Τις
τελευταίες δεκαετίες με την ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας και του διαδικτύου
(ίντερνετ), ο διαδικτυακός χώρος γέμισε από άπειρα ιστολόγια κάθε μορφής και
περιεχομένου. Εξαίρεση βέβαια δεν μπορούσε να αποτελέσει η θρησκεία, γι’ αυτό
και πολλά από αυτά ασχολούνται με ότι έχει σχέση με αυτή. Έτσι ο κάθε πιστός ή
μη, καταφεύγοντας σ’ αυτά έχει πλέον την ευχέρεια να πληροφορηθεί για διάφορα
θρησκευτικά ζητήματα καθώς επίσης να λύσει και τυχόν απορίες του. Αυτή βέβαια
είναι η θετική πλευρά...
Διότι έχουμε και την αρνητική. Ποια είναι αυτή; Ότι όλα αυτά τα θρησκευτικά ιστολόγια – δεν εξαιρείται βέβαια και ο “Αντιαιρετικός” – διατείνονται, πως μόνο αυτά εκφράζουν την γνησιότητα και την αλήθεια του Χριστιανισμού, της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, στηρίζοντας την συλλογιστική τους τις περισσότερες φορές εκτός από την Γραφή και στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και διαφόρων σεβαστών μορφών και αγίων νεότερων ή παλαιότερων. Όμως πολλές φορές το περιεχόμενο κάποιων από αυτών των θρησκευτικών ιστολογίων, έρχεται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο κάποιων άλλων για το ίδιο βέβαια θέμα, επιτείνοντας έτσι την σύγχυση των πιστών για το ποιος πράγματι εκφράζει αυτήν την γνησιότητα και την αλήθεια. Έτσι λόγου χάρη, διαβάζει ο πιστός σε κάποια θρησκευτικά ιστολόγια για τον διάλογο που λαμβάνει χώρα μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα της Ρώμης, και σε κάποια άλλα να καταγγέλλεται ο διάλογος αυτός και να χαρακτηρίζεται ο Πατριάρχης ούτε λίγο ούτε πολύ ως προδότης της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας. Θέλοντας να βοηθήσουμε κατά κάποιον τρόπο στην άρση της σύγχυσης αυτής, δημοσιεύουμε δύο ενδιαφέροντα κείμενα. Το πρώτο είναι του μακαριστού θεολόγου Πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου και αφορά αν αποδίδουμε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του και το αν σφάλλουν οι Πατέρες. Το δεύτερο κείμενο είναι του π. Φιλόθεου Φάρου, που όπως έχουμε πει σε άλλα άρθρα μας αποτελεί το “κόκκινο πανί” για διάφορους “εκκλησιαστικούς κύκλους”, γιατί τολμάει και λέει αλήθειες, κάτι βέβαια που θα προτιμούσαν οι κύκλοι αυτοί να μην έχουν ειπωθεί ποτέ. Το κείμενο λοιπόν του π. Φιλόθεου Φάρου ασχολείται με το ποιος πράγματι εκφράζει την αλήθεια της Εκκλησίας και αν είναι δυνατόν κάποιοι, έστω και αν βρίσκονται σε εκκλησιαστικές θέσεις να ισχυρίζονται πως κατέχουν την αλήθεια αυτή. Και κάτι ακόμα για τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο, σε όσους έχουν βιαστεί να του κολλήσουν την ρετσινιά του “αιρετικού”. Αν διαβάσουν τις επιστολές που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα, του μακαριστού πατέρα και ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες δογματολόγους Ιωάννη Ρωμανίδη, θα διαπιστώσει πως στον διάλογο που είχε με ένα ακόμα μεγάλο δογματολόγο μας τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα, κατηγορούσε ο ένας στον άλλο ως “αιρετικό”. Ας το έχουν λοιπόν αυτό υπόψη όλοι αυτοί που δεν φείδονται χαρακτηρισμών για τον π. Φιλόθεο Φάρο, διότι το να έχει κάποιος μια διαφορετική άποψη για κάποια Εκκλησιαστικά ζητήματα δεν τον κάνει και αυτόματα “αιρετικό”.
Διότι έχουμε και την αρνητική. Ποια είναι αυτή; Ότι όλα αυτά τα θρησκευτικά ιστολόγια – δεν εξαιρείται βέβαια και ο “Αντιαιρετικός” – διατείνονται, πως μόνο αυτά εκφράζουν την γνησιότητα και την αλήθεια του Χριστιανισμού, της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, στηρίζοντας την συλλογιστική τους τις περισσότερες φορές εκτός από την Γραφή και στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και διαφόρων σεβαστών μορφών και αγίων νεότερων ή παλαιότερων. Όμως πολλές φορές το περιεχόμενο κάποιων από αυτών των θρησκευτικών ιστολογίων, έρχεται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο κάποιων άλλων για το ίδιο βέβαια θέμα, επιτείνοντας έτσι την σύγχυση των πιστών για το ποιος πράγματι εκφράζει αυτήν την γνησιότητα και την αλήθεια. Έτσι λόγου χάρη, διαβάζει ο πιστός σε κάποια θρησκευτικά ιστολόγια για τον διάλογο που λαμβάνει χώρα μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα της Ρώμης, και σε κάποια άλλα να καταγγέλλεται ο διάλογος αυτός και να χαρακτηρίζεται ο Πατριάρχης ούτε λίγο ούτε πολύ ως προδότης της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας. Θέλοντας να βοηθήσουμε κατά κάποιον τρόπο στην άρση της σύγχυσης αυτής, δημοσιεύουμε δύο ενδιαφέροντα κείμενα. Το πρώτο είναι του μακαριστού θεολόγου Πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου και αφορά αν αποδίδουμε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του και το αν σφάλλουν οι Πατέρες. Το δεύτερο κείμενο είναι του π. Φιλόθεου Φάρου, που όπως έχουμε πει σε άλλα άρθρα μας αποτελεί το “κόκκινο πανί” για διάφορους “εκκλησιαστικούς κύκλους”, γιατί τολμάει και λέει αλήθειες, κάτι βέβαια που θα προτιμούσαν οι κύκλοι αυτοί να μην έχουν ειπωθεί ποτέ. Το κείμενο λοιπόν του π. Φιλόθεου Φάρου ασχολείται με το ποιος πράγματι εκφράζει την αλήθεια της Εκκλησίας και αν είναι δυνατόν κάποιοι, έστω και αν βρίσκονται σε εκκλησιαστικές θέσεις να ισχυρίζονται πως κατέχουν την αλήθεια αυτή. Και κάτι ακόμα για τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο, σε όσους έχουν βιαστεί να του κολλήσουν την ρετσινιά του “αιρετικού”. Αν διαβάσουν τις επιστολές που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα, του μακαριστού πατέρα και ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες δογματολόγους Ιωάννη Ρωμανίδη, θα διαπιστώσει πως στον διάλογο που είχε με ένα ακόμα μεγάλο δογματολόγο μας τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα, κατηγορούσε ο ένας στον άλλο ως “αιρετικό”. Ας το έχουν λοιπόν αυτό υπόψη όλοι αυτοί που δεν φείδονται χαρακτηρισμών για τον π. Φιλόθεο Φάρο, διότι το να έχει κάποιος μια διαφορετική άποψη για κάποια Εκκλησιαστικά ζητήματα δεν τον κάνει και αυτόματα “αιρετικό”.
Το κείμενο του Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου
Η
διδασκαλία των Πατέρων ορθότατα ταυτίζεται με την Παράδοση της Εκκλησίας, με
την πίστη και το φρόνημά της, με ό,τι δηλαδή έχει λάβει από το Θεό και το
κρατεί αναλλοίωτο, αμετάβλητο κι ανόθευτο, όπως κρατά και τη Γραφή.
Τα
δύο αυτά, Γραφή και Παράδοση, αποτελούν την ενιαία πορεία της θεολογίας, την
έκφραση της θείας αληθείας, η οποία σώζει τον άνθρωπο στην Εκκλησία.
Διακρίνονται ως φάσεις της οικονομίας προς φανέρωση της αληθείας, αλλά δε
χωρίζονται. Η Παράδοση είναι η συνέχεια, η διεύρυνση και η αύξηση της Γραφής. Η
Γραφή αποτελεί το σταθερό και μοναδικό θεμέλιο, χωρίς το οποίο τίποτε δεν
μπορεί να σταθή και να δημιουργηθή. Μιλώντας εδώ για Παράδοση εννοούμε τη
διδασκαλία και τη θεολογική προσφορά των Πατέρων. Γενικώτερα όμως η Παράδοση
δεν αρχίζει με τους Πατέρες, αλλά με το έργο του Κυρίου και των Αποστόλων. Η
Εκκλησία δηλαδή είχε το κατ’ αρχήν την Παράδοσή της, στους κόλπους της οποίας
γεννήθηκε η Γραφή, που συνιστά το γραπτό μέρος της πρωτοχριστιανικής
Παραδόσεως, η οποία, παρά τη δημιουργία της Γραφής, συνεχίσθηκε και αυξήθηκε με
την εκάστοτε συμβολή των Πατέρων.
Στο
σημείο τούτο πρέπει να εξετάσουμε και το πρόβλημα της μερικής ή γενικής
αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδ. Αποδίδομε ορθοδοξία και κύρος σε
ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που γράφει ένας
Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι Πατέρες και
πως διαπιστώνεται το σφάλμα τους; Το πλέγμα τούτο των προβλημάτων γίνεται ακόμα
οξύτερο, επειδή στην Εκκλησία οι Πατέρες συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων με
φωτισμό του Πνεύματος. Τούτο μάλιστα έχει σαν αποτέλεσμα τη σύγκριση του
λειτουργήματος των Αποστόλων προς το λειτούργημα των Πατέρων, των οποίων το
έργο κατά κανόνα δεν κατανοείται στο αληθινό του βάθος.
Αρχίζομε
από δύο εύκολες διαπιστώσεις που αποτελούν είδος οροσήμων, εντός των οποίων
κινείται η πατερική θεολογική προσφορά. α.
Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά εφόδια β. Οι Πατέρες έσφαλαν σε ωρισμένες
περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους
υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, κυρώθηκαν
από οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και
φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ό,τι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας
αληθείας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι
διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν,
απορρίφθηκαν. Παράδειγμα οι χιλιαστικές αντιλήψεις του Ειρηναίου, όσα είπε για
την ταυτότητα στο Θεό ουσίας και υποστάσεως ο Μ. Αθανάσιος ή και η αντίληψη
περί αποκαταστάσεως των πάντων του Γρηγορίου Νύσσης και πλήθος άλλων
περιπτώσεων μικρής ή μεγάλης σημασίας. Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του
προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και
δύναται να σφάλλη στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία
και θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει
και εξηγεί ένας επίσης Πατήρ και Διδ., ο ιερός Φώτιος (+891). Το σφάλμα
οφείλεται κατ’ αυτόν στους εξής λόγους: Στην «άγνοια», στο ότι «ανθρώπινον»
η πλάνη. Προσθέτει όμως ο Φώτιος ότι πλανήθηκαν οι Πατέρες για θέματα που δεν
υπήρχε «ζήτησις», που δε ζητήθηκε η
γνώμη τους. Η παρατήρηση του Φωτίου έχει τεράστια σημασία. Οι Πατέρες σε
κάποιες περιπτώσεις πλανήθηκαν, μα δε θα συνέβαινε τούτο, αν επρόκειτο για
πρόβλημα καίριο της εποχής, αν οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν την
απάντηση στο θέμα με τη σωτηρία τους, αν «παρακαλούσαν»
για την απάντηση. Κάτω από τις τελευταίες προϋποθέσεις δηλαδή, το άγιο Πνεύμα,
διακονία του οποίου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, θα φώτιζε το Διδάσκαλο της
Εκκλησίας να φανερώση γνήσια την αλήθεια και όχι εσφαλμένα.
Από
το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία. Και το σπουδαιότερο, δεν
περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως ένα Πατέρα δεν τον
κάνει λιγώτερο Πατέρα η κάποια πλάνη του. Το μόνο που προσέχει είναι να μη τον
ακολουθεί στην πλάνη. Κλασσικό παράδειγμα η στάση των Καππαδοκών Πατέρων έναντι
του Αθανασίου. Οι πρώτοι δεν ακολούθησαν τον δεύτερο σε ό,τι είπε περί
ταυτότητος ουσίας και υποστάσεως, αλλά τον τιμούσαν για την υπόλοιπη προσφορά
του ως το μεγαλύτερο δάσκαλό τους, ως θεόπνευστο άνδρα. Το κείμενο του Φωτίου
είναι τόσο σημαντικό, που το παραθέτομε:
«Πόσαι
δε περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (= πατέρες) εξεβιάζοντο τα μεν παραφθέγξασθαι,
τα δε προς οικονομίαν ειπείν, τα δε και των απειθούντων επαναστάντων, τα δε και
αγνοία, οία δη περιολισθήσαι ανθρώπινον … Ει δε παρεφθέξαντο μεν ή δια τινά
αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις
αυτοίς προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε,
πατέρας μεν ουδέν έλαττον αυτούς, ει και μη τούτο είπον, επιγραφόμεθα … τοις
λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν, ουχ εψόμεθα» (Φωτίου, Επιστολή Ε΄, Προς τον
Ακυληΐας Ιωάννην ι΄, εις Ι. Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).
Στυλιανού
Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α΄, Έκδοση Δ΄, ΑΘΗΝΑ 2000, σελ. 43 – 46
Το κείμενο του π. Φιλόθεου Φάρου
Και
ο διαχωρισμός μεταξύ κοσμικών και εκκλησιαστικών πηγών δεν είναι τόσο εύκολος,
αφού είναι βέβαιο ότι πολύ συχνά η θρησκευτική φιλολογία κάθε άλλο είναι παρά
εκκλησιαστική πηγή. Ενώ λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα διατυπώνουν καίριες
εκκλησιαστικές απόψεις και μάλιστα με πολύ εκκλησιαστικότερο τρόπο από εκείνον
των κειμένων που δημοσιεύουν πολλά θρησκευτικά έντυπα. Θα αρκούσαν τα
παραδείγματα της λογοτεχνίας του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκυ για τη
θεμελίωση του πρώτου σκέλους αυτού του ισχυρισμού. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος
του, ο αναγνώστης θα έχη οπωσδήποτε αμέτρητα παραδείγματα υπ’ όψιν του, που
θεμελιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό και που, αν παρετίθεντο εδώ, θα υποβάθμιζαν
αυτό το βιβλίο, εμπλέκοντάς το στις αγοραίες λογομαχίες στις οποίες συνήθως
επιδίδονται αυτά τα έντυπα.
Αλλά
στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να τονισθή ότι εκκλησιαστικό δεν είναι αυτό
στο οποίο δίνει αυτόν τον χαρακτηρισμό ο οποιοσδήποτε ή η οποιαδήποτε ομάδα
αποφασίσει ότι έχει εξουσία να το κάνη, όσο κι αν αυτά τα άτομα ή οι ομάδες
φέρουν τα εξωτερικά διάσημα εκκλησιαστικής εξουσίας.
Είναι
γεγονός ότι η Εκκλησία κατακλύζεται από τέτοια άτομα και ομάδες που
εμφανίζονται σαν εκκλησιαστικές αυθεντίες και που νέμονται κατά τρόπο άκρως
αντιεκκλησιαστικό την εκκλησιαστική ζωή, απομακρύνοντας απ’ αυτήν άλλους, οι
οποίοι καμία διάθεση δεν έχουν να εμπλακούν σε διαδικασίες για τις οποίες
αισθάνονται απέχθεια και αποστροφή.
Κανείς
και καμιά ομάδα δεν νομιμοποιούνται να εμφανίζωνται αφ’ εαυτών ως εκφραστές της
αλήθειας της Εκκλησίας, κληρικοί ή λαϊκοί, ακόμη και αυτή η ίδια η ιεραρχία. Η
ιεραρχία καθήρεσε τον Χρυσόστομο, τον Αθανάσιο και τον Φώτιο. Η ιεραρχία εδίωξε
τον Μάξιμο τον Ομολογητή, η ιεραρχία διακωμώδισε τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, η
ιεραρχία καταδίκασε τον Παπουλάκο. Ακόμη και μία σύνοδος που συνεκλήθη εντελώς
νομοτύπως ως οικουμενική, δεν είναι ο εκφραστής της αλήθειας της Εκκλησίας,
εφόσον αυτό που εκφράζει δεν είναι βίωμα ολόκληρης της Εκκλησίας. Σύνοδοι που
συνεκλήθησαν με όλους τους τύπους οικουμενικής συνόδου, όπως η αποκαλούμενη
ληστρική και η σύνοδος της Φλωρεντίας – Φερράρας, κατεδικάσθησαν από το πλήρωμα
της Εκκλησίας. Δεν είναι η νομότυπη σύσταση ενός εκκλησιαστικού οργάνου που του
δίνει τη δυνατότητα να είναι εκφραστής της αλήθειας της Εκκλησίας, αλλά μόνο το
γεγονός ότι εκφράζει το βίωμα ολόκληρης της Εκκλησίας.
Ακόμη και οι πατέρες της Εκκλησίας δεν
εκφράζουν απαραιτήτως την αλήθεια της Εκκλησίας. “Άνθρωποι γαρ ήσαν και
ανθρωπίνου παρολισθήματος ουκ εστί διαπαντός υπεράνω φέρεσθαι τον εκ πηλού και
ρεούσης ύλης συγκείμενον˙ έσθ’ ότε δε και τοις αρίστοις επεφύεταί τινα κηλίδος
ίχνη”, γράφει ο Μέγας Φώτιος στον “ Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας
Λόγον” του. Και σε μια επιστολή του στον πάπα Νικόλαο αναφέρει ότι πολλοί
πατέρες, όπως ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, ο Μεθόδιος, ο Ειρηναίος, διετύπωσαν
απόψεις για θέματα πίστεως που “ου συναποδεχόμεθα, αλλά και παντελώς
εκτρεπόμεθα” και καταλήγει:
“Ημείς δε, επεί και άλλους τινάς των
μακαρίων ημών πατέρων και διδασκάλων, εν πολλοίς τε και άλλοις της ακριβείας
των ορθών δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, το μεν παρενεχθέν, ου
προσθήκην δεχόμεθα, τους δε άνδρας ασπαζόμεθα”.
Δεν
μπορεί λοιπόν κανείς να νομιμοποιηθή ως εκφραστής της αλήθειας της Εκκλησίας
αφ’ εαυτού. Αλλά και κανείς δεν μπορεί να αποκλείση από κανέναν το δικαίωμα να
εκφράζη την αντίληψή του, όσον αφορά στην αλήθεια της Εκκλησίας και να τη θέτη
στην κρίση της.
Υπήρξαν
πάμπολλες περιπτώσεις στη ζωή της Εκκλησίας, που κάποιο ή κάποια μέλη της που
δεν είχαν καμιά επίσημη εκκλησιαστική θέση είχαν ορθότερη αντίληψη της αλήθειας
της Εκκλησίας από τα επίσημα εκκλησιαστικά όργανα. Όπως ο Ντοστογιέφσκυ στη
Ρωσία και ο Παπαδιαμάντης ή ο Κόντογλου στην Ελλάδα, για να αναφέρουμε μόνο
μερικά πρόσφατα παραδείγματα.
Αλλά
ούτε υπάρχει κάποιος αποκλειστικός τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αλήθεια της
Εκκλησίας. Υπάρχουν αναρίθμητοι αποφάσεις και εγκύκλιοι συνόδων που γέμουν
κακοδοξιών˙ και διατυπώνονται με εντυπωσιακή ενάργεια και ακρίβεια
εκκλησιαστικές αλήθειες σε κείμενα κατά τύπον κοσμικά. Με μια εγκύκλιό της η
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστούσε τον περασμένο αιώνα στις
μοναχές να παντρευτούν. Και πολλές άλλες διετύπωσαν απόψεις αντίθετες με
αποφάσεις και κανόνες οικουμενικών συνόδων απόλυτα καθιερωμένων στη συνείδηση
της Εκκλησίας. Ενώ η λογοτεχνία του Ντοστογιέφσκυ και του Παπαδιαμάντη
απετέλεσαν ανεκτίμητες πηγές εκκλησιαστικής διδασκαλίας, σε μια εποχή που οι
θεολογικές απόψεις των επισήμων εκκλησιαστικών οργάνων πολλές φορές αφίσταντο
τρομακτικά από τη γνήσια διδασκαλία της Εκκλησίας.
Είναι
γεγονός ότι σ’ όλες τις θρησκείες του κόσμου παρατηρείται το φαινόμενο κάποιοι
κύκλοι να μονοπωλούν τη θρησκευτική ζωή, να την νέμωνται, να την
εκμεταλλεύωνται και να την καθορίζουν. Το εκτρωματικό αυτού του φαινομένου
είναι ότι αυτοί που αποτελούν αυτούς τους κύκλους εμφανίζονται ως οι διδάσκαλοι
και οι ποιμένες του λαού του Θεού, που αδιαφορούν όμως για το λαό, που είναι ως
πρόβατα χωρίς ποιμένα, ενώ εκείνοι “ποιμένουν εαυτούς”, κατά την έκφραση του
Ιερεμία. Εμείς οι κληρικοί αποτελούμε βασικά αυτούς τους κύκλους, που
φορτίζουμε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα, ενώ εμείς οι ίδιοι δεν αγγίζουμε
ούτε με ένα δάκτυλό μας αυτά τα φορτία. Και έτσι κλείνουμε τη βασιλεία των
ουρανών μπροστά στους ανθρώπους και ούτε εμείς μπαίνουμε ούτε τους άλλους
αφήνουμε να μπουν, όπως λέει ο Χριστός.
Πιστεύουμε
πως εμείς έχουμε την αλήθεια της Εκκλησίας. Όχι ότι έχουμε την δική μας
αντίληψη για την αλήθεια της Εκκλησίας, αλλά ότι εμείς την κατέχουμε. Είναι
τραγικό και σύμπτωμα δαιμονικής αλαζονείας το ότι, ενώ δεόμεθα διαρκώς στη Θεία
Λειτουργία να μας χορηγήση ο Θεός “εν τω παρόντι αιώνι την επίγνωσιν” της
αληθείας Του και ζητούμε την “ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου
Πνεύματος”, διαδηλώνουμε ανενδοίαστα ότι κατέχουμε αυτή την αλήθεια και ότι
είμεθα φορείς του Αγίου Πνεύματος.
Με
αυτήν την αλαζονική πεποίθηση αρνούμεθα στους άλλους τη δυνατότητα να είναι
φορείς του Αγίου Πνεύματος και να έχουν επίγνωση της αλήθειας της Εκκλησίας.
Κωφεύουμε εντελώς στις διακηρύξεις του Χριστού ότι “ου πας ο λέγων μοι Κύριε,
Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. 7,21). Ότι “Πολλοί από
ανατολών και από δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και
Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το
σκότος το εξώτερον” (Ματθ. 8, 11 – 12). Και ότι το θέλημα του Θεού δεν το κάνει
αυτός που όταν τον καλή να εργασθή στον αμπελώνα του λέει μεγαλόστομα “εγώ,
Κύριε” και δεν κάνει απολύτως τίποτε, αλλά εκείνος που, ενώ κατ’ αρχήν λέει “ου
θέλω”, αργότερα κάνει αυτό που ο Θεός του ζητά (Ματθ. 21, 29 – 31).
Επομένως,
δεν μπορούμε να απορρίψουμε εκ προοιμίου οποιαδήποτε μαρτυρία, όσον αφορά στην
αλήθεια της Εκκλησίας, από οπουδήποτε και από οποιονδήποτε και αν προέρχεται
και με οποιονδήποτε τρόπο και αν εκφράζεται.
π. Φιλόθεος Φάρος, Παπαδοσύνης μορφή και
παραμόρφωση, Εκδόσεις Αρμός, ΑΘΗΝΑ 1994, σελ. 7 – 12
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου