Η
ιουδαϊκή θεολογία τών δύο τελευταίων αιώνων πριν την έλευση τού Χριστού,
ασχολείται κυρίως με τις εσχατολογικές προσδοκίες τού μέλλοντος και την έλευση
τού Μεσσία. Σ’ αυτό συνετέλεσαν κατά πολύ, οι συνθήκες και ο τρόπος ζωής που
βίωναν οι Ιουδαίοι κάτω από την ελληνική και προ πάντων την μετέπειτα ρωμαϊκή
κυριαρχία. Ήδη πολλές θρησκευτικές ομάδες (Φαρισαίοι, Ζηλωτές κ.λ.π.), με
εξαίρεση αυτή των Σαδδουκαίων, παρά την προσκόλληση τους στο γράμμα τού Νόμου, υιοθέτησαν
το προφητικό κήρυγμα περί μελλοντικής απολύτρωσης, το οποίο μάλιστα μετέβαλαν
και σε πολλά σημεία, ανάλογα με το όλο πνεύμα και τις ανάγκες τής εποχής...
Ο
μονοθεϊσμός των Ιουδαίων που αποτελούσε τη βάση τής πίστης τους διατηρούνταν
αυστηρά και μετά «μανίας», παρόλο που υπήρχαν ισχυρές και συνεχείς επιδράσεις
από τους γύρω τους γειτονικούς ειδωλολατρικούς λαούς. Το κατ’ εξοχήν όνομα τού
Θεού τους Γιαχβέ όπως και τα υπόλοιπα
αυτού ονόματα Ελ και Ελωχείμ δεν προφέρονταν λόγω της
απαγόρευσης από τον Δεκάλογο και της σχετικής δεισιδαιμονίας που επικράτησε σε
σχέση με αυτά. Αντί γι’ αυτά προφέρονταν το όνομα Αδωνάι = Κύριος ή οι εκφράσεις το
Όνομα, Ουρανός, Δύναμις κ.λ.π.
Κατά τους Ιουδαίους ο Θεός τους είναι ο δημιουργός τού ουρανού και της γης,
πνευματικά ακατάληπτος, άγιος, παντοδύναμος, πάνσοφος, ευεργέτης, ο οποίος
προνοεί και φροντίζει όλα τα δημιουργήματά του και καθοδηγεί τα πάντα.
Ο
άνθρωπος είναι το τελειότερο δημιούργημα τού Θεού και αποτελείται από χώμα
(ύλη) και την ψυχή που είναι πνευματικό στοιχείο. Ο θάνατος και η φθορά δεν
ήταν από την αρχή συνδεδεμένα με τον άνθρωπο, αλλά υπήρξαν ως συνέπεια μιας
αστοχίας του, του προπατορικού αμαρτήματος. Οι ψυχές τών ανθρώπων δεν
εξαφανίζονται μετά τον θάνατο αλλά επιβιώνουν και εξακολουθούν να υπάρχουν,
κονιορτοποιείται μόνο το σώμα. Οι ψυχές τών δικαίων αναπαύονται «στα χέρια τού Θεού» Σοφία Σολομώντος 3:1, ενώ οι ψυχές τών
ασεβών και αυτών που αδίκησαν βρίσκονται μέσα σε μεγάλο και αιώνιο σκοτάδι.
Κατά
τη μέλλουσα κρίση τούς ασεβείς τούς περιμένει στέρηση του φωτός και φυλάκιση, «τους δε αγίους τού Θεού λαμπρό φως» Σοφία Σολομώντος 18:1.
Ένα
άλλο κυρίαρχο στοιχείο στην ιουδαϊκή θεολογία τών δύο τελευταίων π.Χ. αιώνων
ήταν η έντονη προσδοκία τής έλευσης τού Μεσσία. Ο όρος «Χριστός Κυρίου» που
περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιείται για τον μελλοντικό βασιλιά του
Ισραήλ ο οποίος θα προέλθει από τη φυλή τού Ιούδα και από την δυναστεία τού
Δαβίδ. Μεσσίας σημαίνει «αυτός που έχει χριστεί» από τον Θεό βασιλιάς τού
Ισραήλ και αποδίδεται στα ελληνικά με τη λέξη Χριστός. Ο πρώτος που χρίσθηκε
ήταν ο αρχιερέας Ααρών και οι γιοί αυτού, μετέπειτα οι εκάστοτε βασιλιάδες τού
Ισραήλ, τύπος των οποίων είναι ο κατ’ εξοχήν Χριστός, ο Μεσσίας.
Ιδιαίτερη
σημασία για την ιουδαϊκή αποκαλυπτική Γραμματεία τού 1ου π.Χ. αιώνα
παρουσιάζουν οι περί του Μεσσία εικόνες τών παραβολών τού απόκρυφου βιβλίου
Ενώχ και συγκεκριμένα τα κεφάλαια 37 έως 71, καθώς επίσης και των ψαλμών τού
Σολομώντα. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Μεσσίας να είναι ο «υιός τού ανθρώπου», «ο
εκλεκτός», ή «ο υιός τού Θεού». Ονομάζεται και «παλαιός των ημερών», «μεγάλης
βουλής άγγελος», «ανατολή εξ ύψους» κ.λ.π. Ο ερχομός του αναμένονταν να είναι
από το γένος τού Δαβίδ, στο δε πρόσωπό του έβλεπαν έναν ανθρώπινο βασιλιά και
κυρίαρχο, που είναι δίκαιος, γεμάτος από δύναμη, σοφία και δικαιοσύνη αλλά και
ταυτόχρονα διακρίνεται ως υπερφυσικό όν και θείο.
Πάντως
αξίζει να ειπωθεί, πως είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος στο πλήθος των
εικόνων για τον Μεσσία το καθαρά θρησκευτικό δόγμα, γιατί στη φιλολογία αυτών
των χρόνων, ο Μεσσίας είναι ένδοξος με κύριο και αποκλειστικό σκοπό την
συντριβή και την καταστροφή τών εχθρών τού Ισραήλ. Γι’ αυτό και η ιδέα ενός
ταπεινωμένου και σταυρωμένου Μεσσία ήταν αδύνατη για τους Ιουδαίους, αφού
τονίζονταν μόνο τα ένδοξα χαρακτηριστικά του, αν και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε
και περιγραφές τού Μεσσία άδοξες, όπως λόγου χάρη στον Ησαΐα 53:4 «αυτός όμως
φορτώθηκε τις αμαρτίες μας και υπέφερε τους πόνους τούς δικούς μας». Όλα
αυτά όμως τα παραγνώρισαν οι Ιουδαίοι, λόγω των πολύχρονων κακουχιών και
καταπιέσεων από τους δυνατούς τής κάθε εποχής, με αποτέλεσμα από την Βαβυλώνια
αιχμαλωσία και μετά να τονίζουν μόνο τα ένδοξα χαρακτηριστικά του. Άλλωστε
αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος, που όταν τελικά ήρθε επιτέλους ο Μεσσίας,
όχι μόνο δεν τον πίστευσαν αλλά και τον σταύρωσαν.
Όσον
αφορά τώρα, τον χρόνο έλευσης τού Μεσσία ο οποίος μάλιστα αναμένονταν κατά
τρόπο αιφνίδιο, οι απόψεις ποίκιλαν. Πάντως σε γενικές γραμμές πιστεύονταν, πως
θα έρθει, όταν ο λαός μετανοήσει και εκπληρωθεί όλος ο Νόμος. Η αντίδραση των
εχθρικών δυνάμεων κατά την εμφάνισή του θα είναι έντονη, γιατί όλες οι ειδωλολατρικές
δυνάμεις με επικεφαλής τον Αντίχριστο θα συσπειρωθούν εναντίον του, όμως τελικά
θα εκμηδενιστούν.
Το
μεσσιανικό κράτος θα ιδρυθεί στην Αγία Γη δηλαδή στην περιοχή της Παλαιστίνης,
η δε Ιερουσαλήμ θα ανακαινισθεί και θα καθαριστεί πλήρως από τους εθνικούς
(=ειδωλολάτρες). Ταυτόχρονα η παρά τον Θεό υπάρχουσα άνω Ιερουσαλήμ θα κατέβει
στην γη και έτσι θα προέλθει η νέα Ιερουσαλήμ.
Η μεσσιανική
βασιλεία θα συνενώσει όλους τους Ιουδαίους της διασποράς, τους ευρισκόμενους
στις χώρες του γνωστού τότε κόσμου, οι οποίοι θα επιστρέψουν στην Παλαιστίνη,
ενώ τα υπόλοιπα ειδωλολατρικά έθνη θα γίνουν προσήλυτα ασπαζόμενα τον Ιουδαϊσμό
με αποτέλεσμα να ενσωματωθούν στο Ισραήλ. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν
συμμορφωθούν με τα παραπάνω θα καταστραφούν.
Το
ένδοξο αυτό βασίλειο θα έχει βασιλιά τον Μεσσία και ύπατο κυρίαρχο τον Θεό,
οπότε έτσι θα ολοκληρωθεί η περί βασιλείας τού Θεού ιδέα τού Ισραήλ, όπως αυτή
διαμορφώθηκε από την αποκαλυπτική Γραμματεία του. Η βασιλεία αυτή θα αναβιώσει
την παλιά δόξα τού Ισραήλ και θα βασιλεύσει πάνω στη γη η ειρήνη, η αγάπη και η
δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι θα είναι μακρόβιοι και ευτυχισμένοι. Ο Θεός δεν θα
επιτρέπει την αδικία μεταξύ τους και όλοι θα είναι άγιοι.
Το
μεσσιανικό βασίλειο θα είναι αιώνιο. Η αντίληψη αυτή φαίνεται και στο ευαγγέλιο
του Ιωάννη 12:34, όπου οι Ιουδαίοι
λέγουν στο Χριστό: «εμείς έχουμε ακούσει
από τον νόμο, πως ο Χριστός θα παραμείνει αιώνια». Κάποιες φορές όμως η
διάρκεια του αναμένεται και περιορισμένη, δηλαδή 400 ή 1000 χρόνια, μετά από τα
οποία θα ακολουθήσει η ανακαίνιση τού κόσμου, η γενική ανάσταση και η τελική
κρίση.
Η
ιουδαϊκή θεολογία στηρίζει την ελπίδα για την ανακαίνιση τού κόσμου στην
προφητεία τού Ησαΐα 65:17 «καινούργιο θα δημιουργήσω ουρανό,
καινούργια γη˙ τα περασμένα, τα παλιά, θα ξεχαστούν και πια κανείς δεν θα τα
σκέφτεται» και 66:22 «όπως θα υπάρχουν πάντα μπροστά μου ο
καινούργιος ουρανός, και η γη η καινούργια, που εγώ θα δημιουργήσω …» στην
οποία διακρίνεται ο αιώνας αυτός (εβρ. ωλάμ Χαζζέ) από τον μέλλοντα
αιώνα (εβρ. ωλάμ Χαββά), ο οποίος αρχίζει μετά την λήξη τής επίγειας
μεσσιανικής βασιλείας, οπότε και θα λάβει χώρα η τελική κρίση.
Πριν
από τη τελική κρίση και μετά την ανακαίνιση τού κόσμου, όπως είπαμε ήδη, θα
γίνει η γενική ανάσταση. Μια αντίληψη που ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ του
Ιουδαϊκού λαού και μόνο οι θρησκευτική ομάδα των Σαδδουκαίων την απέρριπταν.
Υπήρχαν όμως διαφορές, ποιοι τελικά θα
συμμετείχαν σ’ αυτή, γιατί κάποιοι έλεγαν πως θα αναστηθούν μόνο οι δίκαιοι ενώ
άλλοι, όλοι, δίκαιοι και άδικοι.
Μετά
τη γενική ανάσταση θα επακολουθήσει η τελική κρίση, η οποία θα περιλάβει όλη
την ανθρωπότητα. Κριτήριο αυτής θα είναι οι πράξεις που επιτέλεσε στη ζωή του ο
κάθε ένας άνθρωπος ξεχωριστά, τα οποία σύμφωνα με το απόκρυφο βιβλίο τού Ενώχ
καταγράφονται σε ουράνια βιβλία (πλάκες): «και
είπε σε μένα: “κοίταξε, Ενώχ, αυτές τις ουράνιες πλάκες και διάβασε ότι είναι
γραμμένο πάνω τους και σημείωσε το κάθε τι επί μέρους”. Κοίταξα τις ουράνιες
πλάκες και διάβασα κάθε τι που είναι γραμμένο (πάνω τους), κατάλαβα το κάθε τι,
και διάβασα το βιβλίο για όλα τα έργα της ανθρωπότητας, και για όλα τα παιδιά
της σάρκας, που θα υπάρξουν επί της γης μέχρι τις απώτατες γενιές» Ενώχ 81:1 – 2. Κατά την κρίση αυτή οι δίκαιοι και ευσεβείς θα
εισέλθουν στον παράδεισο όπου θα βλέπουν την μεγαλειότητα τού Θεού, ενώ οι
άθεοι και οι άδικοι θα ριχτούν στην φωτιά της γέενας, όπου θα μείνουν αιώνια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάν.
Γαλάνης «Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, κατά τας παραδόσεις του
καθηγητού κ. Γ. Γαλίτη», Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, Τρίτη Έκδοση
2. Σάββας Χρ. Αγουρίδης «Τα απόκρυφα κείμενα της
Παλαιάς Διαθήκης, Τόμος Α΄», Εκδόσεις Έννοια, 2004ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου