Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι το λάθος του ανθρώπου – από τον αρχέγονο άνθρωπο μέχρι σήμερα – είναι αυτή η διαμάχη ανάμεσα στη φύση του και στο αυτεξούσιό του, ανάμεσα στη θέληση της φύσεως και στο θέλημα του προσώπου. Καθημερινά – και όταν λέμε ότι κληρονομήσαμε το προπατορικό αμάρτημα, αυτό εννοούμε – παλεύουμε με αυτή την τάση της φύσεως που σπεύδει, αυτή την τάση της φύσεως που θέλει αυτό που θέλει το κτιστόν, αυτή την τάση της φύσεως που μας κρατάει υποχείριους ενός ατομικού εγώ. Και εκεί γίνεται όλη η μάχη του ανθρώπινου πολιτισμού...
Η ανταρσία λοιπόν που επιχειρεί ο άνθρωπος είναι ανταρσία της φύσεως εναντίον του προσώπου. Νικάει η φύση, δεν νικάει το πρόσωπο [1]. Και αυτό είναι ένα λάθος του ανθρώπου. Αυτό είναι η αμαρτία του. Η λέξη αμαρτία (και στην εβραϊκή παράδοση αλλά και στην ελληνική γλώσσα) δεν σημαίνει παράβαση εντολής, αλλά σημαίνει λάθος. Πήγε σε λάθος στόχο. Η συνέπεια ήταν ο θάνατος.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να ρωτήσει κανείς, με ποια λογική κληρονομείται το προπατορικό αμάρτημα στις επόμενες γενιές. Τι γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση με το αυτεξούσιο; Λέμε ότι καθένας μας είναι μια χωριστή προσωπικότητα και επομένως μπορεί να διαλέξει εκείνο ή το άλλο. Πως μας επιβάλλεται η κληρονομιά ενός αμαρτήματος που άλλοι διέπραξαν;
Εάν το ερώτημα αναφέρεται σε ποσοστά, είναι δύσκολη η απάντηση. Εάν όμως μέσα στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων ένας κατόρθωσε διά του αυτεξούσιου του να ξεπεράσει αυτή τη δουλοσύνη στη φύση, νομίζω ότι υπάρχει απάντηση – αν αρκεί και ένας. Γιατί στην ιστορία αυτό προέχει: να βρούμε αυτόν τον ένα που ξεπερνάει τη δύναμη της κτιστής φύσης. Κάνοντας ο άνθρωπος την ανταρσία και υποτασσόμενος στο θέλημα της φύσεως, αρχίζει να πληθύνεται κατά το φυσικό θέλημα και όχι κατά το θέλημα του προσώπου.
Όμως μέσα στον άνθρωπο είναι εγκαταβιωμένη αυτή η «όρεξις κοινωνίας» με τον Θεό. Είναι μέσα στη φύση του εγκατεσπαρμένη. Αν αρκεί η επίτευξη αυτής της κοινωνίας με τον Θεό από έναν άνθρωπο, τότε αυτή είναι η απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε. Αν δεν αρκεί, δεν υπάρχει κάποια άλλη απάντηση. Λοιπόν, αυτός ο ένας άνθρωπος κατ’ αρχάς είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο οποίος γεννάται, είναι αληθινός άνθρωπος, πραγματικός άνθρωπος, έχει όλα τα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης. Αλλά γεννάται χωρίς το προπατορικό αμάρτημα. Τι εννοούμε «χωρίς»; Όχι ότι δεν παίρνει μια δήθεν μαγική κληρονομιά απάνω του (διότι έτσι κι αλλιώς δεν είναι αυτή η έννοια της κληρονομιάς του προπατορικού αμαρτήματος), αλλά ότι γεννάται με θέλημα προσώπου και όχι με θέλημα φύσεως.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν τη θεότητα του Χριστού, παρ’ όλο που δεν μπορούμε βέβαια να διαχωρίσουμε την ανθρώπινη από την θεία φύση του και παρ’ όλο που το προσωπικό του θέλημα έχει ασφαλώς σχέση με την παρουσία της θεότητας. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό προς στιγμήν και ας δούμε τον Ιησού ως άνθρωπο που δεν διαφέρει ως προς την ανθρώπινη φύση του από τους άλλους ανθρώπους. Είναι (αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη λέξη) ένας «διορθωμένος», ένας θεραπευμένος άνθρωπος, που έχει θέλημα προσωπικό, θέλημα προσώπου. Το θέλημα του δεν έχει να κάνει με το θέλημα της φύσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας επιμένουν ότι αυτό ισχύει και για άλλα πρόσωπα, όπως λ.χ. για την Παναγία. (Μάλιστα η Δυτική Εκκλησία, παρεξηγώντας αυτή την επιμονή της Εκκλησίας για την Παναγία, φτάνει σε μια ακρότητα. Επειδή είναι εγκλωβισμένη στην τεχνητή έννοια της κληρονομικότητας, για να μπορέσει να διαφυλάξει το αυτεξούσιον της Παναγίας φτάνει στην ακρότητα της αμολύντου συλλήψεως.) Αλλά πρέπει να ξεφύγουμε από τη δικανική έννοια της κληρονομικότητας και να την δούμε ως κληρονομιά μιας φυσικής πραγματικότητας. Όταν λέμε ότι κληρονομούμε το προπατορικό αμάρτημα είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι κληρονομούμε την ανθρώπινη φύση. Ένας άντρας και μια γυναίκα με γεννούν κατά τη φύση τους. Και αυτό είναι η κληρονομιά μου.
[1] Πρόσωπο: Φιλοσοφικός όρος, ο οποίος δηλώνει ένα όν δηλαδή μια ύπαρξη, το οποίο υπάρχει, έχει αυτοσυνειδησία του εαυτού του και αυτοπροσδιορίζεται ελεύθερα.
Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Μαυρόπουλου «Διερχόμενοι διά του Ναού», Εκδόσεις Δόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου