1. Ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος έχουμε πεισθεί ότι όλα στην Εκκλησία
λειτουργούν τέλεια. Ένα τέτοιο ψεύτικο ιδεολόγημα μας εμποδίζει να ψαύσουμε τις
πληγές μας, να παραδεχθούμε τα λάθη μας. Έτοιμοι πάντα όχι να δούμε και να
σκύψουμε στα τραύματά μας, αλλά να αντιδράσουμε σε κάθε «επίθεση», που μπορεί
να μην είναι επίθεση αλλά καλοπροαίρετη κριτική. Χάνουμε έτσι την ευκαιρία να
προβληματισθούμε γόνιμα και να έλθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα...
Προτιμούμε να
ζούμε σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, στο δικό μας κόσμο, κλεισμένοι στο καβούκι μας,
τις στιγμές που γύρω μας η καταιγίδα παρασύρει τα πάντα. Ακόμη και τους
οφθαλμοφανείς, «σεσηπότες και οδωδότες» μώλωπες έχουμε την τάση να τους
συγκαλύπτουμε ή, ακόμα χειρότερα, να τους ωραιοποιούμε. Είναι και η νεύρωση της
τελειομανίας που μας κατατρύχει και δε μας αφήνει να δούμε τα «ασθενή και
ελλείποντα» (Πρόλογος Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου, στο βιβλίο «Οδύνη σώματος
Χριστού» του π. Βασιλείου Θερμού, σελ. 14 – 15)
2. Μερικές
φορές η Εκκλησία δε διαφέρει καθόλου από άλλους κοσμικούς συλλόγους, όσον αφορά
το πνεύμα της παρασκηνιακής πολιτικής και
της επιδίωξης του συμφέροντος. Έχει χυθεί τόσο πολύ μελάνι στην Εκκλησία
για να υπεραμυνθούμε της δικής μας εκδοχής της αλήθειας έναντι των εχθρών, οι
οποίοι υποτίθεται ότι την παραμορφώνουν, ως εάν η αλήθεια να είναι ιδιοκτησία
μας. Θα μπορούσε δικαιολογημένα να διερωτηθεί κανείς αν είμαστε σε θέση να
επαναλάβουμε στους διψασμένους πολίτες του σύγχρονου κόσμου αυτό που ο Φίλιππος
είπε στον Ναθαναήλ: «Έρχου και ίδε!» Να δει τι; («Οδύνη σώματος Χριστού» του π.
Βασιλείου Θερμού, σελ. 23)
3. Χαρακτηριστικό
της ταυτότητας αποτελεί ένα βίωμα υπαρξιακής
μοναδικότητας του προσώπου, το οποίο συνήθως αναμένεται να εγκατασταθεί
κατά την εφηβεία. Εάν αποτύχει να εγκατασταθεί για ποικίλους λόγους, η
διαφοροποίηση από τους άλλους στο εξής δεν επέρχεται από τα γνωρίσματα της
προσωπικότητας, αλλά ενδέχεται να επιδιώκεται μέσω του ρόλου, με τα φανταχτερά «πρόσθετα» με τα οποία αυτός διακοσμεί την
ύπαρξη. Τότε γίνεται έκδηλη η διάκριση την οποία επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος,
μεταξύ «ημών» και των «περί ημάς», όπου τα δεύτερα εκτοπίζουν τα πρώτα
(«πρόσεχε σεαυτώ», 3, ΕΠΕ 6, 221 – 223). Τότε παρουσιάζεται, δηλαδή, το
φαινόμενο της μειονεξίας και της αντίρροπης προς αυτό φιλοδοξίας. Ο άνθρωπος
αισθάνεται ασήμαντος, γι’ αυτό θέλει να γίνει, μέσω του ρόλου του, κάτι. Όσο
πιο σπουδαίος είναι ο ρόλος, τόσο μεγαλύτερο το παυσίπονο («Οδύνη σώματος Χριστού» του π.
Βασιλείου Θερμού, σελ. 41)
4. Πρέπει να βαδίζει κανείς με πολλή προσοχή στο χώρο
των κειμένων, των γραπτών ή προφορικών παραδόσεων, των θρύλων, τέλος, για να
μην ευρεθεί έξω από την αλήθεια – όση και όπου υπάρχει – απογοητεύοντας ή
απιστώντας έτσι προς την επιστήμη, ή, από την άλλη πλευρά, σκανδαλίζοντας το
πλήρωμα της εκκλησίας… Βέβαια, η δυσκολία που συναντούν οι αγιολόγοι δεν
εντοπίζεται μονάχα στον άγιο Διονύσιο, μα σ’ ένα πλήθος αγίων, όπου υπάρχουν
συγχύσεις ή ανακρίβειες ιστορικές, ως προς το χρόνο, τα πρόσωπα, τον τόπο, το
είδος της τελειώσεως – μαρτυρίου κ.λ.π. Και σίγουρα, πρέπει, ν’ αποθέτουμε κατά
μέρος – όταν με ειλικρίνεια κ’ ευσυνειδησία ερευνούμε, όλοι μας, με στόχο την
επιστημονική αλήθεια – την προκατάληψη και τον φανατισμό. Έξω από τα θεόπνευστα
βιβλία της Αγίας Γραφής και τα δόγματα των αγίων Οικουμενικών Συνόδων, οι
λεπτομέρειες των άλλων θεμάτων ή προβλημάτων στο χώρο της ιστορίας της
Εκκλησίας μπορούν να φωτίζονται και να διαφοροποιούνται με τα δεδομένα νέων
ερευνών, την ανακάλυψη νέων πηγών ή χειρογράφων, που μπορούν να μας
αποκαλύπτουν καινούργιες πλευρές ή ερμηνείες. Η Εκκλησία δεν φοβάται την
επιστήμη, που μας έδωκε ο ίδιος ο Θεός, ούτε κ’ επιθυμεί να ζη σε σκοτάδια
μεσαιωνικών ιεροδικαστών της Δύσης. Επειδή, ωστόσο, στις εκκλησιαστικές θέσεις
και αξιώματα, καθώς και στο χώρο των αγιολογικών παραδόσεων, έχουν καθήσει κατά
καιρούς άνθρωποι με κάποιες αδυναμίες στην ακριβή γνώση και τη μνήμη των
ιστορικών πραγμάτων, κ’ έκαμαν κάποια λάθη, με ή παρά τη θέλησή τους, η
ψύχραιμη και αντικειμενική επιστήμη έχει την υποχρέωση να ερευνήσει, να κρίνει
και ν’ αποτιμήσει τα νέα δεδομένα, και να πει τον καίριο και ακέραιο λόγο της,
ορθοτομούσα «τον λόγον της αληθείας», πράγματι.
Όσο κι αν είναι
οδυνηρό ν’ αμφισβητεί κανείς μια γνωστή μας επί αιώνες εικόνα ενός αγίου, ή συγγραφέως
της Εκκλησίας, άλλο τόσο είναι ορθό, δίκαιο κ’ επιβεβλημένο να συντάσσεται με
την αλήθεια, που είναι πράγματι έν’ από τα χαρακτηριστικά ονόματα του Χριστού,
κατά τον λόγο Του. Ιω. 14:6, πρβλ. Ιω. 18:37. Σελ. 479 – 480 (Π.Β.
ΠΑΣΧΟΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ. Υμναγιολογικές προσεγγίσεις. ΘΕΟΛΟΓΙΑ,
τόμος 64, τεύχος 3, 1993)
5. Εν είδει παρενθέσεως, θα έπρεπε να σημειωθεί εδώ,
πως η ανωνυμογραφία (πεζών έργων ή
υμνογραφικών) και η Ψευδωνυμία ή Ψευδεπιγραφία είναι αρχαιότατο φαινόμενο
και δεν θεωρείται καθόλου παράνομο. Το γνώριζαν και το χρησιμοποιούσαν οι
Πυθαγόρειοι, οι Αριστοτελικοί, οι Σωκρατικοί, οι Ελληνισταί Ιουδαίοι και το
συναντούμε και στη χριστιανική και πατερική παράδοση. Έτσι έχουμε Ψευδο –
Ασκόνιο, Ψευδο – Δημόκριτο, Ψευδο – Διοσκουρίδη, Ψευδο – Καλλισθένη, Ψευδο –
Πλούταρχο, Ψευδο – Πυθαγόρα, Ψευδο – Φωκυλίδη˙ όπως έχουμε Ψευδο – Κωδινό,
Ψευδο – Αθανάσιο, Ψευδο – Διονύσιο, Ψευδο – Μακάριο, Ψευδο – Χρυσόστομο κ.ά.
και όπως, βέβαια έχουμε ψευδεπίγραφα – απόκρυφα Πράξεων, Επιστολών, ή
Αποκαλύψεων ιερών προσώπων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Από τα πολλαπλά
κίνητρα της Ψευδεπιγραφίας αυτής, μπορεί κανείς ν’ αναφέρει: α) την απόκρυψη
της ταυτότητος του συγγραφέως, από φόβο περιπετειών, β) την επιθυμία
συμπληρώσεως μιας συγγραφικής – λογοτεχνικής παραδόσεως, όπου υπάρχουν κενά, γ)
τη διάθεση ν’ ανυψωθεί το κύρος του γράφοντος, για να τραβήξει το ενδιαφέρον
του αναγνώστη για κείμενα μεγάλης αξίας, που διαφορετικά θα παρέμεναν
οπωσδήποτε στην αφάνεια ( εδώ, μάλλον, πρέπει να εντάξουμε την περίπτωση του
συγγραφέα μας, με τα συγγράμματα που προσγράφει στον Άγιο Διονύσιο τον
Αρεοπαγίτη), δ) την ανάγκη μιας αποτελεσματικότερης απολογητικής προς τους
Ιουδαίους ή τους Εθνικούς – Ειδωλολάτρες, ε) την επιθυμία διορθώσεως κάποιων
σφαλμάτων στη διδασκαλία παλαιοτέρων διαπρεπών ανδρών, και στ) στην επιθυμία
της διακηρύξεως και διαδόσεως νεωτεριστικών θεολογικών απόψεων. Σελ. 489 (Π.Β.
ΠΑΣΧΟΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ. Υμναγιολογικές προσεγγίσεις. ΘΕΟΛΟΓΙΑ,
τόμος 64, τεύχος 3, 1993)
6. Θα
αντιληφθεί τη Γραφή ως κείμενο που έπεσε από τον ουρανό, και μάλιστα συμπαγές,
ή θα τη δεχτεί ως αποτύπωμα της αποκάλυψης του Θεού, η οποία πραγματώνεται
ιστορικά, έχει γλώσσα την γλώσσα του ανθρώπου και συντεταγμένες της τις
εκάστοτε ανθρώπινες συνθήκες; Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο προτίμηση του ενός εκ των
συγκρουόμενων χωρίων, μπορεί να θεμελιώσει ή να νομιμοποιήσει διαφορετική
θεολογία – στο όνομα πάντα της Γραφής!
(ΣΥΝΑΞΗ,
ΤΕΥΧΟΣ 119, ΘΑΝΑΣΗΣ Π. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ, Ο ΘΕΟΣ ΝΑΖΙ ΚΑΙ Ο
ΛΥΤΡΩΤΗΣ ΘΕΟΣ)
7. Το κολπάκι της σύνδεσης
Πολιτείας και Νομοθεσίας και τα περί "χριστιανικού κράτους" έχει
τελειώσει για εσάς, διότι, αν η Πολιτεία υιοθετούσε την νομοθεσία της Εκκλησίας
δεν θα είχε νόμους, αλλά μόνο τους ιερούς Κανόνες και το Ευαγγέλιο και δεν θα
εκτελούσε ούτε θα είχε άλλου είδους ποινές, εκτός από τον αφορισμό και τις
προσευχές. Και αν η Εκκλησία υιοθετούσε την νομοθεσία της Πολιτείας, τότε θα
είχε στρατό, και θα επέβαλε εκτελέσεις και άλλες παρόμοιες ποινές και δεν θα
καθόταν να την σφάζουν επί αιώνες οι
ψυχοπαθείς κανίβαλοι του παγανισμού ή διάφοροι αιρετικοί.
(ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ,
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ Δ΄, 13 Ιανουαρίου 2012
6:49 π.μ.)
8. Στην καλύτερη περίπτωση, τα παιδιά αντιπροσωπεύουν
ένα νέο ξεκίνημα, μια ευκαιρία να ξαναρχίσει κανείς με τα οφέλη της εμπειρίας
των προηγούμενων γενιών, αλλά χωρίς το βάρος των δικών του τραυμάτων και λαθών.
Καμιά φορά, τα παιδιά θεωρούνται μια ευκαιρία για τους γονείς να ξαναζήσουν τη
ζωή τους, με την ελπίδα να την ζήσουν σωστά αυτή τη φορά. Σαν την Εύα,
ανταποκρίνονται στον γονεϊκό ρόλο λέγοντας: «Απέκτησα έναν άνθρωπο, είμαι σαν
το Θεό, θα τον κάνω κάτι θαυμάσιο και όλοι θα με θαυμάζουν γι’ αυτό». Ξεχνούν,
όμως, ότι ούτε τα πλάσματα του Θεού εξελίχθηκαν, όπως ο Θεός ήλπιζε.
(H. Kushner: Κατακτώντας την ευτυχία)
9. Αν δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τους ατελείς
ανθρώπους, αν δεν μπορούμε να τους συγχωρήσουμε για τα εξοργιστικά τους
ελαττώματα, θα καταδικάσουμε τον εαυτό μας σε μια ζωή μοναξιάς, επειδή οι
ατελείς άνθρωποι είναι το μόνο είδος που θα βρούμε. Μπορεί το χειμωνιάτικο φως
να είναι ωχρό και αδύναμο, όταν, όμως ο κόσμος παγώνει, ίσως είναι το μόνο φως
και η μόνη ζεστασιά που έχουμε.
(H. Kushner: Κατακτώντας την ευτυχία)
10. Αγαπητοί φίλοι, επειδή γίνεται πολύς λόγος για τους
Πατέρες της Εκκλησίας, επιτρέψτε μου μια μικρή παρέμβαση. Την αλήθεια της
Εκκλησίας δεν την καθορίζει οπωσδήποτε ούτε ένα μέλος της Εκκλησίας ούτε ένα
όργανο της Εκκλησίας, αλλά μόνο η Εκκλησία στο σύνολό της, και ότι μεμονωμένα
μέλη ή όργανα της Εκκλησίας μπορούν, αλλά δεν είναι απαραίτητο, να είναι
εκφραστές της αλήθειας της. Το οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας αφ’ εαυτού
μπορεί να υποστηρίζει απόψεις που δεν είναι η αλήθεια της Εκκλησίας,
οποιοδήποτε και αν είναι το εκκλησιαστικό του αξίωμα και όσο μεγάλη και
αναμφισβήτητη και αν είναι η αγιότητά του. Ο Μ. Φώτιος σε μια επιστολή του στον
πάπα Νικόλαο δηλώνει απερίφραστα ότι πολλοί Πατέρες, όπως ο Διονύσιος
Αλεξανδρείας, ο Μεθόδιος Ολύμπου και ο Ειρηναίος Λουγδούνου, διατύπωσαν
εσφαλμένες απόψεις και συμπληρώνει: «Εμείς δε, επειδή προσέξαμε ότι και μερικοί
άλλοι από τους μακαρίους Πατέρες και διδασκάλους μας πλανήθηκαν σε πολλά σημεία
της ακριβούς ερμηνείας των ορθών δογμάτων, τους μεν ισχυρισμούς τους δεν τους
αποδεχόμεθα ως προσθήκη στη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά τα ίδια τα πρόσωπά
τους τα ασπαζόμεθα με τιμή» Επιστολαί 1 (ΚΔ΄), Migne 102,813.
11. Ως και
τον 7ο ακόμα αιώνα, οι Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (που έχουν
κύρος καθολικό για τη ζωή της Εκκλησίας) αποφεύγουν να οριοθετήσουν την ατομική
συμπεριφορά, να προσδιορίσουν και αξιολογήσουν περιπτώσεις ατομικών αμαρτημάτων
που συνεπάγονται αφορισμό (αποκοπή
από το εκκλησιαστικό σώμα, αυτοαποκλεισμό έξω από – τα – όρια του σώματος). Το σύνολο σχεδόν των Κανόνων των
τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων αναφέρεται σε ζητήματα εκκλησιαστικής
ευταξίας, δικαιοδοσιών του κλήρου, κύρους των χειροτονιών, συμπεριφοράς προς
τους αιρετικούς, κ.τ.ό. Οι ελάχιστες περιπτώσεις ατομικών παρεκτροπών που
«κανονίζονται», έχουν συνέπειες στην ευχαριστιακή δομή και λειτουργία της
Εκκλησίας (:πρβλ. τον ιζ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής, περί των τοκιζόντων κληρικών, τον β΄ της Δ΄ Οικουμενικής, περί του μη χειροτονείν δια χρημάτων, τον ιστ΄ της ίδιας, περί παρθένων και μεσαζόντων, μη εξείναι γάμω προσομιλείν, – όπου
πολύ χαρακτηριστική η προσθήκη: ει δε γε
ευρεθείεν τούτο ποιούντες, έστωσαν ακοινώνητοι. Ωρίσαμεν δε έχειν την αυθεντίαν
της επ’ αυτοίς φιλανθρωπίας τον κατά τόπους επίσκοπον – κ.λ.π. ).
Μόνο από τα
τέλη του 7ο αιώνα (και συγκεκριμένα με την Πενθέκτη εν Τρούλλω
Οικουμενική Σύνοδο, το 692) αρχίζει μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των Κανόνων
που αναφέρονται σε γενικές περιπτώσεις ατομικών αμαρτημάτων, σε διαβλητές
εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς (κληρικών και λαϊκών), στον καθορισμό
επιτιμίων για κοινωνικά εγκλήματα, στη συσχέτιση της φυσικής ζωής (ιδιαίτερα
της σεξουαλικής) με τη μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, ενώ το σύνολο των
Κανόνων που καθιέρωσαν οι τέσσερεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι φτάνει μόλις
τους 68, μόνο η Πενθέκτη εν Τρούλλω διατυπώνει 102 Κανόνες και επιπλέον
επικυρώνει (καθιερώνει ως Κανόνες καθολικού για την Εκκλησία κύρους) ένα
εξαιρετικά μεγάλο αριθμό διατάξεων προγενέστερων τοπικών συνόδων και αποφάνσεων
μεμονωμένων Πατέρων σε θέματα και περιπτώσεις ατομικής («ηθικής») συμπεριφοράς.
Περιβάλλονται κύρος αποφάσεων Οικουμενικής Συνόδου
Κανόνες που υπηρετούν τις απαιτήσεις ατομικής ευηποληψίας, ναρκισσιστικού
καθωσπρεπισμού, εγωτικής αυτάρκειας – Κανόνες άσχετοι με το ευ – αγγέλιο της
Εκκλησίας, σχετικοί μάλλον με ακρότητες θρησκευτικού πουριτανισμού. Εξόφθαλμες
ακρότητες, αφού Κανόνες της Πενθέκτης συνόδου επιβάλλουν καθαίρεση στους κληρικούς και αφορισμό
στους λαϊκούς όταν παρακολουθούν «μίμους και θέατρα» (να΄ κανών), όταν
«κυβεύουν», δηλαδή παίζουν ζάρια (ν΄ κανών) ή όταν «ευθετίζουν την κόμην» (96
κανών) (ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ «ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» σελ. 113 – 115)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου