Του Άρη Μαζαράκη
Ενίοτε,
όταν έχω βαρεθεί να βαράω τα πλήκτρα τού υπολογιστή, παίρνω τους δρόμους και
πάω στο υπόγειο τού Γιαννάκη για ένα τσίπουρο και ολίγη αμπελοφιλοσοφία. Εκεί
βρέθηκα και χτες το μεσημέρι, αφού πρώτα είχα αποφασίσει ότι είχα φτάσει στο μη
παραπέρα. Κάτι η δόση τής εφορίας, θέλεις μια μόνιμη χειμωνιάτικη ψιλό –
κατάθλιψη που με δέρνει, με έκαναν να κτυπήσω την πόρτα του. Τον βρήκα σκυμμένο
πάνω από μια άδεια γυάλα μαγιονέζας να την κοιτάζει με ύφος ακατανόητο...
– Τι βλέπεις μέσα στη γυάλα; μου λέει,
πριν ακόμα προλάβω να τον καλημερίσω.
– Πλάκα μου κάνεις, Γιαννάκη. Αφού είναι
άδεια!
– Τώρα; με ρωτάει, αφού πρώτα την είχε
γεμίσει με βότσαλα.
– Τώρα είναι γεμάτη, του απαντάω
απορημένος.
– Νομίζεις, μου αντιγύρισε και παίρνοντας
ένα κουτί άμμο άρχισε να ρίχνει μέσα στη γυάλα.
– Εντάξει, τώρα είναι τίγκα, του λέω.
Αλλά που το πας;
– Ώστε νομίζεις ότι είναι γεμάτη, μου
κάνει με βλέμμα μυστήριο.
Ανοίγει λοιπόν ένα μπουκάλι μπύρα και αρχίζει να ρίχνει το περιεχόμενο στη γυάλα, μέχρι που καλύφτηκε και το παραμικρό κενό.
Ανοίγει λοιπόν ένα μπουκάλι μπύρα και αρχίζει να ρίχνει το περιεχόμενο στη γυάλα, μέχρι που καλύφτηκε και το παραμικρό κενό.
– Εντάξει Γιαννάκη τώρα είναι γεμάτη, του
κάνω ενοχλημένος.
– Η γυάλα είναι η ζωή μας, μου εξηγεί με
ύφος διθυραμβικό. Τα βότσαλα είναι οι αξίες της, τα αυτονόητα, τα
αναντικατάστατα: η υγεία, η οικογένεια, τα παιδιά, η δουλειά, όλα όσα μέχρι
χθες νομίζαμε σαν το μόνο νόημα. Η άμμος είναι όλα τα άλλα. Οι φιλοδοξίες μας,
τα θέλω και τα ελπίζω μας, τα υλικά αγαθά που μας χάρισε η ζωή ή αποκτήσαμε με
τον κόπο μας, οι κρυφοί πόθοι μας. Όλα όμως είναι θέμα προτεραιοτήτων, μου λέει
σαν άλλος Σωκράτης. Άμα ρίξεις στη γυάλα πρώτα την άμμο, τότε δεν θα υπάρξει
ποτέ χώρος για τα βότσαλα. Έτσι και στη ζωή. Αν δώσεις όλο το χρόνο σου στα
μικρά, τότε δεν θα υπάρχει χώρος για τα σημαντικά και θα έλθει μια μέρα που θα
καταλάβεις ότι θα έπρεπε να είχες παίξει περισσότερο με τα παιδιά σου, να είχες
προσέξει πιο πολύ την υγεία σου.
Ήμουν
αποσβολωμένος. Όλος ο βιος μου, όλα μου τα λάθη ήταν μπροστά μου, στη γυάλα τού
Γιαννάκη.
– Καλά και η μπύρα που κολλάει, τραύλισα
ελπίζοντας να μειώσω το φιλοσοφικό του εφεύρημα.
– Α, η μπύρα μου κάνει σίγουρος για την
απάντησή του. Η μπύρα, φίλτατε είναι αυτό που δίνει νόημα στα υπόλοιπα. Είναι
το αλάτι τής ζωής, αυτό που σήμερα
ονομάζουν life style
(λάιφ στάιλ: ο πολυτελής τρόπος διαβίωσης κάποιου όπως προβάλλεται από τα ΜΜΕ).
Βλέπεις, ακόμα και αν έχεις όλα τα απαραίτητα, όσο σωστά κι αν έχεις βάλει τις
προτεραιότητές σου, χωρίς life style, δεν υπάρχει ουσία, γεύση. Νιώθεις άδειος,
αποστερημένος και σιγά – σιγά τα αυτονόητα χάνουν την αναμφισβήτητη αξία τους.
Πάρε για παράδειγμα εμένα. Πάντα πίστευα ότι τα είχα τακτοποιημένα όλα με τάξη
και σωστή σειρά. Προχθές όμως που βρεθήκαμε με την Ξανθίππη στην Αθήνα κάπως
μου ήρθε και πήγαμε σε μια έκθεση life style στο Μαρούσι. Μόλις αντίκρισα όλες εκείνες τις
ασύλληπτες αυτοκινητάρες με τις δίμετρες κουκλάρες, τα τζακούζι, τα home cinema
των
χιλιάδων ευρώ, τις προσφορές για ταξίδια ονειρεμένα στους παραδείσους αυτού του
κόσμου, κάτι σαν να άδειασε μέσα μου. Μπήκα μετά στο Φιατάκι και μου ερχόταν να
του βάλω φωτιά να το κάψω, μαζί με την Ξανθίππη, που ξέρεις, η κρεατοελιά της
έχει γίνει θηριώδης. Τι κατάλαβα δηλαδή που στερήθηκα τα πάντα για να βάλω ένα
κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου, που έχω τη δουλειά μου καψοχαρά μου; Δεν
μετανιώνω βέβαια και δόξα να ’χει ο Θεός, αλλά αναρωτιέμαι μήπως το παράκανα.
Λίγο life style
δεν θα έβλαπτε, έστω μια δίαιτα στα bodyline να μου πέσει το
προκοίλι για να βάλω κανένα κοστούμι της προκοπής, σαν και τα δικά σου.
Τάδε έφη
Γιαννάκης, φιλόσοφος εκ του προχείρου τώρα στα στερνά, και με άφησε με μια
μελαγχολία για το υπόλοιπο της ημέρας. Μήπως και εγώ που μια ζωή έπαιρνα τα
αυτονόητα σαν δεδομένα και κυνηγούσα χίμαιρες για να νιώθω ζωντανός, πόσες
φορές δεν αισθάνθηκα απογοήτευση όταν ανακάλυπτα ότι δεν μπορούσα να τα
αποκτήσω; Πως μπόρεσα να ζήσω τόσα χρόνια πείνας για να μου κάνουν τα Τζερούτι.
Όχι, στα σίγουρα ο Γιαννάκης, ακόμα και χωρίς πονηρούς δίμετρους πειρασμούς, χωρίς
αυτοκίνητα επιδόσεων, τζακούζι και κουστούμια των χιλίων ευρώ πορεύτηκε
καλύτερα.
Ζει μια ζωή με
νόημα και ουσία, κι ας τον στεναχωρούν οι γελοίες εκπομπές life style
της τηλεόρασης, κι ας μην μπορέσει ποτέ να πάει στα παραδείσια νησιά που πήγα
εγώ. Κι αν πήγα τί δηλαδή; Όλο τον κόσμο γύρισα και τίποτα δεν είδα, που λέει ο
μέγας Καββαδίας. Αλλά έτσι έχουμε καταντήσει, να κυνηγάμε την ουρά μας, να
ζούμε με δανεικά και να ζηλεύουμε το «έχειν» του άλλου, χωρίς να εξετάζουμε πως
κατόρθωσε να το αποκτήσει.
Με τα πολλά είχα
φτάσει στη πόρτα μου. Μπαίνω και πριν προλάβω να βγάλω το σακάκι μου, σκάει
μύτη από την κουζίνα η γυναίκα μου.
– Να ήξερες τι σου έχω μαγειρέψει σήμερα.
– Τι; την ρωτάω ανόρεχτα.
– Ψάρι βραστό με μαγιονέζα μου λέει
θριαμβευτικά.
– Μαγιονέζα τέρμα από σήμερα και αϊ
σιχτίρ και εσύ και ο Γιάννης.
Και πήγα να φάω στα
«Γκούντις», μαζί με τα «πιπίνια»!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου