Του Άρη Μαζαράκη
– Τελευταίως
κουράζεις, μου είπε ο Σπύρος με ύφος βαρύ.
– Δεν αντελήφθην.
– Το αναγνωστικό κοινό. Το κουράζεις καθ’
όσον το ’ριξες στις μακροσκελείς αναλύσεις και κατάντησες μονότονος. Άσε που
κυκλοφορεί στην πιάτσα ότι έχασες το χιούμορ σου. Έπειτα το χρονογράφημα πρέπει
να είναι κάτι ελαφρύ και εύπεπτο, κάτι σαν “μους σοκολάτα”. Γιατί δεν παίρνεις
να διαβάσεις κανένα από εκείνα τα περιοδικά με τις μυστήριες συνταγές μπας και
κατεβάσεις καμιά ιδέα;...
Έφυγα από το
γραφείο του μουρμουρίζοντας κάτι απ’ αυτά που δεν γράφονται. Τα λόγια του με
είχαν πληγώσει αλλά βαθιά μέσα μου ήξερα ότι ο Σπύρος είχε δίκιο. Κάτι οι
πολιτικές εξελίξεις, η σύνταξή μου που έχει κατακρεουργηθεί, θες το μαύρο χάλι
της πόλης, είχαν επιδράσει στο στυλ μου και απειλούσαν να με μετατρέψουν σε ένα
στυγνό και καθ’ έξιν τιμητή των πολιτικών και κοινωνικών δρώμενων. Είχα “στεγνώσει”
από ιδέες και έπρεπε να κάνω μια καινούργια, ανάλαφρη αρχή. Σταμάτησα λοιπόν
στο πρώτο περίπτερο, πήρα υπό μάλης όσα από εκείνα τα πολύχρωμα και
πολυπράγμονα περιοδικά με τις μυστήριες συνταγές για νέες γεύσεις βρήκα μπροστά
μου και το ’ριξα στο ξεφύλλισμα.
Ε, λοιπόν δεν θα
πιστέψετε τι είδαν τα μάτια μου! Εκεί μέσα στις συμβουλές για τα καλύτερα χιονοδρομικά
κέντρα της Ευρώπης, όπου ο καθένας μπορεί να περάσει δέκα αξέχαστες ημέρες,
ανάμεσα σε συνταγές για ethnic (διαβάζεται ‘εθνίκ’) κουζίνα και κρασιά
των 180 ευρώ (η γουλιά), να ’σου φαρδύ πλατύ ένα λαχταριστό πιάτο φασολάδα!
Για φαντάσου,
σκέφτηκα. Τελικά οι νεοέλληνες τον καιρό της κρίσης ξαναθυμήθηκαν τις
παραδοσιακές συνταγές, τα ήθη και τα έθιμα και μέσα στη γαστριμαργική πανδαισία
των καιρών η φασολάδα μπορεί άνετα να συμβιώσει με το κρασί SHIRAZ CABERNET και τον καπνιστό σολομό BALIK.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμα συντάκτες μ’ εκτίμηση στο εθνικό μας φαγητό που
προτρέπουν τους αναγνώστες τους να δοκιμάσουν άφοβα και χωρίς κόμπλεξ ένα πιάτο
φασολάδα (έστω και χωρίς ρέγκα ή στουμπισμένο κρεμμύδι) σ’ ένα από τα πιο “in” εστιατόρια της
Αθήνας παρακαλώ. Η Ελλάδα μας και το διαιτολόγιό μας μπορεί να αλλάζουν αλλά
ευτυχώς, ο κόσμος εξακολουθεί να τρώει φασολάδα ή φακές “ρουστίκ” με μουσική
υπόκρουση πιάνου σε high club – restaurant, όπως περιγράφει
το ταβερνείο ο καλός μου δημοσιογράφος.
Τα τελευταία χρόνια
η διαφήμιση, έντυπη ή ηλεκτρονική έχουν κατορθώσει να καθιερώσουν ένα νέο, πιο
δυναμικό τρόπο ζωής στην Ελληνική κοινωνία. Ένα τρόπο ζωής όμως που βασίζεται
στην κατανάλωση και που προς το παρόν δεν φαίνεται να συμβαδίζει με την εν
γένει κατάσταση της πλειοψηφίας. Το μέχρι χθες παράδοξο γίνεται αποδεκτό και η
απόκτηση ή κατάκτησή του είναι πλέον θέμα προσωπικής αξιοπρέπειας και ένδειξη
κοινωνικής ανέλιξης, καταξίωσης και ευμάρειας. Το κινητό τηλέφωνο, αρχικά
προνόμιο εκείνων που λόγω της δουλειάς τους αναγκάζονταν να μετακινούνται, έχει
σήμερα βρει τη θέση που του αρμόζει δίπλα στα μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι του
εστιατορίου και είναι απίθανο να παρακολουθήσεις μια θεατρική παράσταση,
προβολή ταινίας ή ομιλία χωρίς μουσική υπόκρουση μιας δεκάδας από δαύτα.
Αμ, το άλλο, το
πούρο. Στις δεκαετίες που πέρασαν, το πούρο ήταν σήμα κατατεθέν του Φιντέλ
Κάστρο και των βιομηχάνων. Από τότε όμως που κάποιοι ποδοσφαιριστές εθεάθησαν
να πανηγυρίζουν την κατάκτηση κάποιου τροπαίου καπνίζοντας κάτι υπερμεγέθη πούρα,
κανείς δεν μπορεί να θεωρείται σοφιστικέ και ολοκληρωμένη προσωπικότητα χωρίς
τη γλύκα που αφήνει στο στόμα ο γοητευτικός συνδυασμός των αρωματικών καπνών. Αίφνης
ένα ολόκληρο έθνος γίναμε ειδικοί στο πούρο και πούρο – ειδικοί από την Κούβα ή
την Κολομβία έγιναν πριν λίγα χρόνια πρόσωπα της ημέρας, ενώ η αγορά πλημμύρισε
με πούρο – θήκες των 500 ευρώ, πούρο – κόφτες, πούρο – τασάκια και κάθε είδους
πούρο – αξεσουάρ για “πουρά” και μη. Μόλις πρόσφατα πληροφορήθηκα ότι τα ευγενή
καπνά με τα περίεργα ονόματα πρέπει να τα απολαμβάνουμε χωρίς να αφαιρεθεί η
ετικέτα με την μάρκα τους, που άλλωστε είναι ενδεικτική και της τιμής τους.
Στα εστιατόρια της
Αθήνας οι μάγειροι μετονομάστηκαν σε σεφ και χάριν της αισθητικής του χώρου δεν
λέγονται πλέον κυρ – Μανόλης ή μπάρμπα – Νίκος, ενώ το αρνάκι φρικασέ “δεν λέει”
χωρίς τζίτζερ και lemon grass sauce.
– Συγγνώμη, τι είναι τα lettuce wrappers;
ρώτησα δειλά και με ύφος ένοχο τον περήφανο και προσποιητά υπομονετικά
σερβιτόρο σ’ ένα Αθηναϊκό piano bar – restaurant.
– Μα κιμάς με ρύζι τυλιγμένα σε φύλλα από
μαρούλι, μου εξήγησε έκπληκτος με ύφος που μ’ έκανε να νιώσω κατά τι κατώτερος
από σκουλήκι του υπονόμου.
– Δηλαδή κάτι σαν λαχαντολμάς με
μαρουλόφυλλα, επέμεινα ο αδαής θέλοντας να σιγουρευτώ.
– Ας μη συγκρίνουμε τ’ ανόμοια κύριε, με
επέπληξε με κατανόηση και ειρωνικό υπομειδίαμα.
Είχε δίκιο. Οι
λαχαντολμάδες της Χρυσούλας είχαν γεύση θεία και μέγεθος λεβέντικο. Άσε που δεν
κόστιζαν 17 ευρώ το τεμάχιο. Πως, νομίζετε ότι υπερβάλλω; Τότε δεν έχετε παρά
να αγοράσετε το πρώτο περιοδικό υψηλής μαγειρικής και να ρίξετε μια ματιά στις
τιμές των μοντέρνων εστιατορίων για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές. Αν
απελπιστείτε από τις τιμές, μπορείτε να παρηγορηθείτε από το γεγονός ότι δίπλα
σας θα τρώει το jet set της Αθήνας ή αφού εφοδιαστείτε μ’ ένα
Ελληνο – αγγλικό και ένα Ελληνο – ελληνικό λεξικό, μπορείτε να γελάσετε μέχρι
δακρύων από περιγραφές όπως: “… Ένα κρασί που μπορεί να βελτιώνετε και να
εξελίσσεται, τόσο αρωματικά όσο και γευστικά, καθώς οι τανίνες του θα
μαλακώνουν συνεχώς”.
Θέλοντας να
συμμετάσχω και εγώ σ’ αυτό το κύμα της γευσιγνωσίας και της πρωτοτυπίας σας
προκαλώ να μαντέψετε σε τι αφορά η παρακάτω περισπούδαστη περιγραφή:
“Εξαίρετη αρμονία, όπου δύο
εταίροι σέβονται ο ένας τον άλλο και το … χαρίζει αρώματα σοκολάτας και
δέρματος”.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου