού ανθρώπου όσο και τού κόσμου είναι η ύλη, στοιχείο το οποίο μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως μέρους ενός ευρύτερου όλου, που είναι η κτιστή δημιουργία. Ο άνθρωπος, λοιπόν, εκτός από την κατά τεκμήριο τελειότητα, την οποία φέρει ως «κατ’ εικόνα» Θεού δημιουργία, εμπεριέχει και στενή σχέση με τον υλικό κόσμο, αφού και οι δύο έχουν ως δομικό στοιχείο την ύλη.
Ο υλικός κόσμος, επιπλέον, προηγείται χρονικά της δημιουργίας τού ανθρώπου και ο άνθρωπος φαίνεται να έχει βαθύτερες ζωτικές σχέσεις με την υπόλοιπη κτιστή δημιουργία. Η πατερική Παράδοση κάνει λόγο για πολλαπλές εξαρτήσεις τού ανθρώπου από την κτίση, όπως διατροφικές, θεραπευτικές, αισθητικές, ψυχαγωγικές, διδακτικές, παιδαγωγικές, τροφοληπτικές, τεχνολογικές, πολιτιστικές κ.ά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση, είναι η στενή σχέση και ο σύνδεσμος μεταξύ ανθρώπου και ζώων, οι οποίοι έχουν μάλιστα ως κοινό κατοικητήριο τη γη. Οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν σχέσεις εξάρτησης από τη φύση, αφού η τροφή και των δύο προέρχεται από αυτή· «και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτο σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό έστιν επάνω πάσης της γης, και παν ξύλον, ό έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν· και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετώ έρποντι επί της γης, ό έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτο χλωρόν εις βρώσιν· και εγένετο ούτως» Γένεση 1:29 – 30. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι στην αρχική κατάσταση ούτε ο άνθρωπος βρίσκονταν σε διάσταση και εχθρότητα με τα ζώα ούτε τα ζώα επιβουλεύονταν τον άνθρωπο, τα οποία, όπως και ο άνθρωπος, ήταν χορτοφάγα.
Η κρεοφαγία πριν από την πτώση τού ανθρώπου, δηλαδή στην πρωτοκοινωνία, όπως επισημαίνει ο Σταύρος Καλαντζάκης, δεν ήταν επιτρεπτή και γι’ αυτό δεν γίνεται λόγος ούτε εμμέσως πριν από τον κατακλυσμό. Αργότερα, δηλαδή μετά τον κατακλυσμό, όπως μας πληροφορεί ο βιβλικός συντάκτης, ο άνθρωπος επιτρεπόταν να τρώει κρέας ζώου, αλλά χωρίς το αίμα του. Η παραχώρηση αυτή σήμαινε, για κάποιους νεώτερους ερμηνευτές, την πιστοποίηση της διατάραξης των σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπου, η οποία οδήγησε, άλλωστε, και στη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και κτίσης, όπως φαίνεται και από το γεγονός του μεγάλου καταστροφικού κατακλυσμού. Ωστόσο, αν και μετά τον κατακλυσμό δόθηκε η δυνατότητα στο Νώε και στους απογόνους του να τρώνε κρέας χωρίς το αίμα του, η ιδεώδης αρχή, η οποία προβάλλεται από τον ιερό συγγραφέα είναι ότι ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται το δώρο της ζωής. Η βρώση του κρέατος δεν είναι τελικά προπτωτικό χαρακτηριστικό τού ανθρώπου, αλλά γνώρισμα της μεταπτωτικής κοινωνίας του, το οποίο όμως κατέστη αναγκαίο για την επιβίωσή του. Σύμφωνα δε με τις βιβλικές μαρτυρίες, ο Ιησούς Χριστός συμμετείχε στην καθιερωμένη ετήσια ιουδαϊκή εορτή του πάσχα, η οποία περιλάμβανε την πασχάλιο θυσία και την εβδομάδα των αζύμων.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, στην πρωταρχική κατάστασή του, δηλαδή στον Παράδεισο, ήταν «ομοτράπεζος των ζώων» και μοιράζονταν την ίδια τροφή, δηλαδή τα χόρτα και τα φυτά με το ζωικό βασίλειο· «ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων (…)» Ψαλμός 103:14. Αυτό σημαίνει ότι ο συνυπολογισμός και η συνεκτίμηση εκ μέρους τού ανθρώπου των αναγκών των ζώων σε τροφή από το φυσικό περιβάλλον αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αρμονική και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ ανθρώπου και ζώων. Αντίθετα, η υπερκάρπωση των φυτών και η κατάχρηση των καρπών από τη μεριά τού ανθρώπου δεν είναι σύμφωνη με το αρχικό σχέδιο του Τριαδικού Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός, ο οποίος είναι υπόλογος για τη ρύπανση, για τη μόλυνση και σε αρκετές περιπτώσεις για την καταστροφή μεγάλων τμημάτων της χλωρίδας, της πανίδας, των υπόγειων και επίγειων νερών, του αέρα, οφείλει να επανεξετάσει τη στάση του απέναντί τους. Το φυσικό περιβάλλον, όπως μας διαβεβαιώνει η βιβλική διήγηση, δεν ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στον άνθρωπο, αλλά αντίθετα ο άνθρωπος το μοιράζεται από κοινού με ολόκληρο τον οργανικό και τον ανόργανο κόσμο.
Ο άνθρωπος, ωστόσο, προικίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δημιουργικότητας, του λόγου, της ελευθερίας και τη μεγάλη δωρεά – ευλογία – να εξουσιάζει στο διηνεκές ολόκληρη τη κτιστή δημιουργία. Η εντολή, όμως, την οποία λαμβάνει ο άνθρωπος είναι να διοικήσει τον κόσμο, «όχι με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά με τον ίδιο τρόπο – και για λογαριασμό – του Θεού» Αγοράς Κ., Περί Κόσμου, Ανθρώπου και Ιστορίας σελ. 90. Με παρόμοιο τρόπο, εξάλλου, έλαβαν νωρίτερα την ευλογία για αύξηση και πλήρωση της γης και τα δημιουργήματα του άλογου ζωικού κόσμου, χωρίς όμως να τους ανατίθεται κάποια μορφής εξουσίας ή κυριαρχίας επί της γης. Η εντολή του Θεού για συνετή διακυβέρνηση είναι μάλλον δεσμευτική, αφού στην ίδια διήγηση αμέσως μετά ο άνθρωπος καλείται να επιδείξει σεβασμό έναντι της ζωής των υπόλοιπων δημιουργημάτων, τα οποία τέθηκαν υπό την προσωπική μέριμνα και εξουσία του. Πρόκειται, άλλωστε, για μια εξουσία, η οποία είναι στην ουσία ένα είδος – κενωτικής – διακονίας, κατά το πρότυπο τού Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος καλείται έμπρακτα να εκδηλώσει αισθήματα συμπάθειας, αγάπης, και αυτοθυσίας για την κτίση.
Η τιμή και η ευθύνη, η οποία επιφυλάχθηκε στον άνθρωπο, εκδηλώνεται ξέχωρα με το έργο της ονοματοδοσίας των ζώων, η οποία αποκαλύπτει έμπρακτα την αγάπη, τη φροντίδα, τη δύναμη, τη δυνατότητα ολοκλήρωσης της βιοποικιλίας των ειδών, αλλά και τη βαθύτερη γνώση με την οποία προικίζεται ο άνθρωπος από τον Θεό έναντι της υπόλοιπης κτιστής δημιουργίας. Η πράξη της ονοματοδοσίας από τον άνθρωπο προς τα ζώα υποδηλώνει έμμεσα την υποταγή των ζώων προς τον άνθρωπο, αφού για να ονομάσεις κάποιον σημαίνει ότι γνωρίζεις τη βαθύτερη ουσία του. Ο άνθρωπος δίδει ονόματα στα ζώα, κατά τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο και ο Θεός δίδει ονόματα στα δημιουργήματα των πρώτων ημερών. Ο ήλιος για παράδειγμα ονομάζεται από τον Θεό μεγάλος αστέρας «τον φωστήρα τον μέγαν», ενώ η σελήνη αποκαλείται μικρή «τον φωστήρα τον ελάσσω» Γένεση 1:16. Στην ουσία πρόκειται για «μίμηση» του δημιουργικού έργου του Θεού, αλλά συγχρόνως και για τη συμπλήρωση καθώς και για ολοκλήρωση με τη σφραγίδα της δικής του συμμετοχής και προσωπικότητας της κτιστής δημιουργίας, η οποία μόλις προήλθε «καλά λίαν» από το δημιουργικού λόγο του Θεού. «Ο άνθρωπος δίνοντας ονόματα στα έμβια όντα ανυψώνεται πάνω από τα άλλα δημιουργήματα και στέκεται ως κυρίαρχος όλης της κτίσεως» Κεσελόπουλος Αν., Άνθρωπος και Φυσικό Περιβάλλον, σελ. 87.
Ο άνθρωπος παρουσιάζεται από το βιβλικό συγγραφέα να εγκαθίσταται σε έναν ωραίο κήπο, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου γίνεται το φυσικό ενδιαίτημά του. Η επιλογή αυτού του τόπου από τον ιερό συντάκτη της εξαημέρου γένεσης των όντων υποδηλώνει σαφώς την πρόθεση του Θεού να τοποθετήσει τον άνθρωπο σ’ ένα μέρος, όπου θα μπορεί να έχει αφενός μεν ειρηνική και ευχάριστη διαμονή, αφετέρου δε τη δυνατότητα αρμονικής συγκατοίκησης με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Η τοποθέτηση τού ανθρώπου στον Παράδεισο συνοδεύεται όμως και από τη ρητή εντολή του Θεού, ώστε «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» Γένεση 2:15. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός δείχνει ότι η αρμονική συνύπαρξη και σχέση με την υλική δημιουργία είναι κατορθωτή, μόνο όταν ο άνθρωπος σέβεται τα όριά του και δεν τα παραβιάζει· «όριον έθου, ό ού παρελεύσονται (…)» Γένεση 2:16. Ο άνθρωπος, λοιπόν, προσκαλείται από τον Θεό να προσφέρει την εργασία του στον Παράδεισο, μιμούμενος το παράδειγμα του Τριαδικού Θεού, ο οποίος εμφανίζεται στη βιβλική διήγηση με τρόπο συμβολικό και ανθρωπομορφικό να εργάζεται και αυτός για τη δημιουργία της κτίσης. Η εργασία, όμως, τού ανθρώπου για να έχει νόημα και να εκπληρώνει τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας του, που είναι η κοινωνία όλης της κτιστής δημιουργίας με τον Τριαδικό Θεό, οφείλει να είναι Θεοκεντρική και όχι εγωκεντρική. Κατά τον ίδιο τρόπο και η διαφύλαξη Παραδείσου συνδέεται αναπόσπαστα με την ευθύνη, την οποία ο άνθρωπος αναλαμβάνει έναντι του Τριαδικού Θεού, προς τον «καλά λίαν» δημιουργημένο κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Anderson W.B., Creation in the O.T.
2. Φλωρόφσκυ Γ., Δημιουργία και Απολύτρωση
3. Μπρατσιώτης Π.Ν., Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, Ο άνθρωπος ως θείον δημιούργημα
4. Καλαντζάκης Ε. Στ., «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός»
5. Πατρώνος Γ., Θεολογία και Ορθόδοξο Βίωμα
6. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου
7. Ζάρρας Θ.Κ., Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης
8. Δεσπότης Σ., Η Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία
9. Δεσπότης Σ., Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ερμηνευτική προσέγγιση στο βιβλίο της Προφητείας, τόμος Α΄
10. Ματσούκας Α.Ν., Επιστήμη φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου
11. Βάντσος Χρ., Η μέριμνα της Εκκλησίας για την προστασία του περιβάλλοντος
12. Ι. Ζηζιούλας, Αποκάλυψη και Φυσικό Περιβάλλον
13. Ι. Δαμασκηνός, Δογματικά Α΄, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί Ανθρώπου
14. Ι. Δαμασκηνός, Δογματικά Α΄, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί γης και των εξ αυτής
15. Κωνσταντίνου Δ.Μ., Ρήμα Κυρίου κραταιόν, Αφηγηματικά Κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη
16. Δόικος Αθ. Δαμ., Τάδε λέγει Κύριος, Λειτουργικά αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη
17. Οικονόμου Η., «Θεολογική Οικολογία, Θεωρία και Πράξη»
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Το παρόν άρθρο είναι από τη διπλωματική εργασία του κ. Ιωάννη Ζαχαράκη, που φέρει τον τίτλο «Το Ήθος τής Ευχαριστίας και ο Σύγχρονος Άνθρωπος. Θεολογικές Προσεγγίσεις στη Σχέση Ανθρώπου και Φυσικού Περιβάλλοντος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου