Η μονή Petseri που έπαιξε σημαντικό ρόλο
στην αναγέννηση της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
Τι
είχε απομείνει από την Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Εσθονία; Από τους
200.000 ορθόδοξους, δεκάδες χιλιάδων είχαν σκοτωθεί ή είχαν εξοριστεί στη
Σιβηρία. Εκτιμάται πως περίπου 7.000 μπόρεσαν να διαφύγουν στη Δύση. Από τους
200 περίπου κληρικούς, λιγότεροι από πενήντα υπηρετούσαν στα τέλη της δεκαετίας
του ’40. Η χειροτονία Εσθονών ήταν πολύ σπάνια, και συχνά διορίζονταν σε
Ρωσόφωνες ενορίες, ενώ οι Εσθονικές κοινότητες τελικά εξυπηρετούνταν από ιερείς
που δεν γνώριζαν Εσθονικά...
Κατά
συνέπεια, αρκετές Εσθονικές ενορίες έγιναν τελικά Ρωσόφωνες και δεκάδες μικρών
κοινοτήτων στην επαρχία έπρεπε να κλείσουν. Η Ορθόδοξη παρουσία εξαφανίστηκε
εντελώς σε μερικές αγροτικές περιοχές, όπως στη Laanemaa,
ενώ σε άλλες επαρχίες, όπως στη Saaremaa και στη Setumaa, επιβίωσε, ενώ σε μερικές πόλεις έχουμε
και ακμή. Σχεδόν καμία από τις Ρωσικές Ορθόδοξες ή Λουθηρανικές ενορίες δεν
έκλεισε. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την εικόνα, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί
αν, για κάποιο λόγο, οι Εσθονοί Ορθόδοξοι υπέστησαν μεγαλύτερες διώξεις απ’
ό,τι άλλες χριστιανικές ομάδες στη χώρα.
Κατά
τη διάρκεια της Σοβιετικής εποχής υπήρξε μια μεγάλη μετανάστευση από και προς
την Εσθονία. Εκτιμάται πως 7 εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν από και προς
αυτή την χώρα του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων σε μια περίοδο 40 ετών. Σχεδόν όλοι
τους ήταν Ρωσόφωνοι. Αλλά δεν ήταν απαραιτήτως Ρώσοι ή χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Υπήρξε μια αργή αλλά σαφής πολιτική μεταβολής της δημογραφικής κατάστασης της
χώρας: η βόρεια επαρχία Virumaa με τις μεγάλες
βιομηχανίες έγινε σχεδόν ολοκληρωτικά Σοβιετορωσική και η πρωτεύουσα
απορροφήθηκε από μια μη – Εσθονική πλειοψηφία. Επίσης οι Ορθόδοξες ενορίες σ’
αυτές τις περιοχές έγιναν σύντομα εξ ολοκλήρου Ρωσικές, αν και ένα πολύ μικρό
ποσοστό αυτού του πληθυσμού ήταν πιστοί ή πήγαινε στην εκκλησία.
Δεν
είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για την Εσθονική Ορθοδοξία και την αναγέννησή
της χωρίς να αναφερθεί στη Setumaa, στην επαρχία
εκείνη που είχε δεχθεί τον Χριστιανισμό από την Ανατολή τον 14ο – 15ο
αιώνα. Η μονή των Σπηλαίων του Πσκώφ, γνωστή στα Εσθονικά ως Petseri, βρίσκεται στο κέντρο της Setumaa και εξάσκησε μεγάλη επιρροή στον πολιτισμό
Setu. Αντίθετα από τους δυτικούς Εσθονούς, οι άνθρωποι
του πολιτισμού Setu ανήκουν ιστορικά
στη Βυζαντινορωσική πολιτιστική σφαίρα και έχουν επίσης διατηρήσει πολλές
πτυχές της αρχαίας Φιννικής λαογραφίας και των δοξασιών. Μαζί με την υπόλοιπη Setumaa, η μονή Petseri
αποτελούσε μέρος της Εσθονίας ως το 1944, όταν το ανατολικό τμήμα της επαρχίας
μεταφέρθηκε στη Ρωσική ομοσπονδία, όπου παραμένει μέχρι σήμερα˙ έτσι όμως
απέφυγε την κατστροφική μοίρα όλων των άλλων μεσαιωνικών Ρωσικών μονών τη
δεκαετία του 1930. Η ενορία του αγίου Γεωργίου της Varska
είναι
ένα από τα ιστορικά μετόχια της μονής. Κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής κατοχής το
χωριό διατήρησε τον χαρακτήρα του πολιτισμού των Setu,
αν και έχασε πολλούς ανθρώπους με τις εκτοπίσεις στη Σιβηρία, και επίσης λόγω
της [εσωτερικής] μετανάστευσης στο Tartu και στο Τάλιν.
Κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου, η εκκλησιαστική ζωή ήταν ισχυρότερη
απ’ ότι στη δυτική Εσθονία, όπου οι Ορθόδοξοι αποτελούν τη μειονότητα. Αλλά με
τα λόγια ενός ντόπιου πάστορα, η ενορία είχε μετατραπεί σ’ έναν εθιμοτυπικό
εργολάβο κηδειών που μόνο θάβει ανθρώπους˙ ο αριθμός των βαπτίσεων ήταν
μικρότερος από το ένα τρίτο των γεννήσεων, αλλά ακόμη κι έτσι ήταν πολύ
υψηλότερος από αλλού στην Εσθονία. Με το Κατηχητικό και το νεανικό έργο η νέα
γενιά ανακτά σιγά – σιγά τη θρησκευτική ταυτότητα των πατέρων της. Οι
εκκλησιαστικές γιορτές του χωριού, που επέζησαν από τις Σοβιετικές προσπάθειες
εκρίζωσής τους, και τα ορθόδοξα και τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα
του πολιτισμού Setu διατηρούνται
πλέον όλο και περισσότερο συνειδητά από τα χιλιάδες μέλη της φυλής που
συνάζονται για τους εορτασμούς. Από το
1992 η ενορία της Varska έχει συνδεθεί με
την ενορία μου στη Φιλλανδία˙ αυτή η σχέση είχε μεγάλη σημασία, επειδή
προσφέρει σε μια νέα ενορία των προαστίων του Ελσίνκι τον πλούτο παλαιότατων
ισχυρών Ορθοδόξων λαϊκών εθίμων, πνευματικότητας και φιλοξενίας. Οι κοινότητες Setu με έναν σχεδόν αποκλειστικά Ορθόδοξο πληθυσμό
αποτελούν μία κατά μοναδικό τρόπο σημαντική γεωγραφική περιοχή της Εσθονικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η
Ορθόδοξη πίστη στις δυτικές επαρχίες της Εσθονίας έχει μια μοναδική ιστορία σε
ολόκληρο τον κόσμο. Ο Δυτικός Χριστιανισμός, πρώτα ο Ρωμαιοκαθολικός και έπειτα
ο Λουθηρανικός, ποτέ δεν ρίζωσε ανάμεσα στους δουλοπάροικους. Κατά τη διάρκεια
της εθνικής αφύπνισης του 19ου αιώνα, βρήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την
υποστήριξη της εξέγερσής τους ενάντια στη Γερμανική γαιοκτητική αριστοκρατία.
Δεκάδες χιλιάδες ακτημόνων αγροτών έγιναν Ορθόδοξοι κατά κύματα ανάμεσα στο
1842 και στο 1900. Για τους Εσθονούς Ορθόδοξους αυτό ήταν ένα κίνημα
απελευθέρωσης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Άλλοι βέβαια υπαινίσσονται πως αυτή
η μεταστροφή αποτελούσε τμήμα των φιλοδοξιών των νεοφώτιστων για την απόκτηση
υλικών οφελών από την είσοδό τους στην «εκκλησία του Τσάρου», που ποτέ όμως δεν
ήρθαν. Τα γεγονότα δεν έχουν μελετηθεί πάρα πολύ ακαδημαϊκά, αλλά πιθανώς να
σχετίζονται επίσης με τη σύγχρονη ιεραποστολική στάση της Ρωσικής εκκλησίας.
Όποια όμως κι αν είναι τα κίνητρα, το γεγονός είναι ότι αυτό το κίνημα γέννησε
εκατοντάδες αγροτικές κοινότητες˙ τα λειτουργικά βιβλία μεταφράστηκαν γρήγορα
στα Εσθονικά – και για τις ανάγκες μερικών κοινοτήτων των νησιών, στα Σουηδικά
– και μια λαϊκή Ορθόδοξη ταυτότητα που είναι ακόμη ισχυρή σε πολλές περιοχές
της χώρας. Το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι αυτές οι αγροτικές Ορθόδοξες κοινότητες
παρείχαν τη μοναδική ευκαιρία στους νεαρούς αγρότες να μορφωθούν: κάθε ενορία
διέθετε ένα σχολείο, που άνοιγε το δρόμο για το σεμινάριο στη Ρίγα και το
πανεπιστήμιο στο Tartu. Αυτός είναι και
ο λόγος που ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος της εθνικής διανόησης της Εσθονίας ήταν
Ορθόδοξο στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Αυτή η ιστορία του «usu – vahetus» – «της αλλαγής
της πίστης» – είναι υψίστης σημασίας για την Εσθονική Ορθόδοξη ταυτότητα, αν
και στα μάτια άλλων επισκιάζεται από την μετέπειτα εικόνα μιας ιμπεριαλιστικής
«Ρωσικής» εκκλησίας. Κάποτε ένας νεαρός μου έδειξε λειτουργικά βιβλία από τις
πρώτες Εσθονικές εκδόσεις που ανασύραμε από την βιβλιοθήκη μιας κλειστής
εκκλησίας, και πολύ υπερήφανα μου είπε: «Δείτε, δεν είναι αυτά τραγούδια
δουλοπάροικων!»
Στην
αρχή της Περεστρόικα υπήρχαν λιγότεροι από είκοσι Εσθονόφωνοι ιερείς. Οι
περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, μερικοί είχαν χειροτονηθεί από τον Μητροπολίτη
Αλέξανδρο πριν από το 1944. Μερικοί είχαν σπουδάσει στο σεμινάριο, άλλοι δεν
είχαν καμία τυπική θεολογική παιδεία. Μερικοί από την παλιότερη γενιά, που
είχαν υπηρετήσει πιστά τις κοινότητές τους κάτω από τις πιο σκληρές
περιστάσεις, ζούσαν για να δουν την αποκατάσταση της Αυτόνομης Εκκλησίας. Ο
αείμνηστος π. Valentin Saavin
από
τη Valga (που πέθανε στην αρχή της διαδικασίας)
και ο αείμνηστος π. Simeon Kruzhkov από το Tartu (ο οποίος έπαιξε
ένα σημαντικότατο ρόλο στην αναγέννηση της ΕΑΟΕ) πρέπει να αναφερθούν ως
πρωτοπόροι, αν και οι ίδιοι ήσαν Ρώσοι ως προς την καταγωγή. Η νεώτερη γενιά
του Εσθονόφωνου κλήρου είχε ένα ακόμη πιο ποικίλο εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Το να
εργασθούν στην Εκκλησία και να χειροτονηθούν σήμαινε μια πολύ δύσκολη προσωπική
επιλογή, ακόμη και με κίνδυνο, μέσα στη Σοβιετική κοινωνία. Ποτέ δεν είχαν
βιώσει μια κανονική εκκλησιαστική ζωή, με έναν μόνιμο επίσκοπο ο οποίος συνάζει
και καθοδηγεί τον κλήρο και το ποίμνιό του με ένα όραμα και μια αποστολή.
Αντίθετα, έπρεπε να βρίσκουν τις λύσεις μόνοι τους, να υπερασπίζονται τις
μικρές κοινότητές τους από τις Αθεϊστικές αρχές και ίσως ακόμη και από τις
Ορθόδοξες στάσεις που δεν διέκειντο καθόλου φιλικά προς την εσθονική γλώσσα και
τα τοπικά έθιμα. Αυτές οι περιστάσεις είχαν διδάξει τους ιερείς να εργάζονται
περισσότερο μόνοι τους παρά μαζί, και να τείνουν να μην εμπιστεύονται κανένα,
είτε τους ενορίτες, άλλους ιερείς, ή τον επίσκοπο.
Απόσπασμα από το άρθρο του π. Χέικι Χούτουνεν (Heiki Huttunen) «Η
Ανάσταση μιας Εκκλησίας», περιοδικό «Σύναξη»,
τεύχος 92
Ο π. Χέικι Χούτουνεν είναι
πρεσβύτερος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Φινλανδίας
Εσθονία: Χώρα της Βορειοανατολικής Ευρώπης, μία από τις τρεις Βαλτικές χώρες.
Πρωτεύουσα: Ταλίν.
Πληθυσμός:
1.316.000 κάτοικοι (απογραφή 2017).
Θρήσκευμα: Ορθόδοξοι Χριστιανοί 16,2%, Λουθηρανοί 9,9%, άλλοι
Χριστιανοί (περιλαμβάνονται Μεθοδιστές, Αντβεντιστές της 7ης ημέρας,
Ρωμαιοκαθολικοί, Πεντηκοστιανοί) 2,2%, άλλοι 0,9%, τίποτα 54,1%, απροσδιόριστοι
16,7%ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου