Το
«να αγαπάς τους εχθρούς σου και να ευλογείς όσους σε μισούν» (Ματθ. 5,44),
είναι εντολή του Θεού, την οποία λίγο – πολύ μπορεί ο καθένας να εφαρμόσει. Το
να συγχωρέσει όμως κανείς αυτούς που έκαναν ένα αγαπημένο του πρόσωπο να
υποφέρει, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι σαν να του λένε να κάνει, όχι
πράξη αρετής, αλλά παρανομία. Ακόμη όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη μας για
κάποιον που υποφέρει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητά μας να μοιραστούμε τον
πόνο μαζί του και να τον συγχωρήσουμε για τυχόν σφάλματά του...
Και
με αυτή την έννοια κατακτάει κανείς τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, όταν δηλαδή
μπορεί όπως ο Ραβίνος Yehel Mikhael να λέει: «Είμαι ο αγαπημένος μου». Όσο
όμως λέμε «εγώ» και «αυτός» δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε στα παθήματα του
αδελφού μας και να αποδεχτούμε τον πόνο του. Η Θεοτόκος, όταν βρισκόταν κοντά
στο Σταυρό του Κυρίου, δεν αναλύθηκε σε δάκρυα, όπως συνηθίζουν να την
παριστάνουν οι δυτικές αγιογραφίες. Βρισκόταν σε απόλυτη κοινωνία με τον Υιό
της, ώστε δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Σταυρωνόταν κι αυτή μαζί με το Χριστό.
Πέθαινε κι αυτή μαζί Του. Η Μητέρα ολοκλήρωνε τώρα εκείνο που είχε αρχίσει την
ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού, όταν είχε προσφέρει τον Υιό της στο Θεό. Μόνος
ο Χριστός απ’ όλους τους «υιούς Ισραήλ», έγινε τότε δεκτός από το Θεό «ως θυσία
ζώσα». Και Εκείνη η Οποία τον είχε προσκομίσει δεχόταν τώρα με τη σειρά τη
συνέπεια της λειτουργικής πράξεώς της, η οποία τώρα εύρισκε την εκπλήρωσή της.
Όπως τότε ο Χριστός βρισκόταν σε κοινωνία μαζί της, έτσι και τώρα Αυτή
βρισκόταν σε απόλυτη κοινωνία μαζί Του και δεν υπήρχε τίποτα για το οποίο
μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.
Η
αγάπη είναι εκείνη που μας ταυτίζει με τον αγαπημένο και μας δίνει τη
δυνατότητα να κοινωνούμε ανεπιφύλακτα, όχι μόνο στα παθήματά του, αλλά και στον
τρόπο με τον οποίο εκείνος αντιμετωπίζει και αυτά και εκείνον που τα προκαλεί.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε την Μητέρα του Θεού ή το μαθητή Του να
διαμαρτύρονται γι’ αυτό που υπήρξε το «αποκεκαλυμμένο θέλημα» του Εσταυρωμένου
Υιού του Θεού. «Κανείς δεν μου αφαιρεί τη ζωή. Εγώ με τη θέλησή μου την
παραδίδω» (Ιωάν. 10,18). Πέθανε θεληματικά και σύμφωνα με το δικό Του σχέδιο
για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός ο θάνατός Του υπήρξε η σωτηρία του κόσμου και
γι’ αυτό εκείνοι που πίστεψαν σ’ Αυτόν και θέλησαν να είναι ένα μαζί Του,
μπόρεσαν να μοιραστούν τον πόνο θανάτου Του, μπόρεσαν να συμπάσχουν κοντά Του.
Δεν μπορούσαν όμως να αρνηθούν το πάθος, δεν μπορούσαν να στραφούν ενάντια στο
πλήθος που σταύρωσε το Χριστό. Γιατί η σταύρωση ήταν θέλημα του Ίδιου του
Χριστού.
Συμβαίνει
καμιά φορά στη ζωή να διαμαρτυρόμαστε για τα παθήματα κάποιου, να
διαμαρτυρόμαστε για το θάνατό του, όταν αυτός καλά ή άσχημα δεν τον αποδέχεται
ή εναντιώνεται σ’ αυτόν. Άλλοτε πάλι να διαμαρτυρόμαστε όταν δεν συμφωνούμε για
τη πρόθεσή του να πεθάνει ή δεν δεχόμαστε τη θέση που ο ίδιος παίρνει εμπρός
στο θάνατο και στον πόνο. Τότε όμως η αγάπη που έχουμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι
λειψή και δημιουργεί ψυχική απόσταση. Είναι αυτή η αγάπη που έδειξε ο Απόστολος
Πέτρος, όταν ο Χριστός, καθώς πορευόταν στα Ιεροσόλυμα, είπε στους μαθητές Του
ότι πορευόταν προς το θάνατο Του. «Και ο Πέτρος, αφού Τον πήρε παράμερα, άρχισε
με έντονο τρόπο να Τον αποτρέπει από την απόφασή Του να δεχτεί το θάνατο». Αλλά
ο Χριστός απάντησε: «Φύγε από μπρος μου σατανά, γιατί δεν φρονείς εκείνα που
αρέσουν στο Θεό, αλλά όσα αρέσουν στους ανθρώπους» (Μαρκ. 8,33). Μπορούμε να
φανταστούμε ότι η γυναίκα του ληστή, που βρισκόταν σταυρωμένος στα αριστερά του
Χριστού, θα ήταν γεμάτη από τις ίδιες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, που είχε
ενάντια στο θάνατό του και ο άντρας της. Απ’ αυτή την άποψη υπήρχε απόλυτη
κοινωνία μεταξύ τους, κοινωνούσαν όμως στην ίδια λαθεμένη συμπεριφορά.
Το
να συμμετέχει κανείς στο πάθος, το Σταυρό και στο θάνατο του Χριστού, σημαίνει
να αποδέχεται, με το ίδιο πνεύμα και χωρίς καμιά επιφύλαξη, όλα αυτά τα
γεγονότα. Να αποδέχεται δηλαδή, εντελώς ελεύθερα, να υποφέρει μαζί με τον «πάσχοντα
Θεάνθρωπο». Να παραμένει σιωπηλός στη βαθιά σιωπή του Χριστού, η οποία
διακόπηκε μόνο από λίγες αποφασιστικές λέξεις, στη σιωπή της πραγματικής
κοινωνίας. Στη σιωπή η οποία γεννιέται από τη συμμετοχή στο πάθος του άλλου και
όχι από οίκτο γι’ αυτόν. Στη σιωπή που μας δίνει τη δυνατότητα να ταυτιστούμε
μαζί Του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει «Εγώ» και «Συ», αλλά να είμαστε
ένα, ενωμένοι και στη ζωή και στο θάνατο.
Η
ιστορία αναφέρει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι αντιμετώπισαν το διωγμό
και το μαρτύριο, συμμετέχοντας μαζί με τους άλλους στο ίδιο μαρτύριο, χωρίς να
εναντιώνονται στους δήμιους. Έτσι μαρτύρησε η Αγία Σοφία, μια μάνα που στάθηκε
δίπλα σε κάθε μια από τις τρεις θυγατέρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την
Αγάπη εμψυχώνοντας τες να δεχτούν το μαρτυρικό θάνατο. Συναντάμε στην ιστορία
και πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις μαρτύρων, οι οποίοι βοηθούσαν και έδιναν
θάρρος ο ένας στον άλλο, χωρίς ποτέ να στραφούν ενάντια στους βασανιστές τους.
Η
μαρτυρική θέληση και το μαρτυρικό φρόνημα μπορούν να γίνουν φανερά με πολλά
τέτοια παραδείγματα. Στο πρώτο παράδειγμα εκφράζεται το μαρτυρικό φρόνημα και
θέλημα «καθεαυτό», στη βασική – θεμελιακή – εκδήλωσή του. Δηλαδή ένα φρόνημα
και ένα θέλημα αγάπης, που δεν μπορούν να το νικήσουν ούτε τα παθήματα ούτε η
αδικία.
Ένας
νεαρός ιερέας φυλακίστηκε στις αρχές της Ρωσικής επανάστασης και αποφυλακίστηκε
μετά από πολλά χρόνια, όταν πλέον είχε τσακίσει ψυχικά και σωματικά. Τότε τον
ρώτησαν τι του είχε απομείνει στη ζωή. Και εκείνος απάντησε: «Δεν μου απόμεινε
τίποτα απολύτως. Μου τα ’καψαν όλα. Μονάχα η αγάπη επέζησε». Ένας τέτοιος
άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι αντιμετωπίζει σωστά τον μαρτυρικό πόνο του.
Συνεπώς, όποιος θέλει να μοιραστεί τη τραγωδία του, πρέπει συγχρόνως να
μοιραστεί απόλυτα και αυτή την ασάλευτη αγάπη του.
Έχουμε
ένα άλλο παράδειγμα κάποιου που επέστρεψε από το Buchenwald (σ.σ. στρατόπεδο συγκέντρωσης που ιδρύθηκε στα παλιά
γερμανικά σύνορα του 1937). Αυτός, όταν τον ρώτησαν για τα όσα τράβηξε εκεί,
είπε ότι τα παθήματά του δεν μπορούσαν καθόλου να συγκριθούν με τη θλίψη που
ένιωθε μέσα του για κείνους τους αξιολύπητους νεαρούς Γερμανούς, οι οποίοι ήταν
τόσο σκληροί. Και ότι αυτή η σκέψη, για την κατάντια των ψυχών τους, δεν τον
άφηνε καθόλου ησυχάσει. Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, αν και είχε μείνει
εκεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ούτε για τους αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι
υπέφεραν και πέθαιναν γύρω του. Αλλά ήταν ανήσυχος για την ψυχική κατάσταση των
βασανιστών. Εκείνοι που υπέφεραν ήταν κοντά στο Χριστό, οι εγκληματίες ήταν μακριά
Του! …
Ήταν
επίσης κάποιος Ρώσος επίσκοπος, ο οποίος είπε ότι είναι ιδιαίτερη ευλογία για
το Χριστιανό να τελειώσει τη ζωή του μαρτυρικά. Και είναι το μαρτύριο ιδιαίτερη
ευλογία, διότι κανένας άλλος εκτός από ένα μάρτυρα δεν έχει παρρησία στη Δευτέρα
Παρουσία να σταθεί ενώπιον του θρόνου του δικαιοκρίτου Θεού, και την ώρα της
Κρίσεως να πει: «Όπως μας δίδαξες με το λόγο και το παράδειγμά Σου, συγχώρεσα
και εγώ. Μην τους καταλογίσεις λοιπόν και Συ την αμαρτία τους». Αυτό σημαίνει ότι
εκείνος που γίνεται μάρτυρας για την αγάπη του Χριστού και του οποίου η αγάπη
δεν νικήθηκε από τα βασανιστήρια, εκείνος αποχτάει την απεριόριστη δύναμη του
να συγχωρεί αυτόν που τον έκανε να πονέσει…
Χαρακτηριστική
επίσης είναι η ιστορία ενός Γάλλου στρατηγού του Maurice
d’ Elbee, που
διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Κάποτε οι στρατιώτες
του συνέλαβαν μερικούς «Γαλάζιους» και ήθελαν να τους εκτελέσουν. Ο στρατηγός,
αν και δεν το ήθελε, συμφώνησε μαζί τους, τους είπε όμως να διαβάσουν πριν από
την εκτέλεση φωναχτά το «Πάτερ ημών». Οι στρατιώτες έκαναν όπως τους είπε ο στρατηγός.
Όταν όμως έφτασαν στη φράση «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς
αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», κατάλαβαν το λάθος τους, έκλαψαν γι’ αυτό και
άφησαν τους αιχμαλώτους ελεύθερους. Αργότερα το 1794, οι «Γαλάζιοι» συνέλαβαν
τον ίδιο τον στρατηγό d’ Elbee και τον εκτέλεσαν.
Αρχιεπίσκοπος Σουρώζ, Antony
Bloom
“Ζωντανή Προσευχή”
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου